Ο βίος
Εμπλουτισμένο κείμενο
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο χρόνος είναι παμφάγος και αμείλικτος. Ποτέ δεν βιάζεται. Ποτέ δεν πιέζεται να προχωρήσει. Ποτέ και για κανέναν δεν καθυστερεί. Γελάει με τα σχέδια των ανθρώπων. Ακούει με βλέμμα περιπαικτικό τα όνειρα κάθε γενιάς να κερδίσουν την αθανασία. Όλα τα γιατρεύει κι όλα τα φθείρει. Στα σπλάχνα του γεννιούνται τα μεγαλύτερα αριστουργήματα και στα ίδια σπλάχνα του χωνεύονται και εξαφανίζονται τα θριαμβευτικότερα επιτεύγματα. Νίκες που έμοιαζαν να μείνουν αξέχαστες, ονόματα που λατρεύτηκαν σαν Θεοί, κτίρια που άφησαν άφωνα τον λαό, λέξεις που άλλαξαν τις ζωές των ανθρώπων, όλα, όλα, αργά ή γρήγορα, γίνονται ανάμνηση που, χρόνο με τον χρόνο, φθίνει και νέος χώρος ανοίγεται για καινούργια έργα ματαιότητας.
Κι όμως, ο άρχοντας χρόνος νικιέται κι αυτός. Και μάλιστα από κάποιους που τους είχε για εύκολους αντιπάλους. Από κάποιους, που τον περιφρόνησαν, που δεν τον ικέτεψαν, που δεν τον πολέμησαν, που πριν τους ακυρώσει με τον θάνατο, ακύρωσαν οι ίδιοι τον εαυτό τους με θάνατο εκούσιο, θάνατο της ματαιότητας που κουβαλά η ανθρώπινη ματαιοδοξία, θάνατο της πλεονεξίας, της εγωπάθειας και της φιλαρχίας. Είναι εκείνοι που ξέφυγαν από τη φθορά του, γιατί εμπιστεύτηκαν τον Άχρονο και αναζήτησαν την αιωνιότητα. Είναι εκείνοι που γίνανε φωνή και χέρι του Θεού, γι’ αυτό τα λόγια και οι πράξεις τους γίνανε βάλσαμο κι αλάτι για τους ανθρώπους.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν διάφορα χαρακτηριστικά, σε κάποια όμως μοιάζουν. Το πρώτο είναι η προτίμησή τους στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Η δεύτερη είναι η ταπεινοφροσύνη τους, η συνειδητή τους αφάνεια, η περιφρόνηση της πικρής δόξας των ανθρώπων. Και το τρίτο είναι η βαθιά τους πίστη, πως το νόημα της ζωής και της ιστορίας είναι έξω από τα όρια του κόσμου τούτου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν νοιάστηκαν και πολύ όταν πέθαναν. Το εαυτό τους τον είχαν ήδη πεθαμένο, γιατί τον είχανε ταγμένο σε αποστολή. Όταν ο δρόμος τερματίστηκε, με αξιοπρέπεια στάθηκαν μπροστά στον Μεγάλο Αθλοθέτη και έδωσαν την αναφορά τους:
«τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής» (Β΄Τιμ., 7-8).
Με τους ανθρώπους αυτούς συμβαίνει κάτι περίεργο: Όσο περισσότερο θέλουν να ξεχνιούνται, όσο περισσότερο θέλουν να μένουν αφανείς, τόσο ο κόσμος τους θυμάται, τόσο η ιστορία αναγνωρίζει την αξία τους. όσο με σεμνότητα, αξιοπρέπεια και ήθος αποτραβιούνται στο παρασκήνιο, τόσο η ιστορία τους βγάζει από τη σκιά και τους φέρνει στο προσκήνιο
Τέτοιος άνθρωπος υπήρξε -και υπάρχει- ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο Βατοπαιδινός μοναχός, ο σοφός της Αναγέννησης, ο συγγραφέας και νηπτικός Πατέρας, ο ανιδιοτελής φωτιστής ενός ολοκλήρου λαού, ο παραδοσιακός και πρωτοπόρος, η ζωντανή απόδειξη της μυστικής ζωής της Εκκλησίας και των πλούσιων πηγών του Ελληνικού πολιτισμού.
Έζησε στο γύρισμα από τον 15ο στον 16ο αιώνα, κυρίως στη Ρωσία. Οι εξουσίες του κόσμου τούτου, πολιτική και εκκλησιαστική, δοκίμασαν να εξαφανίσουν, όχι μόνον αυτόν, αλλά και κάθε μνήμη του για τις επόμενες γενιές. Τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του εξαφανίστηκε από προσώπου γης, παραμένοντας έγκλειστος σε φυλακές ανήλιαγες, απομονωμένος από κάθε επικοινωνία. Κι ενώ θα περίμενε κανείς πως ο χρόνος, που νίκησε ενδόξους και επωνύμους, σοφούς και ηγεμόνες, με ευκολία θα εξαφάνιζε έναν έγκλειστο μοναχό, η μνήμη του παρέμενε ζωντανή για 400 σχεδόν χρόνια και έφτασε μόλις στα μέσα του εικοστού αιώνα[1] να αναδειχθεί ως μία απ΄ τις σημαντικότερες μορφες της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, ένας εκ των επιφανέστερων νηπτικών Πατέρων, ένας εκ των λαμπρότερων μαρτύρων της Ορθόδοξης πνευματικότητας και του Βυζαντινού πολιτισμού, ένας όντως κοσμοπολίτης και της εγκόσμιας και της ουράνιας πολιτείας.
Πέραν πολλών άλλων, ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός πρέπει να θεωρηθεί ανατροπέας μύθων. Ένας από αυτούς θέλει την Εκκλησία να εμφανίζεται ως αναχρονιστική και σκοταδιστική δύναμη, τροχοπέδη κάθε εξέλιξης και προόδου. Ο Άγιος Μάξιμος υπήρξε ιεραπόστολος πολιτισμού σε μια κοινωνία –τη Ρωσική-, βυθισμένη στο σκοτάδι της αμάθειας, των προλήψεων, της αστρολογίας και της μαγείας. Όχι μόνον αφομοίωσε τον Δυτικό ανθρωπισμό σε φιλοσοφικό, φιλολογικό, λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο[2], αλλά τον αναβάθμισε, μετατρέποντας τον σε Θεανθρωπισμό[3].
Ένας άλλος μύθος, θέλει την επιστημονική γνώση αντίθετη με την νηπτική άσκηση και την ευσέβεια. Ο Άγιος Μάξιμος μορφώθηκε όσο λίγοι στην εποχή του, αντλώντας σοφία από τους μεγαλύτερους ανθρωπιστές της Αναγέννησης, σε Ελλάδα και Ιταλία. Αυτό δεν τον εμπόδισε να αναδειχθεί φωστήρας πνευματικότητας, σεμνότητας και μοναχικής ζωής.
Ακόμη ένας μύθος θέλει την Εκκλησία να αδιαφορεί για τον κόσμο αυτό, για τα δεινά και τις αδικίες του, για τα αίσχη των αρχομανών και την ακόρεστη μανία των πλεονεκτών. Ο Άγιος Μάξιμος έχει καταγραφεί ως πρωτοπόρος της κοινωνικής δικαιοσύνης στη Ρωσία και της ανατροπής της φεουδαρχικής τυραννίας και της Τσαρικής αυθαιρεσίας[4].
Άλλος μύθος θέλει τον Ελληνικό πολιτισμό να βυθίζεται στην αφάνεια και στην νέκρωση, κατά την περίοδο της υποδούλωσης. Στο πρόσωπο του Αγίου Μαξίμου, το Ελληνικό πνεύμα, αλλά και η σοφία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας μεταβάλλονται σε δύναμη αναγέννησης ενός ολόκληρου λαού και εμπλουτισμού ολόκληρου του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι μεγαλύτεροι ιστορικοί της εποχής τον χαρακτηρίζουν ομόφωνα ως καθοριστικό παράγοντα διαμόρφωσης του πολιτικού, πολιτιστικού, πνευματικού και εκκλησιαστικού περιβάλλοντος της Ρωσίας του 16ου αιώνα, μιας αναδυόμενης Ευρωπαϊκής Υπερδύναμης, που θα συμβάλλει ενεργά στη διαμόρφωση της Ευρώπης, με άμεση επίδραση μέχρι τις μέρες μας. Η προσωπικότητά του, ως προς την συμμετοχή του στην διαμόρφωση του Ευρωπαϊκού πνεύματος, τοποθετείται σε ίση βαρύτητα με εκείνη του Λούθηρου[5], όχι όμως επειδή συμπορεύτηκε μαζί του, αλλά αντίθετα, επειδή χάραξε έναν διαφορετικό δρόμο από εκείνον προς την απόλυτη εκκοσμίκευση[6] που χαρακτήρισε το σύνολο του Προτεσταντισμού[7], συνδυάζοντας την κοσμική γνώση με την εμπειρία των Ακτίστων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η σημασία της αγιασμένης ψυχής τους Μαξίμου του Γραικού στις μέρες μας, ιδιαίτερα στον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Ο Άγιος Μάξιμος προσλαμβάνει όλους τους καρπούς των εξελίξεων του καιρού του, αγωνίζεται όμως για μια Εκκλησία με τη ματιά στραμμένη στην ουράνια γνώση, εκκλησία αδέσμευτη από την επίδραση και τον έλεγχο της κοσμικής εξουσίας, εκκλησία ελεύθερη από το κοσμικό πνεύμα του εγωκεντρισμού, της πλεονεξίας και της φιλαρχίας. Οι πειρασμοί αυτοί είναι διαχρονικοί και ακριβώς για τον λόγο αυτό, ο Άγιος Μάξιμος αποτελεί ορόσημο διαχρονικό, μέτρο πνευματικών και εκκλησιαστικών επιλογών, κριτή συμπόρευσης της Ορθοδοξίας με αλλότριες δυνάμεις, προστάτη της Ορθόδοξης θεολογίας από αλλότριες διδασκαλίες, ανάχωμα της Ορθόδοξης ποιμαντικής από αλλότριες μεθόδους. Με αυτά τα δεδομένα, ο Άγιος Μάξιμος αναδεικνύεται, με απόλυτη τεκμηρίωση, πνευματικός ηγέτης του αγώνα κατά της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, του υποβιβασμού της σε εργαλείο της εξουσίας, της απώλειας του προφητικού της ρόλου, του μαρασμού και της εξάντλησής της στις σκοτεινές διαδρομές αναζήτησης της δύναμης, της δαιμονικής αναζήτησης του επαίνου και της προστασίας των δυνάμεων του κόσμου τούτου.
Το μεγαλείο του όμως δεν εξαντλείται σε αυτό. Ο Άγιος Μάξιμος χαρακτηρίζεται «φιλόσοφος» (Πρίγκηπας Α. Kurbskj), «λαμπάδα της άμωμης πίστεως», «ελεγκτής της αμάθειας, εραστής της αλήθειας» (Μόσχας Φιλάρετος), «καινοτόμος της ηθικής πλευράς της θρησκευτικής ζωής» (V.S. Ikonnikov), «έκφραση και τελείωση της Βυζαντινής επιδράσεως στη Ρωσία» (A. Sinajskij), «πρόδρομος της προσέγγισης της Ρωσίας προς την Δύση» (S. Solovev), «Βυζαντινός ανθρωπιστής» (G. Florovskij), «εξαιρετικό φαινόμενο της Ρωσικής λογοτεχνίας» (M.N. Speranskij), «ο πλέον ταλαντούχος και έξοχος Έλληνας ποιητής της διασποράς στη μεταβυζαντινή περίοδο» (D. Bulanin), «τολμηρός στη σκέψη, άφοβος στην έκφραση» (Ν. Καζαντζζάκης), «επιφανής Έλληνας» (Αχιλλέας Κύρου), «θεόπεμπτος Νέστορας» και «λαμπρόν μετέωρον» (Γρ. Παπαμιχαήλ), «καύχημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, του Ελληνορθόδοξου γένους μας, του Αγίου Όρους» (Αρχ. Γεώργιος Καψάνης), ενώ ο Elie Denissoff συμπυκνώνει επιγραμματικά όλη την προσωπικότητα και το έργο του: Για την Μόσχα υπήρξε «ο απόστολος και ο χορηγός των φώτων», για τον Ελληνισμό υπήρξε «γνήσιος βυζαντινός μετά το Βυζάντιο» και για την Ευρώπη αναδεικνύεται «γνήσιο τέκνο της Ιταλικής Αναγέννησης»[8].
Πέραν όλων όμως, ο Μάξιμος ο Γραικός είναι Άγιος, που σημαίνει φίλος τού Θεού, που σημαίνει φίλος κάθε αγωνιζόμενου ανθρώπου στην παλαίστρα της πνευματικής προκοπής, της εσωτερικής κάθαρσης από πάθη θανατηφόρα, της πορείας προς την θέωση. Ιδιαίτερα μάλιστα για κάθε Έλληνα, η μορφή του αποτελεί πρότυπο ισορροπίας ανάμεσα στον υπερφίαλο εθνικισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό, αναδεικνύοντας ως ιδεώδες του Έλληνα πνευματικού ανθρώπου, την συμπόρευση της γνήσιας εθνικής συνείδησης με την Ορθόδοξη οικουμενικότητα. Ο Άγιος Μάξιμος είναι ο Έλληνας στο γένος, που με ευγνωμοσύνη αποδέχεται τους θησαυρούς του πολιτισμού και της πίστης των Πατέρων του, του έτοιμου να αναλάβει την αποστολή να εξανθρωπίσει την κοινωνία με όπλα την ανιδιοτέλεια, την δίψα για δικαιοσύνη και την αγάπη για όλη την ανθρώπινη κοινωνία και για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.
