Σάβας τοῦ Χιλανδαρίου, Ἅγιος (†1236)
Ὁ ἅγιος Σάββας, κατὰ κόσμον Ράστκο, γεννήθηκε τὸ 1169 καὶ ἦταν τέκνο τοῦ Στεφάνου Νεμάνια, μεγάλου ζουπάνου τῶν Σέρβων. Σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν βασιλικὴ οἰκογένειά του καὶ ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς στὴν παλαιὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, μετονομασθεὶς σὲ Σάββα. Λίγους μῆνες μετὰ ἐπισκέφθηκε τὴν ἑορτάζουσα Μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου ὅπου καὶ ἐγκαταστάθηκε γιὰ τὰ ἑπόμενα δώδεκα χρόνια. Πρόσφερε πλούσιες δωρεὲς στὴν Μονὴ καὶ βελτίωσε τὴν οἰκοδομικὴ κατάστασή της. Παράλληλα ἀποκατέστησε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ὁ ὁποῖος παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο του καὶ ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα, τὸ 1196, μετονομασθεὶς σὲ Συμεὼν. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, μὲ πρόσκληση τοῦ Σάββα, ἦλθε καὶ ὁ Συμεὼν στὸ Βατοπαίδι, ὅπου ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες τιμές. Οἱ δύο Σέρβοι ἄρχοντες συνέχισαν τὶς εὐεργεσίες τους πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πρὸς τὸ Βατοπαίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζήτησαν καὶ ἔλαβαν τὸ ἐρειπωμένο μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου, ὅπου βρισκόταν ὁ βατοπαιδινὸς μελισσώνας. Ἀνεστήλωσαν τὸ μοναστήρι, διατηρώντας τὸ ἀρχαῖο ὄνομά του καὶ ἡ κυριότητα ἐπικυρώθηκε μὲ χρυσόβουλλο τοῦ 1198. Ἔκτοτε οἱ Μονὲς Βατοπαιδίου καὶ Χιλανδαρίου θεωροῦνται ἀδελφὲς Μονές. Τὸ 1199 ἀπεβίωσε ὁ Συμεὼν καὶ ἐτάφη στὸ καθολικὸ τοῦ Χιλανδαρίου. Ὁ Σάββας συνέχισε δυναμικὰ τὴν προσπάθειά του γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, μὲ κέντρο δράσεως τὸ Χιλανδάρι. Τὸ 1219 χειροτονήθηκε ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας στὴν Νίκαια, παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδώρου Α´ Λασκάρεως. Στὶς 14-1-1236 ἀνεπαύθη στὸ Τύρνοβο τῆς Βουλγαρίας.