Project Description
Άνδρες αδελφοί, πτωχοί όπως και εγώ, διότι είμεθα όλοι πτωχοί και έχομεν ανάγκην της θείας χάριτος, έστω και αν φαίνεται ότι ο ένας υπερέχει από τον άλλον, όταν μετρούμε τα πράγματα με τα ιδικά μας μικρά μέτρα, δεχθήτε τον λόγον μου περί φιλοπτωχίας όχι με αδιαφορίαν αλλά με καλήν διάθεσιν, δια να γίνετε πλούσιοι με την απόκτησιν της βασιλείας. Προσευχηθήτε δε μαζί μας ώστε και εμείς να σας δώσωμεν τον λόγον πλουσιοπάροχα και να θρέψωμεν με αυτόν τας ψυχάς σας και να μοιράσωμεν εις εκείνους οι οποίοι πεινούν τον πνευματικόν άρτον, είτε κάνοντες να πέση τροφή από τον ουρανόν, όπως έκανεν ο Μωϋσής εκείνος πάλαι ποτέ1, και μοιράζοντες άρτον αγγέλων2, είτε τρέφοντες με ολίγους άρτους μέχρι κορεσμου χιλιάδας ανθρώπων εις τήν έρημον3, όπως έκαμεν αργότερα ο Ιησούς, ο πραγματικός άρτος και η αιτία της αληθινής ζωής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου εύκολον να εύρη κανείς την υψηλοτέραν από όλας τας αρετάς και να της αποδώση την πρώτην θέσιν και την τιμήν διά την νίκην, όπως δεν είναι επίσης εύκολον να εύρη κανείς το πιο ωραίον και αρωματικόν άνθος μέσα εις λιβάδι το οποίον είναι γεμάτον από άνθη κι ευωδιάζει, επειδή πότε το ένα και πότε το άλλο από τα άνθη σύρει προς το μέρος του την όσφρησιν και την όρασιν και την πείθει να το κόψη πρώτον.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσκοπος Ναζιανζού
Γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κωμόπολη της Καππαδοκίας, από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Ναζιανζού και την αγία Νόννα. Στη Ναζιανζό λαμβάνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ τη μέση στη Καισάρεια, όπου γνωρίζεται με το συμμαθητή του και μετέπειτα στενό φίλο και συναγωνιστή Μέγα Βασίλειο. Έπειτα, πηγαίνει κοντά σε περίφημους διδασκάλους της ρητορικής στη Παλαιστίνη και στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα. Μετά την Αθήνα, ο άγιος επιστρέφει στη πατρίδα του και παρ΄όλο του πρόσφεραν έδρα καθηγητή, ο πατέρας του τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Ωστόσο ο άγιος προτιμά την ησυχία του αναχωρητηρίου της οικογένειας του Μεγάλου Βασιλείου στον Πόντο για περισσότερη άσκηση στη πνευματική ζωή. Μετά όμως από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην πατρίδα του και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Στα 43 του χρόνια γίνεται επίσκοπος στην περιοχή των Σασίμων, την οποία ποτέ δεν ποίμανε λόγω των Αρειανών κατοίκων της. Μετά τον θάνατο της οικογένειάς του, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη το 378, όπου υπερασπίζεται την Ορθοδοξία και χτυπά καίρια τους Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει την Κωνσταντινούπολη. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ήταν στα χέρια των αιρετικών, όμως ο άγιος δεν απελπίστηκε. Μετατρέπει ένα δωμάτιο στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν σε ναό και τον ονομάζει συμβολικά Αγία Αναστασία, δείγμα ότι πίστευε στην ανάσταση της Ορθόδοξης Πίστης. Οι αιρετικοί, ανεβασμένοι πάνω στις σκεπές των γειτονικών σπιτιών, του πετούν πέτρες και άγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στο ναό της Αγίας Αναστασίας εκφωνεί τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους που του έδωσαν δίκαια τον τίτλο του Θεολόγου. Μετά το σκληρό αυτό αγώνα, ο Μέγας Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως το 381 και στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο είναι ο προεδρεύων. Μια μερίδα επισκόπων όμως τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο και τότε ο άγιος απηυδησμένος δηλώνει την παραίτησή του και αναχωρεί για τη γενέτειρά του Αριανζό όπου τελειώνει με ειρήνη τη ζωή του, το 390. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φιλοσοφημένα 408 ποιήματά του 18.000 περίπου στίχων. Είναι από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και από τους λαμπρότερους αθλητές της ορθόδοξης πίστης.
Ο λόγος Περί φιλοπτωχίας του αγίου εκφωνήθηκε πιθανώς στην Καισάρεια, κατά τη δεκαετία μετά τον καταστροφικό λιμό του 369 μ.Χ. που έπληξε την Καππαδοκία. Αποτελεί μέρος της κοινής προσπάθειας των τριών Καππαδοκών Πατέρων, (του Βασιλείου του Μεγάλου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης) να ευαισθητοποιήσουν το ποίμνιό τους, ώστε να συνεισφέρουν έμπρακτα για την αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων της εποχής τους: την πείνα, τους ασθενείς, τους ενδέεις, τις χήρες και τα ορφανά.