Το ταξίδι της ζωής του είναι σε μικρογραφία η Οδύσσεια του Ελληνικού γένους ανάμεσα σε Συμπληγάδες και πειρασμούς κάθε λογής. Όποιος δεχτεί να ταξιδέψει μαζί του με ανοιχτές τις πόρτες του νου και της καρδιάς του, θα ποθήσει, έστω και λίγο, μια ζωή γεμάτη νόημα, μόχθο, συνέπεια, ανιδιοτέλεια, υπομονή και προσήλωση σε κάτι που ξεπερνά αυτή τη ζωή και προετοιμάζει την αιωνιότητα.
[1]Πρβλ. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ. ΙΙΙ., κεφ. 45, εκδ. Γιαλελής, Αθήνα 1976, σ. 76. Πρβλ. Δημητρίου Γόνη, Η σιωπή γύρω από τον Μάξιμο τον Γραικό, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 135-139.
[2] Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 101-129.
[3] Βλ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, ουμανισμός των Γραμμάτων, Ανθρωποκεντρισμός και Θεανθρωπισμός, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 97.
[4] Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 147-169.
[5] Π. Καννελόπουλου, ό.π., σ. 75.
[6] Αναλυτικά περί εκκοσμίκευσης, βλ. 5η ενότητα, υποσ. 1.
[7]Πρβλ. Κώστα Σαρδελή, Μάξιμος ο Γραικός, εκδ. ΕΣΤΙΑΣ, σ. 9.
[8] Αναλυτικά για τις κρίσεις συγχρόνων και μεταγενεστέρων του Αγίου Μαξίμου, βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη του Αγίου Μαξίμου, εκδ. Ινστιτούτου Αγίου Μαξίμου του Γραικού, Αθήνα 2011, σ. 365-431.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Ο Μιχαήλ Τριβώλης, ο μετέπειτα Μάξιμος ο Γραικός, γεννήθηκε στην Άρτα της Ηπείρου το 1470. Πριν 21 χρόνια (1449) η Ήπειρος είχε παραδοθεί στους Τούρκους με συνθήκη, γι΄ αυτό και η Άρτα δεν βρέθηκε κατεστραμμένη, όπως άλλες πόλεις σαν τη Θεσσαλονίκη λόγου χάριν, που καταλείφθηκαν μετά από μακροχρόνια πολιορκία. Παρά την Οθωμανική κυριαρχία λοιπόν, συνεχίστηκε η θρησκευτική, πνευματική και εμπορική ζωή της πόλης, που ήταν ήδη σπουδαία από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου[1]. Μπορεί κανείς μάλιστα να πει, πως η σημασία της αναβαθμίστηκε, λόγω του εμπορίου μεταξύ των Επτανήσων και ευρύτερα των Βενετσιάνων, Γενουατών και των άλλων μεγάλων εμπορικών δυνάμεων της Δύσης, με την Ελληνική ενδοχώρα (Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία) μέχρι την Βλαχία και την Κωνσταντινούπολη. Βενετοί, Έλληνες, Δαλματοί, Γενουάτες, Εβραίοι, Τούρκοι, Πέρσες και κάθε εθνικότητας έμποροι μετέφεραν μαλλί, βαφές, σιτηρά, βελανίδι και άλλα αγροτικά προϊόντα προς τη Δύση, ενώ, κυρίως από τη Βενετία, έφταναν υφάσματα, βιομηχανικά προϊόντα και πρώτες ύλες[2]. Κι όλ΄ αυτά, κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, που, παρά την καταπίεση και την βαρβαρότητα, εμπόδιζε συγκρούσεις μικροηγεμόνων και αναστατώσεις.
Επόμενο ήταν, σε ένα τέτοιο περιβάλλον ευημερίας, έστω και υπό βαρβαρική κατοχή, να υπάρξει διακίνηση γνώσεων και ιδεών. Η Άρτα ήταν μια ανοιχτή πύλη εισόδου των επιστημονικών και πνευματικών επιτευγμάτων της Δύσης της Αναγέννησης, καθώς η πρόσβαση ήταν εύκολη, μέσω του Αμβρακικού κόλπου[3]. Αλλά και η ίδια η πόλη απετέλεσε τον πρώτο σταθμό λογιών προσφύγων, μετά την πτώση του Δεσποτάτου του Μυστρά (1460). Αν και πολλοί συνέχισαν το ταξίδι τους προς την Κέρκυρα και κατόπιν προς την Ιταλία, ιδιαίτερα την Φλωρεντία, είναι βέβαιον πως αρκετοί εγκαταστάθηκαν εκεί. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε και η οικογένεια του Αγίου Μαξίμου.
Αναμφίβολα οι Τριβώληδες υπήρξαν επιφανής δυναστεία του Βυζαντίου, έχοντας στενή σχέση με την δυναστεία των Παλαιολόγων[4]. Ο Κάλλιστος Α΄ Τριβώλης έγινε Πατριάρχης Κων/πόλεως (1350-1354 και 1355-1363), κατά την εποχή των Ησυχαστικών ερίδων. Μετά την πρώτη άλωση της Κων/πολης από τους Φράγκους, βρίσκουν καταφύγιο στον Μυστρά της Λακωνίας, όπου οι Παλαιολόγοι ήταν οι ηγεμόνες του ομώνυμου Δεσποτάτου. Λίγα χρόνια πριν την άλωση της Βασιλεύουσας, ο Μανουήλ, πατέρας του Αγίου Μαξίμου, καταφεύγει στην Άρτα, ενώ ο αδελφός του Δημήτριος εμφανίζεται στην Κέρκυρα ως μέλος της Βενετσιάνικης ευγένειας του νησιού και ένας από τους αξιολογότερους αντιγραφείς κλασικών Ελληνικών έργων. Αλλά και ο ίδιος ο Άγιος Μάξιμος αναφέρει τους γονείς του, Μανουήλ και Ειρήνη, ως «Έλληνες, Χριστιανούς και φιλοσόφους»[5].
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Αυτό είναι το περιβάλλον, μέσα στο οποίο γεννιέται και διαμορφώνεται ο μικρός Μιχαήλ. Αρχικά, την μόρφωσή του ανέλαβε ο πατέρας του, άνθρωπος με ανώτερη μόρφωση, «φιλόσοφος» όπως χαρακτηρίζεται[6], και αφοσιωμένος στην Ορθόδοξη πίστη[7]. Οπωσδήποτε θα είχε την συνεργασία λαμπρών δασκάλων σε κατ΄ οίκον διδασκαλία, συνηθισμένη πρακτική των ανωτέρων τάξεων στην Άρτα[8]. Παράλληλα έχει πρόσβαση στην οικογενειακή βιβλιοθήκη, την μεγαλύτερη της Ηπείρου[9]. Κατά την ίδια περίοδο αποκτά μια συστηματική και εις βάθος επαφή με την ζωή της Εκκλησίας, καθώς οι γονείς του ως γνήσιοι πιστοί, τον διαποτίζουν με γνήσιο Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα.
Οι σπουδές του συνεχίστηκαν στην Κέρκυρα, όπου έφθασε προς τα μέσα της δεκαετίας του 1480, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία για τον ακριβή χρόνο της μετακίνησής του[10]. Το βέβαιον είναι πως τον υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα η οικογένεια του θείου του Δημητρίου, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με επιφανείς Βυζαντινούς λογίους, με κορυφαίο τον Ιωάννη Μόσχο[11], μαθητή του μεγάλου φιλοσόφου Πλήθωνος Γεμιστού.
Στα είκοσί του χρόνια, ο Μιχαήλ Τριβώλης βρίσκεται ακόμη στην Κέρκυρα, ετοιμάζεται όμως να βρεθεί στα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρώπης, στα πανεπιστήμια και τις φιλοσοφικές σχολές της Ιταλίας. Ο νους του είναι επαρκώς εξοπλισμένος με πλατιά και στέρεη γνώση όλων σχεδόν των επιστημών της εποχής. Κυρίως όμως η ψυχή του έχει σφραγιστεί ανεξίτηλα από πίστη και ήθος ορθόδοξο, κάτι που θα φανεί στις μετέπειτα επιλογές του. Το 1492, ο Μιχαήλ Τριβώλης είναι έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι.
[1] Για την κατάσταση της Άρτας την εποχή του Αγίου Μαξίμου, βλ. «Μάξιμος ο Γραικός», Διεθνές Επιστημονικό συμπόσιο, Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988. Συγκεκριμένα: Γεωργίου Πλουμίδη, Η Άρτα και η γύρω περιοχή της εποχή του Μαξίμου του Γραικού, 67-70. Ελένης Γιαννακοπούλου, Η Άρτα ως οικονομικό επίκεντρο ανταγωνισμών και πολιτιστικό κέντρο της λόγιας βυζαντινής παράδοσης, σ. 71-74. Κώστα Σαρδελή, Εκκλησιαστική και ιδιωτική παιδεία στην Άρτα και την Ήπειρο τον 15ο αιώνα: Το πρόβλημα των σχολείων, σ. 75-76.
[2] Ελένης Γιαννακοπούλου, ό.π., σ. 72
[3] Γεωργίου Πλουμίδη, ό.π., σ. 67.
[4] Εκτενέστατη βιογραφία του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, συνταχθείσα από τον Ομότιμο Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριο Γόνη, βρίσκεται στον πρώτο τόμο της σειράς ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 13-139. Πλήρης βιβλιογραφία περιλαμβάνεται στο έργο «Η δίκη του Μαξίμου του Γραικού», εκδ. Ινστιτούτου ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ, Αθήναι 2011, σ. 433-447.
[5] Ελένης Γιαννακοπούλου, ό.π., σ. 74.
[6] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Μάξιμος ο Γραικός, Ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, Αθήναι 1950., σ. 9.
[7]VladimirIkonnikov, Maksim Grekiegovremja, Istoricheskojeizsledovonije, Κίεβο 1915, σ. 83.
[8] Κώστα Σαρδελή, ό.π. σ. 75.
[9] Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η μόρφωση του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, Άρτα 1996, σ. 14.
[10] Βλ. Δημήτριου Γόνη, Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 21.
[11] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 405.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Αποτελεί κοινό συμπέρασμα όλων των ιστορικών, πως η άλωση της Κων/πόλεως έδωσε στην Δυτική Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλική χερσόνησο, το έναυσμα για την Αναγέννηση. Ο όρος αυτός – «Αναγέννηση» – είναι ταυτισμένος με την επιστροφή στην Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, την Τέχνη και γενικά στον τρόπο ζωής των Αρχαίων Ελλήνων.
Ήδη λίγο πριν την άλωση, αρχίζουν να καταφθάνουν στη Δύση Ρωμιοί λόγιοι και φιλόσοφοι από τα μεγάλα πνευματικά κέντρα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και κυρίως την Κωνσταντινούπολη[1]. Αυτό απετέλεσε την αιτία, ώστε η κοινωνία, κυρίως τα ανώτερα στρώματα των μεγάλων Ιταλικών πόλεων, όχι μόνον να στραφεί προς τις κλασσικές σπουδές, αλλά και να διαμορφώσει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας ωσάν οι κάτοικοι να ζούσαν τον 5ο προ Χριστού αιώνα στην Αθήνα του Περικλή και του Σωκράτη. Μεγάλοι δάσκαλοι της Ελληνικής γλώσσας γίνονται περιζήτητοι στα παλάτια, νέα μέγαρα κτίζονται σύμφωνα με την αρχαία Ελληνική αισθητική, δημιουργούνται φιλοσοφικές εταιρείες, ιδρύονται εκδοτικοί οίκοι με αποκλειστικό έργο την αντιγραφή και έκδοση αρχαίων Ελληνικών κειμένων, συλλέγονται αρχαίοι κώδικες που εμπλουτίζουν τις δημόσιες και τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες, ενώ ακόμη και το αρχαίο Ελληνικό δράμα αναβιώνει και δημιουργείται ένα νέο μουσικό είδος, η Όπερα[2].
Αυτή η επιστροφή συνδυάζεται αφ΄ ενός με τεράστιο πλούτο που φτάνει στην Ιταλία από την εμπορική δραστηριότητα, κυρίως Βενετών και Γενουατών, και αφ΄ ετέρου με πρωτόγνωρα τεχνολογικά επιτεύγματα, που αλλάζουν ριζικά την καθημερινότητα όλης της Ευρώπης. Πίσω όμως από αυτή την λαμπρή πρόσοψη πλούτου και δημιουργίας, ένα ιστορικό λάθος συντελείται, ένα ιδιότυπο προπατορικό αμάρτημα, το οποίον διαβρώνει τις Δυτικές κοινωνίες:
Η Αναγέννηση προσκολλάται στο αρχαίο Ελληνικό πνεύμα, χωρίς να λαμβάνει υπ΄ όψιν της τη ζύμωση που έχει συντελεστεί επί αιώνες ανάμεσα σ΄ αυτό και την Χριστιανική πίστη[3]. Και όχι μόνον αυτό: Ο Ανθρωπισμός ή Ουμανισμός, όπως ονομάστηκε αυτός ο νεοκλασικισμός, αντιμετώπισε όλη την Χριστιανική παράδοση ως σκοταδιστική και εχθρική προς την πρόοδο που είχε αρχίσει να συντελείται. Πίσω από τον ανθρωποκεντρισμό που έκτισε η Αναγέννηση γιγαντώθηκε μια νέου τύπου ανθρώπινη αλαζονεία, βρίσκοντας βέβαια και πάτημα στην απίστευτη εκκοσμίκευση[4] της Δυτικής Εκκλησίας. Οι αρχαίοι Έλληνες, από αναζητητές της αλήθειας, όπως τους αντιμετώπισε η Χριστιανική θεολογία, μετεβλήθησαν σε πνευματικούς οδηγούς και επιστημονικές αυθεντίες, ανίκανους βέβαια να απαντήσουν σε θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης[5].
