Project Description

Ο Μυστικός Δείπνος.

Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;»
Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε στην πόλη προς τον δείνα και πείτε του: Ο δάσκαλος λέει: Ο καιρός μου είναι κοντά. σ’ εσένα θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου».

Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα.
Και όταν βράδιασε, καθόταν, για να φάει μαζί με τους δώδεκα.

Κατά Ματθαίον 26: 17-20

Αρτοφόριο, 19ος αι. Ιερά Μονή Παντοκράτορος.

Το Θείο Δράμα φτάνει στην κορύφωσή του. Ο Ιησούς παραθέτει στην Ιερουσαλήμ το Μυστικό Δείπνο στους μαθητές του και ο Ιούδας τον προδίδει.

Το νόημα του Μυστικού Δείπνου είναι οι δύο όψεις της αγάπης: η χαρά και η λύπη, το φως και το σκοτάδι. Η αγάπη του Χριστού προς τους μαθητές του και τον άνθρωπο φέρνει τη λύτρωση. Η αγάπη, όμως, του Ιούδα προς τα τριάκοντα αργύρια είναι καταστροφική και οδηγεί από το φως στο σκοτάδι.

Οι διαμετρικά αντίθετες εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής μπορούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο από τη σωτηρία στο θάνατο, από το φως στο σκοτάδι και το αντίθετο, ανάλογα με τις επιλογές του. Αυτό είναι το μήνυμα του Μυστικού Δείπνου. 

Ενώ λοιπόν αυτοί έτρωγαν, έλαβε ο Ιησούς άρτο και ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και, αφού τον έδωσε στους μαθητές, είπε: «Λάβετε, φάτε, τούτο είναι το σώμα μου».
Και αφού έλαβε ποτήρι και ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε λέγοντας: «Πιείτε όλοι από αυτό,
γιατί τούτο είναι το αίμα μου της διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών.
Και σας λέω: Δε θα πιω από τώρα από τούτο το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω μαζί σας καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Πατέρα μου». Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών.

Κατά Ματθαίον, 26: 26-30

λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι το σῶμά μου· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι το αἷμά μου το τῆς καινῆς διαθήκης το περι πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

Αυτοί είναι οι ιδρυτικοί λόγοι του φοβερού Μυστηρίου. Η θεία Λειτουργία αποτελεί συνέχεια του Μυστικού Δείπνου. Με το Λάβετε φάγετε και Πίετε εξ αυτού πάντες ο Κύριος δίδαξε ότι η ανάμνησή Του δεν είναι μία απλή σκέψη, αλλά μία πράξη: η τέλεση του Μυστηρίου του Δείπνου Του. Είναι πραγματική θυσία, πατρική προσφορά και όχι τελετή καλλιτεχνική. Αυτή τη στιγμή είναι ο ίδιος ο Χριστός που μας προτρέπει στη μετοχή της αιωνίου ζωής. Με τα λόγια αυτά, δηλώνεται η αλήθεια ότι η θεία Ευχαριστία τελείται με κέντρο τον Κύριο «εἰς άφεσιν των αμαρτιών».

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στην ομιλία του Στην Αγία και Μεγάλη Πέμπτη γράφει:

Πρέπει να πιστέψετε ότι και τώρα, όταν τελούμε τη θεία Λειτουργία και κοινωνούμε, είναι εκείνο το δείπνο, ο Μυστικός Δείπνος, κατά τον οποίο ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς παρίστατο. Τίποτε μάλιστα δεν κάνει το σημερινό δείπνο υποδεέστερο εκείνου. Ούτε να σκεφτούμε ότι τάχα αυτό, το δικό μας σημερινό, το ετοιμάζει άνθρωπος, εκείνο δε ο Κύριος. Αλλά και εκείνο και αυτό ο ίδιος, ο Κύριος τα προσφέρει.

Όταν λοιπόν δεις να σου προσφέρονται τα ιερά και τίμια δώρα, μη θεωρείσεις ότι αυτό το κάνει ο ιερέας, αλλά να βλέπεις, ότι του Θεού είναι το χέρι που προτείνεται…
Διότι εκείνος που έδωσε το μεγαλύτερο, δηλαδή που παρέδωσε τον εαυτό του για τη σωτηρία των ανθρώπων, πολύ περισσότερο δε θα απαξιώσει να σου μεταδώσει το Σώμα Του.