Ιδιαίτερα ο λόγος Περί Φιλοπτωχίας του αγίου Γρηγορίου εστιάζει στο μείζον, για την εποχή εκείνη, πρόβλημα των λεπρών. Γράφει ο άγιος: “Εμπρός εις τους οφθαλμούς μας ευρίσκεται θέαμα φοβερόν και αξιολύπητον, το οποίον φαίνεται απίστευτον εις όλους, εκτός από εκείνους οι οποίοι το γνωρίζουν: Άνθρωποι νεκροί, ενώ είναι ζωντανοί, ανάπηροι κατά τα περισσότερα μέλη του σώματος. Άνθρωποι οι οποίοι δεν φαίνεται ούτε τι ήσαν ούτε παρ’ ολίγον ακόμη και τι είναι τώρα, ή, καλύτερα, φρικτά υπολείμματα ανθρώπων, οι οποίοι ωσάν χαρακτηριστικά των γνωρίσματα αναφέρουν τους πατέρας, τας μητέρας, τους αδελφούς και τους τόπους καταγωγής των. Εγώ είμαι του τάδε, λέγουν, και η τάδε είναι μητέρα μου, και αυτό είναι το όνομά μου, και συ ήσουν κάποτε φίλος και γνωστός μου. Και αυτό το κάνουν επειδή δεν έχουν τα παλαιά χαρακτηριστικά δια να τους αναγνωρίσουν. Άνθρωποι ακρωτηριασμένοι, αποστερημένοι από κάθε τι, από συγγενείς, από φίλους και από τα ίδια τα σώματά των. Άνθρωποι κατάμονοι, οι οποίοι λυπούνται και ταυτοχρόνως μισούν τους εαυτούς των. Άνθρωποι οι οποίοι δεν ξέρουν δια τι θα πρέπει να λυπηθούν περισσότερον. δια τα μέλη του σώματος τα οποία έχουν χάσει, ή δι’ εκείνα τα οποία έχουν απομείνει, δι’ όσα έχει καταφάει η ασθένεια, η δι’ όσα υπολείπονται ακόμη να φάγη. Διότι είναι φοβερόν το ότι έχουν χαθή τα πρώτα, αλλά ακόμη φοβερώτερον είναι το ότι διασώζοντται τα δεύτερα. Εκείνα μεν έχουν χαθη προτού επέλθη ο θάνατος, ενώ αυτά δεν υπάρχει εκείνος ο οποίος θα τα παραδώση να ταφούν. Διότι και ο πιο αγαθός και φιλάνθρωπος μένει εντελώς ασυγκίνητος. Και μόνον εις την περίπτωσιν αυτήν μας διαφεύγει ότι είμεθα σαρκικοί και είμεθα περιβεβλημένοι με το σώμα της ταπεινώσεως. Και αποφεύγομεν τόσον πολύ να βοηθήσωμεν το όμοιον με ημάς σώμα, ώστε φθάνομεν εις το σημείον να πιστεύωμεν ότι η πράξις μας αυτή είναι αναγκαία δια την προστασίαν των σωμάτων μας. Και ημπορεί μεν να πλησιάση κανείς το πτώμα κάποιου ο οποίος έχει αποθάνει προ πολλού, έστω και αν ακόμη αποδίδη φοβεράν δυσοσμίαν, και να υποφέρη τα βρωμισμένα πτώματα των αλόγων ζώων, και να ανεχθή φοβεράν δυσωδίαν. Από αυτούς όμως απομακρυνόμεθα με όλας μας τας δυνάμεις (ω, τι φοβερά απανθρωπία!), επειδή δεν ανεχόμεθα ούτε κατ’ ελάχιστον να αναπνέωμεν τον ίδιον αέρα με αυτούς.“
“Ποιος ενδιαφέρεται πιο πολύ από τον πατέρα και ποιος νιώθει μεγαλυτέραν αγάπην από την μητέρα; Αλλά εις την περίπτωσιν των ανθρώπων αυτών και η ιδία η φύσις χάνει την δύναμίν της. Και ο πατέρας το παιδί του, το οποίον εγέννησε και ανέθρεψε και επίστευσεν ότι αποτελεί τον οφθαλμόν της ζωής του, και δια το οποίον πολλές φορές και δια πολλά πράγματα προσηυχήθη προς τον Θεόν, το λυπάται μεν και θρηνεί δι’ αυτό, αλλά και το διώχνει μακρυά του, εν μέρει με την θέλησίν του και εν μέρει παρά την θέλησίν του. Και η μητέρα αναθυμάται μεν τους πόνους του τοκετού και σχίζονται τα σπλάχνα της, και το φωνάζει πάλιν κοντά της με σπαραγμόν, και ξεσπά εις θρήνους, κλαίουσα τον ζωντανόν ωσάν να ήτο νεκρός. «Παιδί μου, λέγει, δυστυχισμένον και από ταλαίπωρον μητέρα που σε εμοιράσθη μαζί μου η αρρώστια. Παιδί μου ταλαίπωρον, που δεν γνωρίζεσαι, παιδί μου, που σε ανέθρεψα εις τους γκρεμούς και εις τα όρη και εις τας ερημίας. Θα κατοικήσης μαζί με τα θηρία, και θα έχης ως στέγην