Μακάριος ὁ Μακρῆς, Ἅγιος (1383-1431)

Μακάριος ὁ Μακρῆς, Ἅγιος (1383-1431)

Ἐπιφανὴς ἐκκλησιαστικὴ μορφὴ τῶν τελευταίων βυζαντινῶν χρόνων. Γόνος ἐπιφανοῦς οἰκογενείας τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὸ 1383, ἔλαβε σπουδαία μόρφωση καὶ ἀπὸ νέος διακρινόταν γιὰ τὴν παιδεία, τὴν σύνεση καὶ τὴν ἀρετή του. Περὶ τὸ 1401 μόνασε στὴν Μονὴ Βατοπαιδίου, γιὰ μία δεκαετία ὑπὸ τὸν γέροντα Ματθαῖο Ἁρμενόπουλο, τὸν κατὰ κόσμον γνωστὸ νομοδιδάσκαλο Κωνσταντῖνο Ἁρμενόπουλο, καὶ ἀκολούθως ὑπὸ τὸν ἀσκητικὸ συμπατριώτη του Δαβίδ. Διὰ τοῦ Δαβὶδ ἀνέπτυξε σχέσεις μὲ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β´ τὸν Παλαιολόγο καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὸν Ἰωάννη Η´. Μετὰ τὸ 1419, ὅταν προέκυπταν ἀνάγκες ἐπὶ δογματικῶν θεμάτων, μετέβαινε στὴν Πόλη, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ αὐτοκράτορα, ὅπου (μετὰ τὸ 1429) ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς ἐκεῖ Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος. Πρωταγωνίστησε στὴν τοπικὴ σύνοδο τῶν ἐτῶν 1426-1429, μετὰ τὴν ὁποία στάλθηκε στὴν Ρώμη ὡς ἐπὶ κεφαλῆς τριμελοῦς πρεσβείας πρὸς τὸν πάπα Μαρτῖνο Ε´, ὅπου ὑπερασπίσθηκε τὰ δόγματα καὶ κατέθεσε τὶς ὀρθόδοξες θεολογικὲς θέσεις. Ἀπεβίωσε στὶς 7-1-1431 καὶ ἐτάφη στὴν Μονὴ Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο του εἶναι δογματικὸ (ἀντιλατινικό), ἁγιολογικὸ καὶ ἠθικό.