Το κενό αυτό φάνηκε έντονα σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Τα εγκλήματα πολλαπλασιάστηκαν, όλοι απέρριπταν τη μέλλουσα ζωή, θεωρώντας τα πάντα ως προϊόν τύχης και χάνοντας, μοιραία, κάθε κώδικα τιμής και ηθικής. Πλούσιοι και φτωχοί στράφηκαν στην δεισιδαιμονία και την αστρολογία. Ο Χριστιανός θεωρήθηκε συνώνυμο πνευματικής και πολιτιστικής καθυστέρησης και αντιμετώπιζε την ειρωνεία και την γελοιοποίηση. Τα μέγαρα των ευγενών και των καρδιναλίων έγιναν κρησφύγετα κλεφτών, ιερόσυλων και δολοφόνων. Η οικογένεια διαλύθηκε και η κάθε είδους διαστροφή κατάντησε να αποτελεί γεγονός κοινό και καθημερινό[6]. Όλα αυτά τεκμηριώνουν την άποψη πως η πορεία προς ένα λαμπρό μέλλον, που ευαγγελίστηκε η Αναγέννηση, έκρυβε μία επιστροφή σε ένα σκοτεινό παρελθόν[7].
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Αυτή είναι η γενικότερη ατμόσφαιρα, την οποίαν συναντά ο νεαρός Μιχαήλ Τριβώλης, όταν φτάνει στην Ιταλία το 1492. Αποβιβάζεται κατ΄ αρχάς στη Βενετία, όπου εγγράφεται στο Ελληνικό σχολείο, προκειμένου να διδαχθεί την Λατινική και Ιταλική γλώσσα. Κατόπιν, στην Πάντοβα, διδάσκεται την Περιπατητική Φιλοσοφία. Αργότερα, στην Φεράρα, τελειοποιεί τα Λατινικά του. Εκεί όμως που βρίσκει το απαύγασμα της πνευματικής ζωής του νέου Ευρωπαϊκού πολιτισμού, είναι στην Φλωρεντία. Εδώ διδάσκεται την Πλατωνική φιλοσοφία και την κριτική εξέταση των αρχαίων κειμένων, γνώση που θα του χρησιμεύσει στον μέγιστο βαθμό στο έργο που θα αναλάμβανε αργότερα στη Ρωσία. Κατόπιν, βρίσκεται στην Μπολόνια, πριν επιστρέψει πάλι στην Βενετία. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, όλοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, μαζί με τους μεγαλύτερους ανθρωπιστές φιλοσόφους της Δύσεως, αποτελούν τους καθημερινούς πνευματικούς συνομιλητές του.
Παράλληλα όμως, ο Μιχαήλ βίωσε έναν υπαρξιακό διχασμό. Από τη μια, είναι βέβαιον πως οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και τα διανοητικά του χαρίσματα βρήκαν περιβάλλον πρόσφορο, ώστε να ανθίσουν και να δώσουν πλούσια καρποφορία. Η λατρεία για την σοφία των Ελλήνων προγόνων του τον συνεπήρε. Από την άλλη όμως, δεν έχασε το Ορθόδοξο πνευματικό του κριτήριο, όπως διαμορφώθηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του στην Άρτα. Έτσι, η αποκοπή της Αναγέννησης και του ψευδοκλασικού παραληρήματος[8] από την Χριστιανική πνευματικότητα που συνάντησε, τον έκανε να διατηρεί διαρκώς στάση κριτική, ακόμη και επικριτική, ως προς το νέο μοντέλο ανθρώπου που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στη Δύση[9].
Απόδειξη της κριτικής του στάσης απέναντι στην όλη ατμόσφαιρα της Ιταλικής Αναγέννησης υπήρξε η εκτίμηση που απέκτησε για τον αναμορφωτή μοναχό Ιερώνυμο Σαβοναρόλα. Η σπουδαία αυτή μορφή, που επεχείρησε να αντιστρέψει τον ρου της ασέβειας και της γενικευμένης πνευματικής παραλυσίας[10], παρουσιάστηκε στην Φλωρεντία, όπου και τον άκουσε ο Μιχαήλ να κηρύττει στους δρόμους την επιστροφή στην πίστη και το ήθος του Χριστιανισμού. Κήρυττε την Εκκλησία ακέφαλη και τον Πάπα ούτε καν Χριστιανό[11], την δε ζωή των μοναχών χαρακτήριζε ως ζωή ακαθάρτων ζώων[12]. Το κήρυγμα, αλλά και το τραγικό τέλος της ζωής του Σαβοναρόλα στην αγχόνη, ως αιρετικού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην μετέπειτα εξέλιξη του Αγίου Μαξίμου[13]. Φαίνεται πώς αποτέλεσε γι΄ αυτόν παράδειγμα, όχι δόγματος βεβαίως, αλλά ανεπίγνωστου ζήλου[14], για πίστη στον Χριστό[15]. Επιπροσθέτως, το κήρυγμα του Σαβοναρόλα οδήγησε τον άρχοντα Τζιανφραντσέσκο Πίκο, που τότε φιλοξενούσε τον Μιχαήλ, να στραφεί προς τους Έλληνες Πατέρες και να αναθέσει στον Έλληνα σοφό από την Άρτα να ασχοληθεί με τη μετάφραση στα Λατινικά και τον σχολιασμό σημαντικών Πατερικών έργων[16]. Έτσι, κατά την στιγμή των λαμπρών του επιδόσεων στις κλασσικές σπουδές και την επιστήμη[17], έρχεται σε ακόμη στενότερη επαφή με τους κορυφαίους Έλληνες Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, επιτυγχάνοντας τελικά την εκλεκτική, ισορροπημένη και αρμονική συνύπαρξη της κλασσικής παιδείας με την Ορθόδοξη Θεολογία, όπως οι Πατέρες των πρώτων αιώνων[18].
Η ενασχόληση αυτή είναι πιθανόν να αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα στην τελική απόφαση του Μιχαήλ να εγκαταλείψει την Ιταλία και να επιστρέψει στην Ανατολή, την κοιτίδα, όχι μόνον των προγόνων του αλλά και των πνευματικών Πατέρων του. Την Άνοιξη του 1505 φτάνει στην Άρτα, όπου και παραμένει έναν χρόνο. Τόσο χρειάστηκε να ωριμάσει μέσα του η μεγάλη απόφαση.
[1] Βλ. Δημήτριου Γόνη, Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 22-23.
[2] Εταιρεία φίλων Αρχαίου Ελληνικού μελοδράματος είχε ιδρύσει την εποχή εκείνη στην Πίζα ο πατέρας του μεγάλου αστρονόμου Γαλιλαίου Γαλιλέι, Βιτσέντζο. Το 1499 δημοσιεύεται η πρώτη όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Τζιακομο Πέρι, πάνω στη δομή της αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας. Βεβαίως, η τελική μορφή της όπερας πήρε εντελώς άλλη μορφή και περιεχόμενο από το αρχαίο δράμα.
[3] Οι πιο μετριοπαθείς προσπάθησαν να συνταιριάξουν τον χριστιανισμό με την Αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, όπως ο Μαρσίλιο Φιτσίνο που θέλησε να συμφιλιώσει τον Χριστιανισμό με τον Πλατωνισμό. Βλ. σχετ. Παναγιώτη Καννελόπουλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ. ΙΙ, εκδ. Γιαλελής, Αθήνα 1976, σ. 113-114.
[4] Αναλυτικά περί εκκοσμίκευσης, βλ. 5η ενότητα, υποσ. 1.
[5] Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνού, Ουμανισμός των γραμμάτων, Ανθρωποκεντρισμός και Θεανθρωπισμός, παρέμβαση στο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 97.
[6] Δημητρίου Γόνη, ό.π., σ. 28.
[7] Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνού, Περί διαφωτισμού και Ορθόδοξης Παράδοσης (απομαγνητοφωνημένη ομιλία στην Εκκλησία του Αγίου Αντύπα στις 3-11-2005. Πηγή: http.//www.oderg.com/oode/istoria/ekklisia/diafwt-parad1.htm
[8] «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο φωτιστής των Ρώσων», μετάφραση-επιμέλεια Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991, σ. 21.
[9]Αναφέρει λόγου χάριν πως «στην Ιταλία γνώρισα πολλούς που έπασχαν από εθνική (ειδωλολατρική) ασέβεια και έβριζαν τα τιμιώτατά μας μυστήρια».Vladimir Ikonnikov, Maksim Grek iegovremja, Istoriche skojeizsle dovonije, Κίεβο 1915, σ. 113-114. Πρβλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Μάξιμος ο Γραικός, Ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, Αθήναι 1950., σ. 16.
[10]Πρβλ. Κώστα Σαρδελή, Μάξιμος ο Γραικός, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ, α.χ., σ. 130.
[11] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό. π., σ. 27.
[12]Ο.π. , σ. 28.
[13] Βλασίου Φειδά, «Μάξιμος ο Γραικός ο φωτιστής των Ρώσων», Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσσίας (988-1988), έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1997, σ. 200.
[14]Ρωμ. 10,2
[15]Maksim Grek, Sochinenija, ΛόγοςXXVI, τομ. 3, Καζάν 1862, σ. 202.
[16] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 27.
[17] Το ποιες ακριβώς επιστήμες σπούδασε, πέραν της φιλοσοφίας και της πατερικής Θεολογίας δεν μας αναφέρει επακριβώς ο ίδιος, πέραν μιας γενικόλογης αναφοράς για την μελέτη πολλών και διαφόρων συγγραμμάτων της Χριστιανικής και θύραθεν σοφίας, από τα οποία ωφελήθηκε πολύ ψυχικά. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η μόρφωση του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, Άρτα 1996, σ. 21.
[18] Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 205.Για τη θέση του απέναντι στην φιλοσοφία βλ. Λόγοι, 93-94. Πρβλ.: «Οι θύραθεν επιστήμαι αναγνωρίζονται και υπό του Μαξίμου ως αναγκαίαι και ωφέλιμοι». Ιωάννου Καλογήρου, Περί την υπό του BernardSchultze, S. J. Κριτικήν εξέτασιν Μαξίμου του Γραικού ως Θεολόγου, Ε.Ε.Θ.Σ. Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, τ. ΙΙ, Θεσσλονίκη 1967, 238.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Όταν ο Άγιος Μάξιμος –ακόμη Μιχαήλ- , επήρε την απόφαση να γίνει μοναχός, το Άγιον Όρος, βρισκόταν ήδη για 70 χρόνια υπό την η κυριαρχία των Τούρκων. Στην αρχή υπαγόταν σε διαφόρους τοπικούς διοικητές, αργότερα όμως, με πρόταση των Αγιορειτών, έγινε τιμάριο ενός άρχοντα στην Κων/πολη, εμπίστου του Σουλτάνου. Με τον καιρό, ο άρχοντας αυτός εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ώσπου ήρθε με τη φρουρά του στο Άγιον Όρος ως πολιτικός διοικητής[1].
Το μεγάλο πρόβλημα των ιερών Μονών δεν ήταν οι Τούρκοι, αλλά οι πειρατές. Έκαναν επιδρομές συχνά, αρπάζοντας θησαυρούς και ιερά κειμήλια και έφευγαν αφήνοντας πίσω τους τον θάνατο και την καταστροφή. Γι΄ αυτό και οι Μόνες εξοπλίστηκαν και οχυρώθηκαν με πύργους και ψηλά τείχη.
Πολλοί ηγεμόνες από την Βαλκανική Χερσόνησο, Ρώσοι, ακόμη και Ίβηρες, ενίσχυαν το Άγιον Όρος, ενώ συχνά έφταναν δωρεές από επιφανείς Φαναριώτες και Πατριάρχες, αρκετοί εκ των οποίων επέλεγαν να περάσουν εκεί τα τελευταία χρόνια του βίου τους. Παρ΄ όλα αυτά, η οικονομική κατάσταση των Μονών δεν ήταν σταθερή, γι΄ αυτό και μοναχοί αναλάμβαναν να κάνουν περιοδείες, προκειμένου να συλλέξουν πόρους (ζητείες).
Το Άγιον Όρος όμως, πέραν των όσων δεχόταν, προσέφερε εξίσου πολύτιμους θησαυρούς στον υποδουλωμένο και ταλαιπωρημένο Ορθόδοξο λαό, ιδιαίτερα κατά την εποχή εκείνη. Πολλοί φωτισμένοι και μορφωμένοι μοναχοί είχαν καταστήσει τις ιερές Μονές εργαστήρια Χριστιανικής άσκησης και θεολογικής μόρφωσης. Οι καρποί αυτής της δραστηριότητας αποτελούσαν στήριγμα και πνευματική ενίσχυση των υπόδουλων Χριστιανών, όταν φωτισμένοι μοναχοί έκαναν περιοδείες, μεταφέροντας, πέραν των γνώσεων και της πνευματικότητας τους, ιερά λείψανα και κειμήλια, που στήριζαν τις απλές ψυχές.
Την ίδια εποχή, το Βατοπαίδι ήταν ήδη σε ακμή. «Έτυχε της προστασίας πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων και για τούτο έγινε γρήγορα διάσημο και για τον πλούτο του τον υλικό, αλλά και το μεγαλείο του το πνευματικό»[2]. Έδινε την εντύπωση μιας μοναχικής καστροπολιτείας, με μεγαλόπρεπα τείχη, εγκαταστάσεις, αλλά και πλούσια βιβλιοθήκη, όπου λόγιοι μοναχοί παρήγαν πλούσιο πνευματικό έργο.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Το μέγα αυτό Μοναστήρι επέλεξε ο τριανταπεντάχρονος πλέον Μιχαήλ Τριβώλης ως νέα και –όπως ήλπιζε- ισόβια κατοικία του. Καθ΄ όλο αυτό τα διάστημα της παραμονής του στην Ιταλία, δεχόταν διαρκώς προτάσεις να εγκατασταθεί εκεί και να ενταχθεί ως αυθεντία σε κορυφαίες εκδοτικές προσπάθειες μεγάλων τυπογραφείων[3]. Η επιλογή του όμως να επιστρέψει, αποδεικνύει πως είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις του: Από τον δρόμο του ουμανιστικού ανθρωποκεντρισμού είχε επιλέξει ένα άλλον: Εκείνον του Χριστιανικού ανθρωπισμού[4]. Αντί του επιστημονοκεντρικού ανθρωπισμού, είχε επιλέξει τον Ορθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό[5]. Αντί του αλλοιωμένου δόγματος των Λατίνων, είχε επιλέξει την λυτρωτική ακρίβεια του Ορθοδόξου δόγματος[6]. Αντί του εκκοσμικευμένου[7] ήθους της Δυτικής Εκκλησίας, είχε επιλέξει την ασυμβίβαστη και προφητική Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή. Αντί του αυτοθεωμένου ανθρώπου ως κέντρου της ζωής και της ιστορίας, είχε επιλέξει τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως κέντρο της κατά χάριν θεωμένης ανθρώπινης ύπαρξης.
