Δωρόθεος Εὐελπίδης, Μητροπολίτης Κορυτσᾶς
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Ρύσιο τῆς Βιθυνίας τῆς ἐπαρχίας Χαλκηδόνος. Σπούδασε στὴν Ἀθωνιάδα, Ριζάρειο Σχολὴ καὶ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης. Τὸ 1851 κείρεται μοναχὸς καὶ διορίζεται ἀρχιγραμματέας τῆς Μονῆς. Τὸ 1855 διορίζεται καθηγητὴς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ἐνῶ πιὸ πρὶν διετέλεσε καθηγητὴς καὶ σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς. Τὸ 1857 χειροτονεῖται ἀρχιμανδρίτης καὶ διορίζεται ἔξαρχος τῆς Μονῆς στὰ μετόχια Βεσσαραβίας. Τὸ 1871 διορίζεται διευθυντὴς τῆς Ἐμπορικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης. Τὸ 1874 διορίζεται μέγας πρωτοσύγκελλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐνῶ τὸ 1879 ἐκλέγεται μητροπολίτης Κορυτσᾶς καὶ Σελασφόρου. Στὶς 8 Μαΐου, περιοδεύοντας τὴν ἐπαρχία του, παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἀώου ποταμοῦ καὶ πνίγηκε σὲ ἡλικία 50 ἐτῶν. Ἔγραψε καὶ ἐξέδωσε σχόλια στὸν περὶ ἱερωσύνης λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καθὼς καὶ τὴν βιογραφία τοῦ ἁγίου. Σώζεται στὸ σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου ἡ ἀρτοκλασία μὲ τὸ ὄνομά του, δῶρο πρὸς τὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, καὶ πλῆθος ἐπιστολῶν του στὸ ἀρχεῖο τῆς Μονῆς.