Project Description

Ἡ ζωή ἐν τάφῳ,
κατετέθης Χριστέ,
και Ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.

Ἡ ζωή πῶς θνῄσκεις;
πῶς και τάφῳ οἰκεῖς;
τοῦ θανάτου το βασίλειον λύεις δέ,
και τοῦ ᾅδου τους νεκρους ἐξανιστᾶς.

Μεγάλη Παρασκευή, η κορύφωση του Θείου Δράματος. Είναι η ημέρα των Παθών του Ιησού.

Ο Χριστός, μετά την σύλληψη Του στο Όρος των Ελαιών, δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αρχιερείς. Δίκη τυπική, καθώς η ετυμηγορία είχε αποφασιστεί πριν τη σύλληψη: οι Αρχιερείς ήθελαν τον θάνατο Του. Ο Ιησούς σύρεται ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου, ενώ το πλήθος με παρότρυνση των Αρχιερέων ζητεί την Σταύρωση Του. Υπήρχε το έθιμο, την ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα, οι Ρωμαίοι να απελευθερώνουν έναν κατάδικο Εβραίο. Ο Πιλάτος θέλοντας να μην έχει την ευθύνη της σταύρωσης του Χριστού, ζήτησε από το πλήθος να διαλέξει ανάμεσα στον Θεάνθρωπο και στον Βαραββά, ένα στασιαστή και φονιά, ποιος θα ήταν αυτός που θα απελευθερωνόταν. Το πλήθος, δια βοής, επέλεξε να αφεθεί ελεύθερος ο Βαραββάς. Αμέσως μετά, και με την εντολή πλέον του Πιλάτου, ο Χριστός οδηγείται στην εσωτερική αυλή του Πραιτωρίου. Εκεί οι στρατιώτες του φορούν μια πορφύρα και ένα αγκάθινο στεφάνι. Χλευαστικά αποκαλώντας τον «Βασιλιά των Ιουδαίων», τον χτυπούν και τον φτύνουν. Η ώρα της Σταύρωσης έχει πλησιάσει.

Εκεί στο Γολγοθά σταύρωσαν τον Κύριο και τους δυο ληστές, έναν στα δεξιά του κι έναν στ’ αριστερά του. Πάνω στο σταυρό του Κυρίου ο Πιλάτος έδωσε εντολή να γράψουν: «Ιησούς Ναζωραίος, βασιλιάς των Ιουδαίων»

Ο Ιησούς πάνω από το σταυρό είπε: «Πατέρα μου, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν». Οι στρατιώτες που σταύρωσαν το Χριστό έπαιξαν στα ζάρια τα ρούχα του.

Ένας από τους σταυρωμένους κακούργους βλασφημούσε το Χριστό κι έλεγε: «Εάν είσαι ο Μεσσίας, σώσε τον εαυτό σου κι εμάς». Ο άλλος όμως ληστής στράφηκε και του είπε επιτιμητικά: «Ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι; Εμείς τιμωρούμαστε δίκαια για όσα φοβερά κάναμε. Αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό». Κι ύστερα γύρισε προς τον Κύριο και του είπε: «Θυμήσου με , Κύριε, στη Βασιλεία σου». Ο Ιησούς του απάντησε: «Σε βεβαιώνω πως σήμερα κιόλας θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο».

Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τας τρεις το απόγευμα έγινε σκοτάδι εις όλην την γην. Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων· “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;” Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού (επειδή δεν εγνώριζαν την Αραμαϊκήν γλώσσαν) έλεγαν, ότι αυτός επικαλείτε τον Ηλίαν. Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε. Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα. Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν· Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζή του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν· “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”!

Κατά Ματθαίον 27: 45-54

Αργά δε το απόγευμα ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαίαν, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιησούν. Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τοτε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθή. Και λαβών ο Ιωσήφ το σώμα το ετύλιξε εις σινδόνι καινούριο και καθαρό και το έθεσε στο καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει στον βράχον. 

Κατά Ματθαίον 27: 57-60