Ἰωσὴφ Βατοπαιδινός, Γέρων (1921-2009)
Γεννήθηκε τὴν 1η Ιουλίου 1921 στὴν Δρούσια, χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Πάφου τῆς Κύπρου. Κάποια γεγονότα, ἐπεμβάσεις τῆς θείας Πρόνοιας, συνετέλεσαν ὥστε τὸ 1936 νὰ ἀποταχθεῖ τὸν κόσμο καὶ νὰ προσέλθει στὴν φημισμένη τότε γιὰ τὴν αὐστηρότητα καὶ πνευματικότητά της Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου. Παρέμεινε 10 χρόνια στὴν Μονὴ καὶ μὲ τὴν παρότρυνση καὶ εὐλογία τοῦ γέροντος Κυπριανοῦ, πνευματικοῦ τῆς Μονῆς, ἐγκαταβίωσε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 1947 γνωρίζεται μὲ τὸν μακάριο γέροντα Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ «πληροφορία» ποὺ ἔλαβε, τὸν δέχθηκε στὴν συνοδεία του. Ἔζησε στὰ σπήλαια τῆς Μικρῆς Ἁγίας Ἄννης ὣς τὸ 1951 ποὺ ἡ συνοδεία μεταφέρθηκε στὰ ἡσυχαστικὰ κελλιὰ τῆς Νέας Σκήτης κοντὰ στὸν Πύργο. Ὁ μακάριος γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς κοιμήθηκε ὁσιακῶς τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸ 1959.
Ὁ γέροντας Ἰωσὴφ τὸ περισσότερο χρονικὸ διάστημα μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέροντός του ἔζησε στὴν Νέα Σκήτη καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1987, ἐνῶ εἶχε αὐξηθεῖ ἀρκετὰ ἡ συνοδεία του, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου καὶ τὴν ἔγκριση καὶ εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεταβαίνει στὴν Μονὴ γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν διοίκησή της. Στὶς 29 Ἀπριλίου τοῦ 1990 γίνεται ἡ κοινοβιοποίηση τῆς Μονῆς καὶ ἡ ἐκλογὴ καὶ ἐνθρόνιση τοῦ πρώτου ἡγουμένου τοῦ κοινοβίου, ἀρχιμανδρίτου Ἐφραίμ. Ὁ γέροντας Ἰωσὴφ ἦταν καὶ παρέμεινε ὁ πνευματικὸς πατέρας τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου μέχρι καὶ τὴν κοίμησή του, τὴν 1η Ἰουλίου 2009. Ἐτάφη στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς βορειοανατολικὰ τοῦ καθολικοῦ. Μὲ τὰ δεκαέξι βιβλία ποὺ συνέγραψε, καταγράφει καὶ ἑρμηνεύει θέματα «πράξεως καὶ θεωρίας» τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς, κατευθύνει μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἐμπνέει στὸν «καλὸν ἀγῶνα». Ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο ὡς «θεοειδὲς ὄν» καὶ ἰδιαίτερα τονίζει τὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας καὶ φιλευσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέχεται τὸν μετανοοῦντα καὶ ἐπιστρέφοντα ἁμαρτωλό.