Γιατί όμως επέλεξε το Βατοπαίδι; Κύρια αιτία δεν φαίνεται να είναι τόσο οι υποδομές του, όσο η παρουσία του πρώην Πατριάρχη Κων/πόλεως Νήφωνος, αγαπητού φίλου της οικογένειας Τριβώλη, ο οποίος κατόπιν ανακηρύχτηκε και άγιος. Είναι βέβαιον πως η παρουσία του συνετέλεσε ώστε ο Μιχαήλ να συμπληρώσει με τον καλύτερο τρόπο την πλούσια κοσμική γνώση που διέθετε, με την κατά Θεόν γνώσιν, της οποίας μέγας διδάσκαλος υπήρξε ο Άγιος Νήφων. Η δεύτερη αυτή γνώση δεν είχε ως πηγές μόνον κείμενα και αισθητές παρατηρήσεις. Ο πνευματικός αυτό μέντορας οπωσδήποτε μύησε τον υποτακτικό του στην υπέρ-φύσιν γνώση, που αποκτάται από την άσκηση, την ησυχία του νοός[8] και την προσευχή. Έτσι, «η πνευματική του αναζήτηση βρήκε το πλήρωμά της στην αγιορείτικη ζωή»[9]. Παράλληλα, κατανόησε βαθύτερα «το οξύ αντιλατινικόν φρόνημα του Ορθοδόξου μοναχισμού»[10].
Με όλον αυτόν τον πνευματικό εξοπλισμό, ο Μιχαήλ λαμβάνει το μέγα και αγγελικό σχήμα και μετονομάζεται «Μάξιμος». Επιθυμώντας μάλιστα να αποποιηθεί κάθε δόξα του παρελθόντος, «φανερώνοντας την τέλεια αποταγή και ξενιτεία του, αλλάζει και την γραφή του επωνύμου του από Τριβώλης σε Τριβόλης[11]», Ζει πλέον, ως άσημος μοναχός, τον δρόμο της νίψεως και της εσωτερικής καθάρσεως, που οδηγούν στην εμπειρία των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Δεν θέλησε μάλιστα να μείνει στο Μοναστήρι, αλλά επέλεξε να στήσει καλύβη έξω απ΄ αυτήν, ασκούμενος ως γνήσιος ασκητής[12]. Από τα ιστορικά στοιχεία της παραμονής του στην Μονή Βατοπαιδίου, αλλά και από τα έργα του, γίνεται φανερό ο Άγιος Μάξιμος κατέστη «γνήσιος φορέας της νηπτικής, ησυχαστικής παραδόσεως του Αγίου Όρους»[13].
Γρήγορα φάνηκαν τα εξαιρετικά χαρίσματα, αλλά και οι καρποί της πνευματικής ζωής του Αγίου Μαξίμου. Κατ΄ αρχάς, ανέλαβε τα καθήκοντα του νοταρίου και του γραφέως του Πρωτάτου. Σχεδόν αμέσως όμως, η Μονή της μετανοίας του, τού ανέθεσε το διακόνημα συλλογής χρημάτων, μέσω των καθιερωμένων περιοδειών της εποχής εκείνης σε απομακρυσμένες περιοχές των Βαλκανίων, του Αιγαίου και των Ανατολικών Πατριαρχείων[14]. Το διακόνημα αυτό, πέραν της πρακτικής-οικονομικής του σκοπιμότητας, πρέπει να το εντάξουμε και σε μια ευρύτερη πνευματική διάσταση: Αυτός, ο άρχοντας Τριβώλης, επιφανές μέλος της κοινωνίας της Άρτας και περιζήτητος φιλόσοφος στις Σχολές της Ιταλίας, προσφέρει τον εαυτό του κυριολεκτικώς ως επαίτη, προκειμένου να ωφεληθούν οι αδελφοί του. Είναι αυτές οι λεπτομέρειες των Ορθόδοξων συναξαριών, που πολλές φορές διδάσκουν, παραδειγματίζουν και ωφελούν πολύ περισσότερο από τα πλέον περισπούδαστα συγγράμματα.
Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, πως μέριμνά του δεν ήταν μόνον η συλλογή χρημάτων, αλλά και η διδασκαλία, η οποία δεν θα περιοριζόταν μόνον σε πνευματικές συμβουλές, αλλά και σε υποδείξεις για καθαρότητα του βίου και δικαιοσύνη[15]. Αυτό αποδεικνύεται από την πολυποίκιλη δράση του και την κριτική του σε θέματα ηθικής, αλλά και δικαιοσύνης στην κατοπινή παρουσία του στη Ρωσία. Το ίδιο βάσιμα πρέπει να υποθέσουμε πως δεν εγκατέλειψε στιγμή την μελέτη και την πνευματική του προκοπή, η οποία διαφαίνεται, όχι τόσο από το μικρό συγγραφικό του έργο στο Άγιον Όρος, όσο από το βάθος της μόρφωσης και της πνευματικότητάς του, που διεφάνη αργότερα.
Φαίνεται όμως πως και ψυχικά, το Βατοπαίδι έγινε το αληθινό του σπίτι. Από τα λόγια του γίνεται φανερό πως, όπου κι αν βρισκόταν, ο νους του ήταν διαρκώς στην ώρα της επιστροφής. Αφού λοιπόν περιγράφει με λιτότητα το έργο που του ανέθεσε η Μονή, καταλήγει:
«…κήρυττα την καθαρή Ορθόδοξη πίστη και αυτοί (σ.σ. οι άρχοντες που επισκεπτόμουν στις περιοδείες μου) με τις δέουσες τιμές με άφηναν να επιστρέψω στο Άγιον Όρος»[16].
Πόση αγάπη για το Μοναστήρι του κρύβει η φράση αυτή! Και πόσο πόνο μπορούμε να φανταστούμε πώς ένιωθε επί δεκαετίες, όταν αναγκάστηκε να αποχωριστεί τον αγαπημένο του τόπο στο Άγιον Όρος, χωρίς τελικά να επανέλθει σ΄ αυτόν μέχρι τέλους του βίου του!
[1] Γεωργίου Στογιόγλου, Το Άγιον Όρος την εποχή του Μαξίμου του Γραικού, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 85-86.
[2] Κώστα Σαρδελή, Μάξιμος ο Γραικός, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ, α.χ., σ 59.
[3] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 26-27.
[4] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Μάξιμος ο Γραικός, ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, Αθήνα 1950, σ. 411.
[5] Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ως Αγιορείτης, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 88-89. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσι χαρακτηρίζει τον Άγιο Μάξιμο ως «Βυζαντινό ανθρωπιστή» (Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 47). .
[6] Η παραμονή του για έναν χρόνο στο Μοναστήρι του Αγίου Μάρκου των Δομηνικανών έγινε η αιτία δημιουργίας υπονοιών πως ο Μιχαήλ Τριβώλης έγινε, έστω και γι΄ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, Λατίνος μοναχός. Η έρευνα των αρχείων της Μονής αυτής στην Φλωρεντία, αλλά και η μετέπειτα συνεπής αντιλατινική Θεολογία του αποδεικνύουν πως η παραμονή του εκεί είχε ως σκοπό την μελέτη των χειρογράφων και την μετάφραση Πατερικών έργων. Για την αναλυτική επιχειρηματολογία αυτής της άποψης βλ. Δημητρίου Γόνη, ό.π., σ. 32-37. Πρβλ. Καψάνη, ό.π., σ. 89.
[7] Περί εκκοσμικεύσεως, βλ. ενότητα 5, υποσ. 1.
[8] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ο.π. 31. Ως «έγκλειστο ησυχαστή», … «ψαλτήριο τερπνό» και «εύηχο κιθάρα» τον χαρακτηρίζει ο Αρχιμ. Εφραίμ, Καθηγούμενος Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου. Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός, Πεμπτουσία, τ. 20, Απρίλιος-Ιούλιος 2006, 114.
[9] Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ως Αγιορείτης, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 89.
[10]Βλασίου Φειδά, «Μάξιμος ο Γραικός ο φωτιστής των Ρώσων», Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας (988-1988), έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1997, σ. 207-208.
[11] Δημήτριου Γόνη, Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 40.
[12] Κώστα Σαρδελή, ό.π., σ. 60.
[13] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 41.
[14] Βλ. Ο Άγιος Μάξιμος ανέλαβε αποστολές εξευρέσεως χρημάτων στις Μολδαβικές ηγεμονίες και στην ευρύτερη περιοχή Αχρίδος και Μελενικίου. Βλ. Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 47.Πρβλ. Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, ό.π., σ. 88-92. Πρβλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 416.
[15] Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, ό.π., σ. 90-91.
[16] Αγίου Μαξίμου του Γραικού Λόγοι, τομ. Α΄, Λόγος 29, εκδ. Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 460.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Την εποχή που ο Άγιος Μάξιμος ταξιδεύει προς την Μόσχα, η Ρωσική Εκκλησία καταδυναστεύεται από την εκκοσμίκευση[1], δηλαδή από την απώλεια της ουσίας της ορθόδοξής πνευματικότητας, καθώς και από τη στροφή σε έναν τρόπο ζωής με κριτήριο τους κανόνες, τις αξίες και τις επιδιώξεις του κόσμου τούτου και συγκεκριμένα, της Αυλής του Ρώσου ηγεμόνα. Η απώλεια αυτή είχε βαθύτατη σχέση με την παντελή σχεδόν έλλειψη Βιβλικών, Πατερικών και πνευματικών πηγών. Με άλλα λόγια, το σύνολο του λαού, αλλά και το μεγαλύτερο τμήμα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, δεν είχαν την δυνατότητα, όχι να μελετήσουν και να εμβαθύνουν, αλλά ούτε καν να διαβάσουν τα στοιχειώδη της Ορθόδοξης πίστης τους. Αντί γι΄ αυτές τις πηγές, κυκλοφορούσε πληθώρα απόκρυφων και ψευδεπίγραφων βιβλίων –κι αυτά για τους λίγους που μπορούσαν να διαβάσουν-, με άφθονες ειδωλολατρικές προσμίξεις, ανακρίβειες και πλάνες[2], οι οποίες αναπαράγονταν από περιπλανώμενους αγύρτες, αλαφροΐσκιωτους ερημίτες και ψευτοαγίους[3]. Αποτέλεσμα ήταν η νόθευση όλων σχεδόν των πτυχών της λατρείας, ακόμη και των μεγάλων εορτών, με στοιχεία της προηγούμενης ειδωλολατρικής θρησκείας, ενώ τα εξέχοντα πρόσωπα της κοινωνίας, αντί για φωτισμένους πνευματικούς ηγέτες, κληρικούς και λαϊκούς, με γνώσεις και ορθόδοξο φρόνημα, προτιμούσαν τους μάντεις, τους αστρολόγους, τους οιωνοσκόπους και τους μάγους[4]. Αλλά και να ήθελαν, πού αλήθεια να τους βρουν; Η απόλυτη αυτή πνευματική φτώχεια επιτεινόταν και από την παντελή έλλειψη εκπαίδευσης, ακόμη και του ανώτερου κλήρου. Το σύνολο της λατρείας μάθαιναν οι ιερείς, ακόμη και οι επίσκοποι, προφορικά, από γενεά σε γενεά, ενώ διεκπεραίωναν το λειτούργημά τους χωρίς την παραμικρή επίγνωση της ουσίας, των όρων και των νοημάτων. Όσο για τα Μοναστήρια, η ίδια αυτή αμάθεια συνοδευόταν από έκλυση βίου, μέθη και πλήρη ανηθικότητα. Έτσι, λαός και κλήρος, ζούσαν ακατήχητοι και αφώτιστοι, χωρίς την ελάχιστη πνευματική καθοδήγηση και μόρφωση, βυθισμένοι στην τυπολατρία[5] και την δεισιδαιμονία[6], παντελώς δε ανυπεράσπιστοι στην απειλή της αίρεσης[7].
Κατά την εποχή αυτή στη Ρωσία, ένα από τα βασικά συμπτώματα της Εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης[8] ήταν η συμπόρευση, αν όχι υποταγή της Εκκλησίας, στις πολιτικές, αλλά και προσωπικές επιδιώξεις του ηγεμόνα Βασιλείου[9]. Όσον αφορά τις πρώτες, τις πολιτικές επιδιώξεις, πρόκειται για την εδραίωση της Ρωσικής ισχύος, η οποία κατά τον 16ο αιώνα αναπτύσσεται ταχέως. Στην ανάπτυξη αυτή, η Ρωσική Εκκλησία έσπευσε να προσφέρει πλήρη θεολογική και εκκλησιαστική κάλυψη. Προς τον σκοπό αυτό αναπτύχθηκε το ιδεολογικό ρεύμα των «Ιωσηφιτών[10]», υπό την καθοδήγηση του καθηγούμενου της Μονής Βολοκολάμσκι, Ιωσήφ Βολότσκι[11]. Κεντρική ιδεολογική του θέση ήταν ο ενιαίος σύνδεσμος κράτους και Εκκλησίας, με τον ηγεμόνα κοινό μονάρχη. Με αφορμή μάλιστα την Σύνοδο Φλωρεντίας –Φεράρας, η οποία, μπροστά στον κίνδυνο της Τουρκικής επίθεσης, απεφάσισε την ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Ρωμαιοκαθολική (1438-1439), χωρίς την έγκριση της Ρωσικής Εκκλησίας, η Μόσχα διεκδίκησε το αξίωμα της Τρίτης και τελευταίας Ρώμης[12], αναβιώνοντας μάλιστα την πολυτελή λειτουργική και ιεραρχική μεγαλοπρέπεια του υποταγμένου πλέον Βυζαντίου[13], αυξάνοντας με κοσμικό τρόπο την επιρροή της στη Ρωσική κοινωνία, αλλά και τον πλούτο της μέσω της μοναστηριακής ιδιοκτησίας[14]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γίνεται ευκολότερα κατανοητή η αιτία δημιουργίας όλου του σκηνικού της ρήξης των κανονικών σχέσεων της Ρωσικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο[15].