Ας ακούσουμε λοιπόν και ιερείς και πλήρωμα της Εκκλησίας, ποιά μεγάλη δωρεά αξιωθήκαμε. Να ακούσουμε και να τρομάξουμε. Μας έδωσε ο Κύριος να χορτάσουμε με τις αγίες σάρκες του, τον ίδιο τον εαυτό του μας έδωσε θυσιασμένο. Ποια θα είναι η απολογία μας, εάν, ενώ με τέτοια αγία τροφή τρεφόμαστε, σε τόσα πολλά και μεγάλα αμαρτάνουμε; Όταν, ενώ εσθίουμε (κοινωνούμε δηλαδή) Αμνό, γινόμαστε λύκοι; Όταν ενώ ενωνόμαστε με πρόβατο, και τους λέοντες ακόμη ξεπερνούμε;

Η προσευχή στον κήπο της Γεσθημανή.

Ο Ιησούς και οι μαθητές του κατευθύνονται ανατολικά, προς έναν κήπο με το όνομα Γεθσημανή. Όταν φτάνουν εκεί, μέσα στα ελαιόδεντρα, ο Ιησούς αφήνει πίσω οχτώ αποστόλους. «Καθίστε εδώ, τους λέει, ενόσω εγώ θα είμαι εκεί και θα προσεύχομαι». Ο Ιησούς παίρνει μαζί του τρεις αποστόλους​—τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη—​και προχωρεί πιο μέσα στον κήπο. 

Ο Ιησούς απομακρύνεται λίγο, πέφτει στο έδαφος και προσεύχεται λέγοντας τα εξής: «Πατέρα, τα πάντα είναι δυνατά για εσένα· απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. Όχι όμως αυτό που θέλω εγώ, αλλά αυτό που θέλεις εσύ». 

Αφού ο Ιησούς προσεύχεται αρκετή ώρα, επιστρέφει και βρίσκει τους τρεις αποστόλους να κοιμούνται. Λέει στον Πέτρο: «Δεν μπορούσατε ούτε μία ώρα να είστε σε εγρήγορση μαζί μου; Να είστε σε εγρήγορση και να προσεύχεστε, για να μην μπείτε σε πειρασμό». Ο Ιησούς καταλαβαίνει ότι και οι απόστολοι βρίσκονται υπό μεγάλη πίεση και ότι η ώρα είναι περασμένη. Γι’ αυτό προσθέτει: «Το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα αδύναμη».​

Κατόπιν ο Ιησούς πηγαίνει πιο πέρα για δεύτερη φορά και ζητάει από τον Θεό να απομακρύνει από εκείνον «αυτό το ποτήρι».

Όταν ο Ιησούς επιστρέφει στους αποστόλους του τρίτη φορά, τους βρίσκει και πάλι να κοιμούνται. «Στιγμές σαν και αυτές εσείς κοιμάστε και αναπαύεστε!» τους λέει. «Δείτε! Έχει πλησιάσει η ώρα να παραδοθεί με προδοσία ο Γιος του ανθρώπου στα χέρια αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πάμε. Να! Ο προδότης μου έχει πλησιάσει».

Κατά Ματθαίον 26: 31-46.

Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού

Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ιδού, ήρθε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος πολύς με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων του λαού. Εκείνος μάλιστα που θα τον παράδινε τους έδωσε σημείο λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι, κρατήστε τον».
Και αμέσως πλησίασε τον Ιησού και είπε: «Χαίρε, ραβί», και τον καταφίλησε. Ο Ιησούς τότε του είπε: «Σύντροφε, γι’ αυτό παρευρίσκεσαι;» Τότε πλησίασαν και έβαλαν τα χέρια πάνω στον Ιησού και τον συνέλαβαν.

Κατά Ματθαίον 26: 47-50

Στον  Λόγο στην προδοσία του Ιούδα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναρωτιέται:

Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει ή να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα όρμησε, δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητές, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόνταν μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητές, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδυ τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.

Και συνεχίζει:

Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε ευθύς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πώς δεν αποκριθήκαν λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε φανερά την αδυναμία τους; Κοίταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πώς έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία ή με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε.