Διονύσιος Βατοπαιδινὸς ὁ ἀόμματος, Ἀρχιμανδρίτης (1790-1862)
Ὁ Διονύσιος γεννήθηκε περὶ τὸ 1790 στὴν Αἶνο. Ἄνθρωπος εὐφυὴς καὶ δραστήριος χρημάτισε ἐπίτροπος τῆς Μονῆς καθ᾿ ὅλα τὰ ἔτη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, (1821-1828). Τὸ 1821 οἱ βατοπαιδινοὶ πατέρες, στὴν προσπάθειά τους νὰ καταστείλουν τὸ μένος καὶ τὴν ὀργὴ τῶν Ἀγαρηνῶν κατὰ τῆς Μονῆς, μὲ προτροπὴ τοῦ Διονυσίου παρέδωσαν μέρος τῶν θησαυρῶν της, ὑποσχεθέντος τοῦ Διονυσίου ὅτι θὰ τὰ ἀναπληρώσει. Μετὰ τὴν Ἐπανάσταση ἀπεστάλη νὰ ἀνεύρει τὴν Ἁγία Ζώνη, ἡ ὁποία εἶχε χαθεῖ στὴν Κρήτη τὸ 1821. Μετὰ τὴν ἀνεύρεσή της στὴν Σαντορίνη καὶ τὴν ἐπαναφορά της στὴν Μονή, ἀπεστάλη τὸ 1833 στὸ Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας ὡς διοικητὴς τῶν βατοπαιδινῶν κτημάτων καὶ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γκόλια. Τὸ 1844 ἐπανῆλθε στὴν Μονή, μὲ πρόβλημα στὴν ὅρασή του, καὶ παρέδωσε, ἔναντι τῶν παραδοθέντων στοὺς Τούρκους τὸ 1821, πολύτιμα ἱερὰ σκεύη βάρους 53 ὀκάδων καὶ 141 δραμίων καὶ πολλὰ ἄμφια, πολύτιμα ὑφάσματα καὶ εἰκόνες. Ἄν καὶ ἀόμματος ὁ ἀρχιμανδρίτης Διονύσιος, στηριζόμενος στὴν νοημοσύνη, τὴν ἱκανότητά του καὶ στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δέχθηκε καὶ πάλι νὰ μεταβεῖ στὸ Ἰάσιο καὶ νὰ διευθύνει τὴν Μονὴ τῆς Γκόλια μέχρι τὸ 1862, ἔτος τοῦ θανάτου του.