σου τους βράχους, και θα σε βλέπουν μόνον οι πιο ευσεβείς από τους ανθρώπους». Και εις αυτά προσθέτει τους θλιβερούς εκείνους λόγους του Ιώβ: Διατί επλάσθης εις την κοιλίαν της μητέρας σου και δεν απέθανες αμέσεως, δια να συμπέση με την γέννησιν ο θάνατος; Διατί δε δεν απέθανες προώρως, προτού δοκιμάσης τα δεινά του βίου; Διατί να σε καθήσουν και να σε χορέψουν επάνω εις τα γόνατα; Διατί να θηλάσης από μαστούς, ενώ επρόκειτο να ζήσης μίαν ζωήν ελεεινήν και χειροτέραν από τον θάνατον; Και λέγει αυτά τα πράγματα και χύνει ποταμούς δακρύων. Και θέλει μεν η δυστυχισμένη να αγκαλιάση το παιδί, αλλά φοβάται το σώμα του ωσάν κάτι εχθρικόν.“
Στη συλλογή της Αθωνικής Ψηφιακής Κιβωτού, ο Λόγος “Περί Φιλοπτωχίας” του αγίου Γρηγορίου σώζεται σε πέντε χειρόγραφα.
Σε χαρτώο κώδικα (χφ. 0739) της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου του 1799, ο οποίος περιλαμβάνει έργα του αγίου Γρηγορίου καθώς και τον βίο του, γραμμένο από τον Γρηγόριο τον Πρεσβύτερο.
Σε περγαμηνό κώδικα του 13ου αιώνος (χφ. 0062) της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, στον οποίο περιλαμβάνονται δεκαέξι συνολικά λόγοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Σε περγαμηνό κώδικα του 13ου αιώνος (χφ. 0063) επίσης της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, ο οποίος περιλαμβάνει δεκαέξι λόγους του αγίου.
Σε κώδικα του 14ου αιώνος (χφ. 0064) της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, στον οποίο περιλαμβάνονται συνολικά 16 λόγοι του αγίου Γρηγορίου.
Σε χαρτώο κώδικα, τέλος, του 16ου αιώνος (χφ. 006) της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, στον οποίο περιλαμβάνονται Πατερικές ομιλίες του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Ανδρέου Κρήτης, του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού κ.α.
Πιο επίκαιρος από ποτέ, ο λόγος του αγίου Γρηγορίου υπενθυμίζει το χρέος μας απέναντι στο συνάνθρωπο: “Αυτοί λοιπόν υφίστανται αυτά τα πράγματα και πολύ χειρότερα από αυτά που είπα, οι αδελφοί μας ενώπιον του Θεού και αν δεν το θέλετε έτσι, αυτοί που έχουν λάβει την ιδίαν με μας φύσιν, αυτοί που έχουν πλασθή από τον ίδιον πηλόν, από τον οποίον εγίναμεν αρχικά, αυτοί που έχουν συναρμοσθή με νεύρα και οστά όμοια με τα ιδικά μας, που είναι ενδεδυμένοι με κρέας και δέρμα όμοια με όλους, όπως λέγει κάπου ο μακάριος Ιώβ φιλοσοφών μέσα από τα βάσανά του, και αποδεικνύων καταγέλαστον αυτό που παρατηρείται εις ημάς. Η, καλύτερα, αν θα πρέπει να αναφέρω το μεγαλύτερον, αυτοί που και έχουν λάβει μαζί με ημάς το «κατ’ εικόνα» και που ίσως το διατηρούν καλύτερα από ημάς, έστω και αν έχουν καταστραφή τα σώματά των. αυτοί που είναι ενδεδυμένοι το ίδιο Χριστόν εις τον εσωτερικόν των άνθρωπον και που τους έχει παραδοθή ο ίδιος με ημάς αρραβώνας του Πνεύματος. αυτοί που έχουν λάβει τους ιδίους με ημάς νόμους, τα ίδια ρητά, τας ιδίας διαθήκας, τας ιδίας συγκεντρώσεις, τα ίδια μυστήρια και τας ιδίας ελπίδας. προς χάριν των οποίων απέθανεν επίσης ο Χριστός, ο οποίος σηκώνει επάνω του την αμαρτίαν του κόσμου. αυτοί που θα κληρονομήσουν μαζί μας την άνω ζωήν, έστω και αν έχουν χάσει ως επί το πλείστον αυτήν εδώ. αυτοί που θάπτονται μαζί με τον Χριστόν και ανασταίνονται μαζί του, εάν βεβαίως συμπάσχουν δια να δοξασθούν μαζί του”.