Όσον αφορά τις προσωπικές επιδιώξεις, που βεβαίως συνδέονται με την πολιτική[16], πρόκειται για την απόφασή του να προχωρήσει στο διαζύγιο με την πριγκίπισσα Σολωμονία λόγω ατεκνίας και να τελέσει δεύτερο γάμο με την Ελένη Γκλίνσκαϊα, παρά τις αντιδράσεις των Πατριαρχών της Ανατολής και του Αγίου Όρους, αλλά και πολλών αρχόντων και του λαού[17].
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Αυτή ήταν η θεολογική, πνευματική και η εκκλησιαστική κατάσταση στη Ρωσία, όταν έφτασε εκεί ο Αγιορείτης μοναχός Μάξιμος ο Βατοπαιδινός. Το ταξίδι του είχε αρχίσει πριν σχεδόν δύο χρόνια, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο του 1516, αφού είχαν προηγηθεί αλυσιδωτές εξελίξεις. Στην αρχή, είχε αποσταλεί πρόσκληση του Μεγάλου Δούκα Βασιλείου, γιου του Τσάρου Ιβάν και της Σοφίας Παλαιολογίνας προς το Άγιον Όρος, προκειμένου να μεταβεί στην Ρωσία έμπειρος μεταφραστής, ώστε να μεταφράσει στα ρωσικά, πρωτότυπα Ελληνικά χειρόγραφα[18]. Την πρόσκληση μετέφερε ο απεσταλμένος του Μεγάλου Δούκα Βασίλειος Κοπιλόφ και ο έμπορος Ιβάν Βάραβιν. Για το έργο αυτό προοριζόταν αρχικώς ο μοναχός Σάββας, γνώστης της Σλαβονικής (αρχαίας Ρωσικής) γλώσσας, ανήμπορος όμως να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός τόσο μεγάλου ταξιδιού. Στη θέση του ορίστηκε ο μοναχός Μάξιμος Βατοπαιδινός λόγω της μεγάλης του μορφώσεως και της πνευματικής του ωριμότητας. Αν και ο ίδιος δεν γνώριζε Ρωσικά, κρίθηκε σκόπιμο να ικανοποιηθεί το τσαρικό αίτημα, το οποίον θεωρήθηκε ως ευκαιρία, όχι μόνον να αναληφθεί μία σημαντικότατη ιεραποστολική δράση από την Μητέρα Εκκλησία, εν μέσω μάλιστα βαρβαρικής κατοχής, αλλά και να αναζωογονηθεί το καταρρακωμένο από την Τουρκική κατάκτηση κύρος του Ελληνικού πνεύματος γενικά, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ειδικότερα.
Το τι σκέφτεται ο Άγιος Μάξιμος, ενώ αναχωρεί από το Άγιον Όρος, μας το περιγράφει ο ίδιος στο υπόμνημα που παραδίδει στον Ηγεμόνα πασών των Ρωσίων Βασίλειο, μαζί με την ολοκληρωμένη μετάφραση και ερμηνεία του Ψαλτήρα[19]. Ως κύριος σκοπός του αναφέρεται η εκπλήρωση αυτού καθεαυτού του μεταφραστικού έργου, το οποίον επιτελεί ως μοναχός καθ΄ υπακοήν[20]. Θεωρεί πως πρόκειται για μια ακόμη αποστολή που του αναθέτει η Μονή. Με την ολοκλήρωσή του, επιθυμεί να επιστρέψει στο Βατοπαίδι το συντομότερο δυνατόν[21]. Στο τέλος όμως του υπομνήματος, αποκαλύπτονται δύο ακόμη σκοποί: Ο πρώτος είναι να παρακαλέσει τον ηγεμόνα να στείλει μέσω της ομάδος που θα επιστρέψει, οικονομική ενίσχυση, θυμίζοντας στον ηγεμόνα «την πτωχεία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου»[22]. Ο δεύτερος είναι να υπενθυμίσει στον ηγεμόνα πως στο μεγαλείο του επαφίενται οι ελπίδες των υποδούλων Χριστιανών και τον καλεί να αναλάβει το έργο της απελευθέρωσης, ως συνεχιστής «αντάξιος των μεγάλων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου»[23].
Μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, που περιελάμβανε μακρά παραμονή στην Κων/πολη, λόγω σκόπιμης κωλυσιεργίας της Υψηλής Πύλης[24], αλλά και πολλές παρακάμψεις λόγω αποστολών που είχαν αναλάβει οι απεσταλμένοι του Μεγάλου Δούκα[25], φτάνουν στη Μόσχα, όπου τους γίνεται υποδοχή που θύμιζε Βυζαντινή μεγαλοπρέπεια των πάλαι ποτέ ενδόξων εποχών. Οπωσδήποτε, οι συνθήκες αυτές δεν είναι τυχαίες. Η Ρωσική ηγεσία επιδιώκει να παρουσιαστεί ως η Ορθόδοξη δύναμη που αντικαθιστά την Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Δεν μπορεί όμως να αρνηθεί κανείς, πως η Αγιορείτικη παράδοση και ευσέβεια ασκούν καταλυτική επίδραση στην Ρωσική ψυχή, από τον ανώτατο ηγεμόνα μέχρι τον τελευταίο μουζίκο[26].
Ο Άγιος Μάξιμος, πνευματικά ώριμος και αφοσιωμένος στην αποστολή του, παραμένει συνεσταλμένος και εχέφρων. Αποδέχεται με ευγνωμοσύνη τις βασιλικές παροχές και αρχίζει αμέσως το έργο του, το οποίον θεωρεί πρωτίστης σπουδαιότητας και το συνέδεε ευθέως με «μια νέα προοπτική αναπτύξεως γενικά της πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής»[27]. Αναλαμβάνει κατ΄ αρχάς να μεταφράσει τον Ερμηνευμένο Ψαλτήρα. Πρόκειται για το βιβλίο των Ψαλμών, που συμπεριελάμβανε και τα ερμηνευτικά σχόλια των Ελλήνων Πατέρων και βρισκόταν στην βασιλική βιβλιοθήκη παντελώς ανεκμετάλλευτο. Το βιβλίο αυτό θεωρείτο ορθώς ως πολύτιμη πηγή χριστιανικής πνευματικότητας, ικανής να διδάξει και να στηρίξει την κάθε ευσεβή ψυχή[28].
Παρά την ολοκλήρωση του έργου, ο Μάξιμος δεν λαμβάνει την ποθητή άδεια επιστροφής του, όπως ήταν συμφωνημένο. Αυτό οφείλεται στην επιθυμία του μονάρχη να τον κρατήσει κοντά του, ως άνδρα μεγίστης μορφώσεως και βαθιάς συνέσεως, αναντικατάστατου πρωταγωνιστή της Ρωσικής πνευματικής αναγέννησης, χαίροντος πλήρους αποδοχής από την ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας και όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά και καταξιωμένου συμβούλου, λόγω της βαρύνουσας γνώμης του σε ευρύτερα θέματα ποιμαντικής, ακόμη και πολιτικής[29]. Συνεχώς του ανατίθενται νέα μεταφραστικά καθήκοντα[30], τα οποία όχι μόνον φέρνει εις πέρας, αλλά, κατά γενική ομολογία, συμβάλλουν γενικότερα στην εξέλιξη της Ρωσικής γλώσσας και λογοτεχνίας[31].
Η ειρωνεία είναι πως σημεία των μεταφράσεων του αλλά και αυτό καθεαυτό το έργο της διόρθωσης Ρωσικών βιβλίων θα δυσαρεστήσουν πολλούς, θεωρώντας πως ο Μάξιμος στρέφεται κατά της παλαιάς ρωσικής ευσέβειας[32], θα ενταχθούν αργότερα στο κατηγορητήριο[33] και θα οδηγήσουν, μεταξύ άλλων, στην καταδίκη του. Αποτελούσαν βεβαίως προφάσεις, που υπέκρυπταν προσωπικά πάθη, προερχόμενα κυρίως από τον Μητροπολίτη Μόσχας Δανιήλ[34], προξένησαν όμως στον Άγιο Μάξιμο αφάνταστη πικρία, όπως φαίνεται και από την απολογία του και στις δύο δίκες του[35].
Πολλούς δυσαρέστησε επίσης και η κριτική του κατά της απομάκρυνσης της Ρωσικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η διαφαινόμενη Αυτοκεφαλία της. Ποιο είναι το επιχείρημα των Ρώσων; Πως η κατάκτηση των Αγαρηνών έχει μολύνει το Πατριαρχείο. Ο Άγιος, με απλότητα κι σαφήνεια υποστηρίζει πως «το άγιο δεν βεβηλώνεται ποτέ επειδή βρίσκεται στην εξουσία των απίστων» και πως «τα ιερά βεβηλώνονται, όταν πιστοί … αφήνουν την ευσεβή και αναμάρτητη πίστη στον Χριστό[36]». Αν μάλιστα οι κάτοικοι των ιερών πόλεων διώκονται, τότε ζουν σαν σε δεσμωτήρια, τα οποία «κατά τα αρχαία χρόνια κρατούσαν τους θεοφόρους μάρτυρες[37]».
Για τους λόγους αυτούς, ο Άγιος Μάξιμος παρουσιάζεται ανυποχώρητος στην Εκκλησιαστική τάξη, υποστηρίζοντας πως ο Πατριάρχης Κων/πόλεως πρέπει να εγκρίνει, δια της ευλογίας του, την εγκατάσταση των Ρώσων Μητροπολιτών. Δυστυχώς όμως για εκείνον, το θέμα είχε ήδη αρχίσει προ καιρού να αφορά όχι μόνον την Εκκλησία αλλά και την πολιτική[38]. Ήδη, όπως προαναφέραμε, από τα τέλη του 15ου αιώνα είχε εκφραστεί απερίφραστα από την Ρωσική Εκκλησιαστική ηγεσία πως η Μόσχα κατέστη η νέα πόλη του Κωνσταντίνου[39]. Όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, «μία των σπουδαιότερων υπηρεσιών, τας οποίας ο Μάξιμος προσέφερε δια συγγραφών κατά την μακροχρόνιον, όσον και μαρτυρικήν αυτού δράσιν εν Μόσχα, υπήρξε και η αφύπνισις των πνευμάτων εκ της υπερφιάλου φαντασιώσεως της ρωσικής μονορθοδοξίας»[40]. Η υπηρεσία όμως αυτή εκλήφθηκε τότε ως εσχάτη προδοσία.
Οι δύο αυτές κατηγορίες –μεταφραστικά λάθη και κριτική κατά του Αυτοκεφάλου της Ρωσικής εκκλησίας- δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Η επιστημονική έρευνα καταλήγει πως, τόσο η αίρεση, η δήθεν τεκμηριωμένη από τα μεταφραστικά λάθη του Αγίου Μαξίμου, όσο και η υποτίμηση της Ρωσικής εκκλησίας μέσω της προβολής, εκ μέρους του Αγίου Μαξίμου, των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποτελούσαν κατηγορίες απολύτως χαλκευμένες, που αξιοποιήθηκε και στις δύο δίκες (1525 και 1531) ως πρόφαση καταδίκης του για εκείνο που αληθινά ενόχλησε το Ρωσικό πολιτικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο: Την αμφισβήτηση της αναδυόμενης Ρωσικής ηγεσίας ως Τρίτης Ρώμης και της επιθυμίας της να διεκδικήσει, μεταξύ άλλων, την ηγεμονία ολόκληρης της Ορθοδοξίας[41].
Αυτό ήταν το ένα εκ των δύο σκανδάλων, ως ένα εκ των δύο συμπτωμάτων της εκκοσμίκευσης της Ρώσικης Εκκλησίας, που προκάλεσε στην Ρωσική κοινωνία και στοίχισε στον Άγιο Μάξιμο το μαρτύριο.
[1] Η εκκοσμίκευση αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους και διαχρονικότερους πειρασμούς της Εκκλησίας και μια από τις βασικότερες αιτίες των ποιμαντικών προβλημάτων της. Η εκκοσμίκευση έχει την αιτία της κυρίως στην αποκοπή από τις πηγές της Ορθόδοξης Πίστης, με πρώτη την Αγία Γραφή και δεύτερη, όχι μικρότερης σημασίας, την Ιερά Παράδοση, τουτέστιν, την πίστη και το ήθος των Αγίων, όπως διατυπώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους και τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας. Εκείνο όμως που ιδιαιτέρως απορφανίζει την Εκκλησία από τον σκοπό και την αποστολή της είναι η έλλειψη πνευματικών προτύπων, δηλαδή, προσωπικοτήτων που με καθημερινό αγώνα μορφώνουν την παρουσία του Χριστού στη ζωή τους, ανθρώπων ανιδιοτελούς και θυσιαστικής αγάπης, ανθρώπων αγίων. Η εκκοσμίκευση εκτοπίζει την πίστη από το κέντρο της ζωής του ανθρώπου και την μεταβάλλει σε κάτι γραφικό, κάτι πιθανόν συγκινητικό, κάτι χρήσιμο σε επιδιώξεις και ιδεώδη που πηγάζουν από το άτομο, μια ομάδα ατόμων ή ακόμη από τα κέντρα εξουσίας του κόσμου τούτου. Η εκκοσμίκευση μεταβάλλει τον πιστό, ή και ακόμη ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού, σε μέρος, σε, τρόπον τινά, εξάρτημα, μιας κοινωνία ή ενός πολιτικού συστήματος με προτεραιότητες διαφορετικές από εκείνες που έθεσε ο Χριστός με το κήρυγμα, τη ζωή, και τη θυσία Του. Όπως επισημαίνει ο μακαριστός καθηγητής Ηλίας Βουλγαράκης, («Χριστιανισμός και κόσμος», εκδ. Αρμός, σ. 68-73), βασική αιτία της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας είναι η πεποίθηση πως το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί με την λογική, τις μεθόδους και τους σκοπούς του κόσμου. Αυτή η στάση, που υποδηλώνει περισσότερο ψυχολογική μειονεξία (complex), παρά τεκμηριωμένη εσωτερική πνευματική και θεολογική τοποθέτηση, οδηγεί, είτε σε αναζήτηση υποστήριξης από τις δομές και τους μηχανισμούς του κόσμου με αντίστοιχα ανταλλάγματα, είτε σε φανατική εναντίωση σε κάθε τι που προέρχεται από τον κόσμο, ο οποίος εκλαμβάνεται ως διαρκής απειλή, είτε ακόμη και ως αναχώρηση από τον κόσμο, η οποία συχνά ενδύεται τον μανδύα της αφιέρωσης ή και της μοναχικής κλήσεως. Και καταλήγει χαρακτηριστικά ο εν λόγω συγγραφέας: «Συμπεραίνοντας θα μπορούσε κανείς να πει ότι η εκκοσμίκευση είναι η αλλοτρίωση του πιστού από τον κόσμο. Με άλλα λόγια είναι η αντιστροφή της ρήσης του αποστόλου Ιωάννη για τη σχέση Θεού και αντιχρίστου. Ο απόστολος λέει: «…μείζων εστίν ο εν υμίν (δηλ. ο Θεός) ή ο εν τω κόσμω (δηλ. ο αντίχριστος)» (Α΄ Ιω. 4,4). Στην περίπτωση της εκκοσμίκευσης ισχύει το «… μείζων εστίν ο εν τω κόσμω ή ο εν υμίν!» (Ηλία Α. Βουλγαράκη, «ό.π., σ.73). Από την πλουσιότατη βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα βλ. ενδεικτικά Alexander Schmeman, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, γ΄έκδ., σ. 78-104, ιδ. σ. 81, όπου, μέσω των απόψεών του, κυρίως όμως του τρόπου θεολογίας του, παρουσιάζεται ανάγλυφα η σημασία της επαφής ολόκληρου του πληρώματος της Εκκλησίας με τις πηγές της ορθόδοξης πίστης. Η χρήση των πηγών αυτών, προκειμένου ο εν λόγω συγγραφέας να δώσει στον αναγνώστη όλες τις διαστάσεις και το αληθινό νόημα της συμμετοχής στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, αποτελεί εξαιρετικό δείγμα συνδυασμού θεολογικής κατάρτισης και ποιμαντικής μέριμνας, κάτι που εξέλιπε τραγικά στην Ρωσική πραγματικότητα της εποχής, στην οποίαν αναφερόμαστε.
[2] Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη του Μαχίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτου ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ, Αθήναι 2011, σ. 22-23. Πρβλ. Δημήτριου Γόνη, Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 78-79.
[3] Αρκετούς τέτοιους «άγιους», κυρίως Μητροπολίτες, κατέταξε η Ρωσική Εκκλησία στο αγιολόγιο, αν και πολλές τους δοξασίες, πολύ δε περισσότερο, πολλές πτυχές της ζωής τους ήταν ξένες προς την ορθή Χριστιανική διδασκαλία. Οι επισημάνσεις αυτές διατυπώθηκαν από τον Άγιο Μάξιμο, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο το κατηγορητήριο εναντίον του. Βλ. «Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο φωτιστής των Ρώσων», μετάφραση-επιμέλεια Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1991, σ. 62. Βλ. επίσης, Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 84.
[4] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 70-71.
[5] Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τ. ΙΙΙ, κεφ. 45, εκδ. Γιαλελής, Αθήνα 1976, σ. 99, 101.
[6] Ν. Karamzin, Η ιστορία της αυτοκρατορίας της Ρωσίας, μτφρ. Κ. Κροκίδα, Αθήνησι 1857, τ. Ε, III, σ, 410.
[7] Τρανό παράδειγμα αποτελεί η αίρεση των Ιουδαϊζόντων, που αποτελούσε μίγμα ορθολογισμού, δεισιδαιμονίας και αντιεκκλησιαστικού πνεύματος. Δεν δέχονταν την πίστη στην Αγία Τριάδα, την θεότητα του Χριστού, τους Αγίους και τα Ιερά Μυστήρια. Μέλη της ήταν αρκετοί διάκονοι και ιερείς, οι οποίοι δίδασκαν ανεξέλεγκτα και είχαν γίνει αποδεκτοί ακόμη και από μέλη της αυλής του μεγάλου ηγεμόνα της Μόσχας. Δημητρίου Γόνη, ό.π., σ. 32-33. Ανάλογη υπήρξε και η στάση του έναντι των Λατίνων. Βλ. Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ως Αγιορείτης, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 91.
[8]Η εκκοσμίκευση παρουσιάζει γενικώς μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων. AlexanderSchmeman,ό.π., σ. 79.
[9] Αναφέρει ο Χρήστος Λασκαρίδης για τον Δανιήλ, Μητροπολίτη Μόσχας την εποχή δράσεως του Αγίου Μαξίμου και ορκισμένου αντιπάλου του Αγίου: «Πειθήνιο και άβουλο όργανο καθώς ήταν της πολιτικής εξουσίας, πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον ηγεμόνα της Μόσχας». Μάξιμος ο Γραικός και οι εκκλησιαστικές επιδιώξεις της Μόσχας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 239.
[10]M. Gromov, Maxim rek, Moskva 1983, σ. 434.
[11]Βλ. Α. Β. Ποπώφ, στοPravoslavnajaBogoslovskajaEnciklopedija VII, σ. 425-430.
[12] «Η Φλωρεντία είχε καταστεί πια σύμβολο της εκκλησιαστικής διαίρεσης, όχι μόνο Ανατολής και Δύσης, παρά και Ελλήνων και Ρώσων». Αιμιλίου Ταχιάου, «Μάξιμος ο Γραικός». Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 61.
[13] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Η Ανθελληνική μονορθοδοξία των ρώσων του ΙΕ΄ αιώνος και Μάξιμος ο Γραικός, ανάτυπον εκ της «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Αθήνα 1947, σ. 5-6.
[14] Χρήστου Λασκαρίδη, Μάξιμος ο Γραικός και οι εκκλησιαστικές επιδιώξεις της Μόσχας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 50. Πρβλ. ‘Αγγελου Γιαννόπουλου, Το πρόβλημα της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, Πρακτικά… σ. 151. Οι απόψεις αυτές δεν έμειναν χωρίς αντίλογο. Η ιδεολογική κίνηση των Ζαβολγείων (αυτοί που μένουν «πίσω από το Όρος». Πρακτικά… σ. 150) είχε αναπτυχθεί στους μοναχικούς κύκλους του Ρωσικού Βορά, οι οποίοι διατηρούσαν την Ησυχαστική παράδοση, που είχε μεταφέρει από το Άγιο Όρος ο όσιος μοναχός Νείλος Σόρσκι (Αιμιλίου Ταχιάου, «Μάξιμος ο Γραικός, ό.π. 64). Υποστήριζε την ανάγκη ανάδειξης της γνήσιας πνευματικότητας του Χριστιανισμού, την στροφή στην ουσία και όχι τον τύπο του δόγματος, επιπλέον όμως την καταδίκη κάθε δεσποτισμού και κάθε αύξησης της δύναμης της Εκκλησίας μέσω του πλούτου (Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 28-29). Επρόκειτο ουσιαστικά περί καταπολέμησης της εκκοσμίκευσης μέσω της επιστροφής στην γνήσια Ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο επικεφαλής του κινήματος αυτού Βασσιανός, ευγενής και εξέχον στέλεχος της Ρωσικής κοινωνίας, (βλ. Τσιλιγιάννη, ο.π., σ. 29, υποσ. 88), άντλησε επιχειρήματα από το έργο του Αγίου Μαξίμου, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη θέση του Αγίου (ό.π., σ. 91-93). Πρβλ. Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, ό.π.
[15]Βλασίου Φειδά, «Μάξιμος ο Γραικός ο φωτιστής των Ρώσων», Εκκλησιαστική Ιστορία της Ρωσίας (988-1988), έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1997, σ. 31.
[16] Αυτό άλλωστε δεν το έκρυψε ο Μητροπολίτης Δανιήλ, επιβεβαιώνοντας με τον πλέον σαφή τρόπο την εκκοσμίκευση της Ρωσικής Εκκλησίας και την υποταγή της στον ηγεμόνα. Βλ. Δημητρίου Γόνη, ό.π., σ. 106
[17]Μεταξύ όσων αντέδρασαν ήταν και ο Άγιος Μάξιμος, με αποτέλεσμα να εξανεμιστεί η αρχική εκτίμηση του ηγεμόνα προς τον Μάξιμο. Στο γεγονός αυτό συνετέλεσε και το προσωπικό μένος του Μητροπολίτη Δανιήλ εναντίον του. Βλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ο.π., σ. 83, 93. Πρβλ. Όλγας Αλεξανδροπούλου, Η Ρωσία την εποχή του Μαξίμου Γραικού, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 122.
[18]Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 51. Βλ. JackHaney, FromItalytoMuscovy, Thelifeandworksof ΜaximtheGreek, Μόναχο 1973, σ. 32.Πρβλ. Κ. Τσιλιγιάννη, Το μεταφραστικόν, διορθωτικόν και ερμηνευτικόν έργον του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, Άρτα 1989, σ. 5-6. Πρβλ. Βλασίου Φειδά, ό.π., σ. 211.
[19] Το κείμενο επιγράφεται: «Στον ευσεβέστατο και υψηλότατο βασιλέα και θεοφύλακτο άρχοντα και μεγάλο ηγεμόνα πασών των Ρωσιών Βασίλειο, υιό του Ιωάννη, ο ελάχιστος μοναχός Μάξιμος Αγιορείτης, ταπεινώς προσκυνώ εν Κυρίω». ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 403-422.
[20]Ό.π., 405-406.
[21]Ό.π., σ. 420-421.
[22]Ό.π., σ. 421.
[23] Ό. π., σ. 421. Πρβλ. Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 61-62. Πρβλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ο.π., σ. 33-34.
[24] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 53.
[25]Ο.π.
[26] Για μια γλαφυρή αναπαράσταση της πρώτης συνάντησης μεταξύ του Αγίου Μάξιμου και του Τσάρου Βασιλείου, βλ. Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, Σκηνές από το βίο του Μαξίμου του Γραικού, σειρά: Ιστορία στη λογοτεχνία, 12, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, α.χ., σ. 38-47. Πρβλ. Κώστα Σαρδελή, Μάξιμος ο Γραικός, εκδόσεις ΕΣΤΙΑΣ, α.χ., σ. 128-132.
[27] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 57.
[28] Για τη σημασία του βιβλίου και τις συνθήκες μεταφράσεως του, βλ. ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 403-422.
[29] Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη του Μαξίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτου ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ, Αθήναι 2011, σ. 34-35.
[30] Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 63-65.Πρβλ. Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 36-37.
[31]Δημήτριου Γόνη, ό.π. σ. 62 &85-86, όπου και οι σχετικές παραπομπές. Πρβλ. Όλγας Αλεξανδροπούλου, Η Ρωσία την εποχή του Μαξίμου του Γραικού, σ. 123-124.
[32]Δημήτριου Γόνη, ό.π., σ. 103-104.
[33]Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 85-89.
[34]Ό.π., σ. 89-93.
[35]Ό.π., σ. 86-87 & 168 κ.εξ.
[36]ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 176.
[37]Ό.π., σ.181.
[38]Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 63-70.
[39] Βλ. Χρήστου Λασκαρίδη, ό.π., σ. 231. Πρβλ. Του ιδίου, Ο Μάξιμος θύμα της θεωρίας της Γ΄ Ρώμης και του Μητροπολίτη Δανιήλ. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 158.
[40]Γ. Παπαμιχαήλ, Η Ανθελληνική μονορθοδοξία…, σ. 7.
[41] Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 93-94 & 96.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Ο 16ο αιώνας αποτελεί για τη Ρωσία περίοδο εξόδου από τον Ταταρικό ζυγό και συγκρότησής της Ρωσίας σε ενιαίο κράτος με κεντρική διοίκηση, υπολογίσιμη στρατιωτική ισχύ και δυνατότητα κατάρτισης μακρόχρονου πολιτικού και διπλωματικού σχεδιασμού[1]. Πρόκειται για μια ταχύτατη εξέλιξη της Ρωσικής κοινωνίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την ύπαρξη εσωτερικών αντιφάσεων. Ενώ, δηλαδή, το Ρωσικό κράτος αρχίζει να «αναγνωρίζεται διεθνώς ως ισχυρή πολιτική δύναμη με ανοίγματα προς την Δυτική Ευρώπη»[2], η Ρωσική κοινωνία της αχανούς αυτής χώρας κρατάει ενεργά πολιτιστικά, θρησκευτικά και κοινωνικά κατάλοιπα περασμένων σκοτεινών περιόδων[3].
Αν και ο Ρωσικός λαός έχει ασπαστεί την Ορθοδοξία ήδη από τον 10ο αιώνα, η Ορθόδοξη πνευματικότητα, πεντακόσια χρόνια μετά, δεν είχε καταφέρει να αποτελέσει δύναμη πολιτιστικής και πνευματικής αναβάθμισης μεγάλων ομάδων του Ρωσικού πληθυσμού σε καμιά από τις εκφάνσεις της καθημερινότητας[4], αν και, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, ο λαός αυτός δεν στερείτο πολιτιστικών παραδόσεων και δίψας για μάθηση[5]. Αλλά και το κίνημα των Ζαβολγείων[6] αποδεικνύει την ύπαρξη Ορθόδοξων πνευματικών δυνάμεων, που είχαν διατηρήσει το κριτήριο της Ορθόδοξης πνευματικότητας.
Δυστυχώς, οι φωτεινές αυτές εξαιρέσεις δεν ήταν ικανές να εξισορροπήσουν την γενικευμένη αμάθεια και, ως επακόλουθο, την ασύλληπτη έκλυση των ηθών σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ιδιαιτέρα όμως η αμάθεια του ανώτερου και κατώτερου κλήρου, ως απόρροια της παντελούς έλλειψης Βιβλικών και Πατερικών πηγών, αλλά και μορφωτικών ιδρυμάτων, ιδιαιτέρα όμως πνευματικών προτύπων, στέρησε την Ρωσική κοινωνία από την προοπτική πνευματικής αναγέννησης, μέσω της Ορθόδοξης Θεολογίας, του Ορθοδόξου ήθους και γενικώς της Ορθόδοξης πνευματικότητας. Έτσι, η Ρωσική Εκκλησία, πλήρως εκκοσμικευμένη[7] , παρασύρθηκε από τον Τσαρικό μεγαλοϊδεατισμό, προσφέροντάς στον Ρώσο ηγεμόνα την εκκλησιαστική τεκμηρίωση του μεγαλείου της Τρίτης Ρώμης. Αυτή ήταν η ιδεολογική βάση, πάνω στην οποίαν στηρίχτηκε η αχαλίνωτη συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας, τόσο από τον ηγεμόνα, όσο και από την Εκκλησία, με αποτέλεσμα, και η μια και η άλλα, να εκφυλιστούν σε βακτηρίες ενός καταπιεστικού, άδικου και αυθαιρέτου κοινωνικού συστήματος φεουδαρχικού τύπου. Η συγκέντρωση πλούτου και η επιβολή της εξουσίας είχαν ως στόχο το μεγαλείο ενός συστήματος καισαροπαπισμού[8] που συχνά θέλει την Εκκλησία να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά της εξουσίας με αντάλλαγμα την μεταφυσική τεκμηρίωση των αυθαιρεσιών του ηγεμόνα.
Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, σε συνδυασμό με το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και την παντελή έλλειψη πνευματικής καθοδήγησης για αγώνα απόκτησης των αρετών, οδήγησαν σε αμαρτωλή συμπόρευση κράτος και Εκκλησία, με οδηγό τα αχαλίνωτα πάθη ευγενών και κληρικών. Την πρακτική τού σφετερισμού τής μικρής περιουσίας των αδυνάτων, της απληστίας και της καταρράκωσης κάθε έννοιας δικαιοσύνης εκ μέρους των ισχυρών, ακλουθούσαν συστηματικά και ανερυθρίαστα, φιλοχρήματοι Μητροπολίτες, που θεωρούσαν τις ενορίες ιδιοκτησίες τους, απομυζώντας τους λίγους πόρους των Χριστιανών και καταπιέζοντας τους αγράμματους δούλους ιερείς. Οι ίδιοι όμως αυτοί άτεγκτοι και σκληρόκαρδοι κληρικοί, ήταν έτοιμοι, με δουλοπρέπεια και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, να εκτελέσουν την οποιαδήποτε παράφρονα εντολή των τοπικών ηγεμόνων[9].
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της εκκοσμίκευσης ήταν και η τεράστια κτηματική περιουσία των Μονών. Προερχόταν από δωρεές και αφιερώσεις ευσεβών Χριστιανών, που σέβονταν και εκτιμούσαν τον μοναχισμό, ή, επί Ταταρικής κυριαρχίας, ήθελαν να διασφαλίσουν την περιουσία τους μετά θάνατο. Το 1553, υπολογίζεται πως ένα τρίτο του Ρωσικού κράτους κατελάμβανε η κτηματική περιουσία των Μονών, οι οποίες δεν λειτουργούσαν ως πνευματικά κέντρα, αλλά ως πολιτικο-οικονομικοί οργανισμοί, δανείζοντας και τοκίζοντας με υποθήκη[10].
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
Με αυτά τα δεδομένα, ο Άγιος Μάξιμος φτάνει στη Ρωσία, της οποίας την κοινωνία χαρακτηρίζει μια άβυσσος που χωρίζει την πολιτική και Εκκλησιαστική εξουσία από την τεράστια μάζα του απλού λαού. Η αναχώρησή του από το Άγιον Όρος έχει πολύ συγκεκριμένη σκοπιμότητα: Κατ΄ αρχήν λειτούργει ως γνήσιος μοναχός, ασκώντας υπακοή στον Γέροντα και στην ιερά Επιστασία του Αγίου Όρους. Αποδέχεται την αποστολή να συμβάλλει στην ανύψωση του πνευματικού επιπέδου του Ρωσικού λαού, μέσω της διορθώσεως και μεταφράσεως Ιερών κειμένων. Παράλληλα, δεν λησμονεί την οικονομική βοήθεια που προσδοκά η Μονή Βατοπαιδίου και το Άγιον Όρος γενικότερα από αυτήν την αποστολή, αλλά και την ελπίδα ολόκληρου του Ελληνικού γένους, που καλείται να αναζωπυρώσει για απελευθέρωση απ΄ τους Τούρκους μέσω της Ρωσικής δυνάμεως[11]. Την αποστολή αυτή αναλαμβάνει ως Έλληνας μοναχός, που ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γνωρίζει επαρκέστατα τις Ρωσικές βλέψεις και την λεπτή θέση του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ελπίζει να αποτελέσει γέφυρα συμφιλίωσης των δύο Εκκλησιαστικών κεφαλών και συγχρόνως να ενισχύσει το κύρος της Ελληνικής Πατερικής σοφίας. Έχει όμως επωμιστεί και έναν ακόμη ρόλο, εκείνον τού Έλληνα πατριώτη, ο οποίος δεν παύει να οραματίζεται την ελευθερία[12].
Μόλις όμως βρέθηκε στη Ρωσία, είναι φανερό πως η σκοπιμότητα της παρουσίας του διευρύνθηκε. Αφορμή αποτελεί η ηθική και κοινωνική εξαθλίωση της Ρωσικής κοινωνίας, η οποία τον αποκαρδιώνει με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, διότι του θυμίζει αντίστοιχες των νεανικών του χρόνων στην Ιταλία. Και ναι μεν, εκεί ίσως και να τις απέδωσε στην αρχαιολαγνεία της Αναγέννησης, ή ακόμη και στην Ρωμαιοκαθολική αποστασία. Εδώ όμως βρισκόταν σε περιβάλλον Ορθόδοξο. Η μορφή του αναμορφωτή μοναχού Σαβοναρόλα επανέρχεται στη σκέψη του και ενεργοποιεί ξανά τον θαυμασμό του για το θάρρος και την ακεραιότητά του. Ίσως να ενεργοποιεί και το φιλότιμό του, καθώς σ΄ αυτόν πέφτει τώρα το βάρος της εναντίωσης στην άλλη μεγάλη συνέπεια της εκκοσμίκευσης Ρωσικής Εκκλησίας: Την υπέρμετρη συγκέντρωση πλούτου και δυνάμεως εκ μέρους την Εκκλησίας και των Μοναστηριών και την αχαλίνωτη έκλυση των ηθών εκ μέρους Επισκόπων, ιερέων και μοναχών. Ενώ η Ρωσική Εκκλησία έχει διαμορφώσει μια Εκκλησία των ανακτόρων, ο Άγιος Μάξιμος κηρύσσει την Εκκλησία των κατακομβών[13].
Τι τον κάνει όμως να ευαισθητοποιηθεί τόσο αποφασιστικά στο κοινωνικό αυτό πρόβλημα;
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην πνευματική διαδρομή του Αγίου Μαξίμου. Η προσωπικότητά του συγκεντρώνει χαρακτηριστικά, τα οποία σπανίως συνυπάρχουν σε ένα άνθρωπο και ακριβώς αυτή είναι η αιτία της τόσο ξεχωριστής ζωής του. Από τη μια είναι ένα αρχοντόπουλο, που, πριν καλά καλά βιώσει τον Τουρκικό ζυγό στην Άρτα, αναχωρεί σε περιοχές, όπου πνέει ένα πιο φιλελεύθερο πνεύμα, όπως είναι η Ενετοκρατούμενη Κέρκυρα και οι πόλεις της Ιταλίας[14]. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αφομοιώσει, έστω και σε περιβάλλον χλιδής και διαφθοράς, τις νέες ιδέες για την αξία και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το φρόνημά του είναι υψηλό, καθώς δεν χρειάστηκε να υποταχτεί σε τυραννικές δυνάμεις, δεν στερήθηκε ποτέ την ελευθερία του λόγου, δεν απειλήθηκε. Παράλληλα, ως ενάρετος μοναχός με πλήρη συνείδηση του σχήματος και της πνευματικής του αποστολής, καλλιέργησε, πρώτα στον εαυτό του, την ακρίβεια του δόγματος και του ήθους της Ορθόδοξης πνευματικότητας, χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς νοθεύσεις. Έχει πλήρη εικόνα της αποστολής της Εκκλησίας τον κόσμο και είναι ο κατ΄ εξοχήν άνθρωπος, που είναι σε θέση να εντοπίσει και να προστατέψει την Εκκλησία από το δηλητήριο της εκκοσμίκευσης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αναλαμβάνει σταδιακά έργο, πέραν του μεταφραστικού και του συγγραφικού, που δεν αφορά μόνον ένα συγκεκριμένο πεδίο της ζωής, δηλ. της θρησκευτικότητας, ούτε και έναν αποδέκτη, δηλ. τον Ηγεμόνα, ούτε και μια περιορισμένη ομάδα, δηλ. τηνΕκκλησία. Ο λόγιος Μάξιμος εγκαταλείπει την εσωστρέφεια και πλέον δημοσιολογεί, προσχωρώντας στον πολιτικό αγώνα[15]. Απευθύνεται σε πολλαπλούς αποδέκτες, διευρύνει την θεματολογία του θεωρεί πως ο Εκκλησιαστικός λόγος μπορεί και πρέπει να παρεμβαίνει, όχι ακολουθώντας κελεύσματα πολιτικών σκοπιμοτήτων, αλλά υπακούοντας ουράνιες εντολές αλήθειας, αγάπης και δικαιοσύνης. Σε κάθε περίπτωση, αισθάνεται πως υπηρετεί ένα πολύ ευρύτερο όραμα. Με τη γραφή και τον λόγο του ελέγχει κληρικούς, στηλιτεύει ευγενείς, καλεί σε μετάνοια ηγεμόνες, αναδεικνύει προς τον λαό την έμπρακτη πίστη ως φάρμακο κατά της τυπολατρίας, προειδοποιεί για δεινά όλες τις κοινωνικές τάξεις, ασκεί κριτική για θέματα ηθικής ακόμη και στον ίδιο τον μεγάλο Δούκα, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες[16] και συγχρόνως λειτούργει όχι ως « θρησκευτικός ακτιβιστής»[17], αλλά ως Ορθόδοξος πνευματικός άνθρωπος, με την πλήρη σημασία του όρου. Και όλα αυτά με νηφαλιότητα, ευγένεια ήθος, χωρίς να χαθεί η φιλανθρωπία του[18]. Περισσότερη εύγλωττος είναι όμως αυτός καθ΄ εαυτός ο τρόπος της ζωής του, τα ασκητικό του παράδειγμα, η ακεραιότητα, η ανιδιοτέλεια και το θάρρος του. Δεν είναι υπερβολή να αναζητήσει κανείς στην βιωτή του αντιστοιχία με τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και τους αγωνιστές και δεδιωγμένους λόγω της ακεραιότητάς τους Πατέρες της Εκκλησίας. Κατ΄ ουσίαν αντιστρέφει πλήρως την εκκοσμίκευση: Αντί να αλλοιώνεται η Εκκλησία από τις κοσμικές μεθόδους και επιδιώξεις, ο Άγιος Μάξιμος έλκει με την στάση του τον κόσμο προς το ήθος και την πνευματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το κόστος της στάσης αυτής για τον Άγιο Μάξιμο είναι βαρύ. Η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να γίνει γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο, ιδίως κατά την περίοδο, που η Ρωσία διεκδικεί για πρώτη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο μεταξύ των προηγμένων Δυτικών λαών. Ο Μάξιμος θα παραμείνει για πάντα στη Ρωσία. Και μάλιστα απαξιωμένος και πλήρως αποκομμένος από τη Ρωσική κοινωνία. Ο φωτιστής των Ρώσων πρέπει να δικαστεί και να καταδικαστεί[19].
Η αμφισβήτηση του δικαιώματος των Μοναστηριών να κατέχουν μεγάλη περιούσια. Αυτό ήταν το δεύτερο σκάνδαλο,ως το δεύτερο εκ των δύο συμπτωμάτων της εκκοσμίκευσης της Ρώσικης Εκκλησίας, που προκάλεσε στην Ρωσική κοινωνία και στοίχισε στον Άγιο Μάξιμο, μαζί με την αμφισβήτηση του Αυτοκεφάλου, το μαρτύριο.
[1]Πρβλ. Όλγας Αλεξανδροπούλου, Η Ρωσία την εποχή του Μαξίμου Γραικού, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 121.
[2]Ό.π.
[3] Έσχατη αμάθεια η πλούτο καθ΄όλην την τεραστίανχώραν εις πάντα τα κοινωνικά στρώματα μεθ΄ όλων των συμπαρομαρτουσών αγροίκων πλανών, δεισιδαιμονιών και προλήψεων και των παντοίων λειψάνων της προχριστιανικής ρωσσικήςειδωλολατρείας». Γρ. Παπαμιχαήλ, Μάξιμος ο Γραικός, ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, Αθήνα 1950, σ. 64.
[4] Δ. Γόνη,Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 76.
[5] π. Αλεξίου, Μάξιμος ο Γραικό στη Ρωσία: Από τη ζωή του και την προσφορά του στο φωτισμό των Ρώσων, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 127.
[6] Η ιδεολογική κίνηση των Ζαβολγείων (αυτοί που μένουν «πίσω από το Όρος». Πρακτικά… σ. 150) είχε αναπτυχθεί στους μοναχικούς κύκλους του Ρωσικού Βορά, οι οποίοι διατηρούσαν την Ησυχαστική παράδοση, που είχε μεταφέρει από το Άγιο Όρος ο όσιος μοναχός Νείλος Σόρσκι. (Αιμιλίου Ταχιάου, «Μάξιμος ο Γραικός», Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 64). Υποστήριζε την ανάγκη ανάδειξης της γνήσιας πνευματικότητας του Χριστιανισμού, την στροφή στην ουσία και όχι τον τύπο του δόγματος, επιπλέον όμως την καταδίκη κάθε δεσποτισμού και κάθε αύξησης της δύναμης της Εκκλησίας μέσω του πλούτου (Κ. Τσιλιγιάννη,Η δίκη του Μαχίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτου ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ, Αθήναι 2011, σ. 28-29). Επρόκειτο ουσιαστικά περί καταπολέμησης της εκκοσμίκευσης μέσω της επιστροφής στην γνήσια Ορθόδοξη πνευματικότητα. Ο επικεφαλής του κινήματος αυτού Βασσιανός, ευγενής και εξέχον στέλεχος της Ρωσικής κοινωνίας, (βλ. Τσιλιγιάννη, ο.π., σ. 29, υποσ. 88), άντλησε επιχειρήματα από το έργο του Αγίου Μαξίμου, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη θέση του Αγίου (ό.π., σ. 91-93). Πρβλ. Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ως Αγιορείτης, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 91.
[7]Αναλυτικά περί εκκοσμίκευσης, βλ. 5η ενότητα, υποσ. 1.
[8] Βλ. Άγγελου Γιαννόπουλου, Το πρόβλημα της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 151.
[9] Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 23-25.
[10] Βλ. Δ. Γόνη,ό.π., σ. 74-75. Πρβλ. Γ. Παπαμιχαήλ, ό.π., σ. 88-95, όπου υπάρχει λεπτομερής ανάλυση της κατάστασης του μοναχικού βίου. Πρβλ. ό.π., σ. 477.
[11]Με την ολοκλήρωση της μετάφρασης του Ψαλτήρα, συντάσσει ένα υπόμνημα προς την Ηγεμόνα, «αναλύοντας εμπνευσμένα, λυρικό, αλλά και βαθυστόχαστα τον πνευματικό πλούτο και τη θεολογική αξία του Ψαλτήρα» (Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π.. σ. 33). Στο τε΄λος του κειμένου αυτού παρουσιάζει επιγραμματικά την σκοπιμότητα, αλλά και τις προσδοκίεςτου για επιστροφή: «Να μας δώσεις άδεια να επιστρέψουμε σώοι στην Τίμια Μονή Βατοπαιδίου, που από καιρό μας έχει επιθυμήσει και αναμένει την επιστροφή μας…Θυμήσου επίσης και την πτωχεία της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου εξαιτίας της οποίας μας έστειλαν εδώ να εργαστούμε σκληρά…όχι για τον εαυτό μας, αλλά επειδή μας έστειλαν οι αδελφοί μας… …η Νέα Ρώμη, μακάρι να ευδοκήσει Αυτός να απελευθερωθεί μέσω του ευσεβούς κράτους της βασιλείας σου…και να δώσει με την βοήθειά σου σε μας τους δυστυχισμένους το φως της ελευθερίας…». ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, ΚΕ΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 420-422.
[12] Βλ. Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Μάξιμος ο Γραικός, ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, Αθήνα 1950, σ. 436.
[13] Άγγελου Γιαννόπουλου, ό.π., σ. 153.
[14] Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 35.
[15] Όλγας Αλεξανδροπούλου, Η Ρωσία την εποχή του Μαξίμου του Γραικού, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 123-124.
[16] Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 43.
[17] Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, ό.π.
[18] Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 47.
[19]Ό.π., σ. 44.
Ο μοναχός Μάξιμος ο Βατοπαιδινός, γόνος Βυζαντινής αρχοντικής γενεάς από την Άρτα, με λαμπρές σπουδές στην Κέρκυρα και την Ιταλία από τους επιφανέστερους λογίους της Αναγέννησης, μυημένος στην Ορθόδοξη πνευματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ασκητής Ησυχαστής στον Άγιον Όρος, μεταβαίνει στη Ρωσία κατόπιν προσκλήσεως του ηγεμόνος Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας Βασιλείου του Γ΄, με σκοπό να αναμορφώσει την πνευματική και εκκλησιαστική ζωή της χώρας αυτής μέσω μεταφράσεων λειτουργικών βιβλίων και συγγραφή νέων.
Από το 1518 που έφτασε στην Ρωσία μέχρι το 1525 που οδηγείται στην πρώτη του δίκη, έχει αποκτήσει πλήρη εικόνα της μεγάλης εκκλησιαστικής, θεολογικής, πνευματικής και ηθικής παρακμής της Ρωσικής κοινωνίας γενικά και της Ρωσικής Εκκλησίας ειδικότερα. Αντί να περιοριστεί στην ολοκλήρωση της αρχικής του αποστολής, με ταπείνωση και ακεραιότητα, αναλαμβάνει τον ρόλο του σεμνού και ταπεινού κριτή και του πνευματικού ηγέτη, που καλεί τους πάντες σε μετάνοια και αναγέννηση.
Στο διάστημα αυτό έχει μεταβεί από το ζενίθ της δόξας και της εκτίμησης ολόκληρης της κοινωνίας της Μόσχας στο ναδίρ της απαξίωσης και του εξευτελισμού. Αυτός, που με το έργο και κυρίως τον βίο του ξαναδώσει στην Ρωσική κοινωνία το μέτρο της Ορθόδοξης πνευματικότητας και αναμόρφωσε ολόκληρη τη Ρωσική πνευματική και πολιτιστική ζωή της, σύρεται δέσμιος στο εδώλιο του κατηγορουμένου με βαρύτατες κατηγορίες.
Το γεγονός είναι πως όλες οι κοινωνικές τάξεις και όλοι οι παράγοντες της εξουσίας είχαν λόγους να επιθυμούν, όχι απλώς τη σιωπή του αλλά τον εξοβελισμό του:
- Ο απλός λαός δέχτηκε την κριτική του για την τυπολατρία, την άσωτη ζωή, τη μέθη, τη μαγεία, την αστρολογία, την απόλυτη έκπτωση του θεσμού της οικογένειας.
- Η ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας δέχτηκε την κριτική του για την φιλοχρηματία, την συμπόρευση με την πολιτική εξουσία, την ασωτία, την υποδαύλιση της ρήξεως με τον Οικουμενικό Πατριαρχείο, την παντελή έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας και εκπαίδευσης.
- Ο κατώτερος κλήρος δέχτηκε την κριτική του για την αποπνευματικοποίηση της λειτουργικής ζωής και την πλήρη αδιαφορία του για θέματα ηθικά και πνευματικά.
- Οι μοναχοί δεχτήκαν την κριτική του για την έκπτωση των Ιερών Μονών σε οικονομικούς οργανισμούς με κολοσσιαία περιουσία και κρησφύγετα απατεώνων, στυγνών εκμεταλλευτών των αδυνάτων, εγκληματικών, ακόλαστων και τοκογλύφων.
- Οι κάθε λογής θεομπαίχτες δέχτηκαν την κριτική του για την ανακήρυξη ψευτοαγίων και την εκμετάλλευση της απαιδευσίας, της μωροπιστίας και της μυστικοπαθούς φύσεως του Ρωσικού λαού.
- Οι ευγενείς δέχτηκαν την κριτική του για την χλιδή, την ανηθικότητα και την αποκοπή από κάθε Χριστιανική εντολή, καθώς και για την αφάνταστη σκληρότητα προς τους φτωχούς.
- Ο Ηγεμόνας δέχτηκε την κριτική του για την σκληρότητα του, την στάση του απέναντι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, καθώς και για το διαζύγιο και τον δεύτερο γάμο του.
- Το κατεστημένο των διανοουμένων και λογίων δέχτηκαν την κριτική του για το χαμηλό τους επίπεδο και την αδιαφορία τους απέναντι στις αμέτρητες πνευματικές και μορφωτικές ανάγκες του λαού[1].
Στην κριτική του αυτή ο Άγιος Μάξιμος δεν υπήρξε ποτέ επιθετικός, ούτε και προσωποποιούσε τις μομφές του. Παρέμεινε αμετακίνητος στις αρχές του αλλά σεβόταν απόλυτα τα πρόσωπα[2]. Παράλληλα, δεν περιορίζεται σε στείρα κριτική. Παράγει συγγραφικό, μεταφραστικό και διορθωτικό έργο, ενώ αναβαθμίζει την πνευματική ζωή τής Ρωσίας σε λογοτεχνικό, ποιητικό και φιλολογικό επίπεδο. Αν και ακολούθησε την Βιβλική προτροπή: «Μη έλεγχε κακούς ίνα μη μισώσιν σε, έλεγχε σοφόν και αγαπήσει σε»[3], δεν απέφυγε το μίσος των κακών.Είναι φανερό πως με την κριτική του, ενεργοποίησε πάθη ανταγωνισμού, φόβου και φθόνου, αλλά, παράλληλα, έθεσε σε κίνδυνο πολιτικούς και εκκλησιαστικούς σχεδιασμούς.
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1525 ξεκινά η δίκη του Αγίου Μαξίμου στη Μόσχα, αρχικά στο παλάτι του Ρώσου ηγεμόνα και κατόπιν στη Συνοδική μεγάλη αίθουσα του Πατριαρχείου της Μόσχας[4]. Έχει προηγηθεί συστηματική προπαγάνδα απαξιώσεώς του εκ μέρους του επιτελείου του Μητροπολίτη Δανιήλ, παρουσιάζοντάς τον ως αιρετικό, κατάσκοπο και όργανο του Σατανά[5]. Το κατηγορητήριο περιλαμβάνει τις κατηγορίες της αίρεσης, της κριτικής κατά του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας, την κριτική κατά της τεράστιας περιουσίας των Μοναστηριών, την κριτική κατά των Ρώσων Μητροπολιτών και Ρώσων νεοφανών αγίων, την κριτική κατά του μεγάλου Δούκα και την κατασκοπία[6]. Μετά το τέλος της καταθέσεως (ψευδο) μαρτύρων, της παντελούς εγκαταλείψεως εκ μέρους ακόμη και των στενότερων συνεργατών του[7] και παρά την εμπεριστατωμένη και πλήρους ταπεινού φρονήματος και έντονης συγκινησιακής φόρτισης απολογία του Μαξίμου, ο Μητροπολίτης Δανιήλ, με εντολή του Μεγάλου Δούκα, τον κηρύσσει ένοχο για αίρεση και κριτική κατά της ανεξαρτησίας της Ρωσικής Εκκλησίας[8]. Όπως είναι φανερό, ο Ηγεμόνας δεν θέλησε να εντάξει στην καταδίκη στοιχεία πολιτικής ανάμιξης, καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις και προτίμησε να αναδείξει μόνον αιτίες θεολογικές και εκκλησιαστικές. Σε κάθε περίπτωση, «εις τον Μάξιμον επεβλήθη η ποινή της εξορίας και της ισοβίου εγκαθείρξεως εις Μονής ως κριθέντα ένοχον κυρίως αιρέσεως»[9].
Το 1531, έξι χρόνια μετά την καταδίκη του, ο Άγιος Μάξιμος κάθεται ξανά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ο Μητροπολίτης Δανιήλ, λόγω της επιθυμίας του να ταπεινώσει ολοκληρωτικά τον Μάξιμο, του φόβου του μήπως ο ηγεμόνας επιδείξει επιείκεια προς τον έγκλειστο μοναχό, της ανησυχίας του μήπως κριθεί το πρώτο δικαστήριο αναρμόδιο και επιληφθεί του θέματος το Οικουμενικό Πατριαρχείο, της προθέσεώς του να στηρίξει ακόμη περισσότερο τις κατηγορίες με νέους μάρτυρες και δήθεν νέα στοιχεία[10], έσυρε ξανά σε δίκη τον Μάξιμο, με παρεμφερείς κατηγορίες[11]. Ο Άγιος Μάξιμος κρίθηκε εκ νέου ένοχος[12] και καταδικάστηκε σε ακόμη αυστηρότερο εγκλεισμό.
Και ναι μεν δύο από τις κατηγορίες, εκείνη της κριτικής κατά του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας και εκείνη της κριτικής κατά της μεγάλης περιουσίας των Μοναστηριών, στηρίχτηκαν επί υπαρκτών γεγονότων[13]. Όσον δε αφορά τις υπόλοιπες, αποδεικνύεται περίτρανα πως ήταν απολύτως χαλκευμένες, βασισμένες σε ψευδομαρτυρίες και υποκινούμενες από ποταπά κίνητρα και σκοτεινούς σχεδιασμούς[14].
Αν και οι αλλοιωμένες πηγές εμποδίζουν ομοφωνία μεταξύ μελετητών του βίου του[15] ως προς την ανάδειξη της βασικής αιτίας της διώξεως του Αγίου[16], από το σύνολο των στοιχείων βγαίνει το συμπέρασμα πως οι βασικές αιτίες είναι τρεις:
- Προσωπικά πάθη, τόσο του ηγεμόνα, που ενοχλήθηκε πολύ από την κριτική που υπέστη απόν Άγιο Μάξιμο, όσο και του Μητροπολίτη Δανιήλ που οδηγήθηκε στον φθόνο εξαιτίας της ακτινοβολίας της προσωπικότητας του Αγίου.
- Ο κίνδυνος να διαρρεύσουν έκτος Ρωσίας οι πληροφορίες για τα σοβαρά προβλήματα της Ρωσικής κοινωνίας, σε περίοδο μάλιστα που η Ρωσία είχε αρχίσει να θεωρείται μία εκ των μεγάλων δυνάμεως της Δυτικής Ευρώπης.
- Ο κίνδυνος εξεγέρσεως αγνών θρησκευόμενων από την αποκάλυψη των ατασθαλιών της εξουσίας και η δημιουργία ανεξέλεγκτων κοινωνικών καταστάσεων.
Υπεράνω όλων όμως, η πλέον βασική αιτία είναι η αμφισβήτηση του μοντέλου δόμησης του νέου Ρωσικού κράτους, με την πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία να αλληλοϋποστηρίζονται, παραβιάζοντας θεμελιώδεις ηθικούς, πνευματικούς, εκκλησιαστικούς και κοινωνικούς κανόνες, προκειμένου να υλοποιηθούν πολιτικοί στόχοι. Ο Άγιος Μάξιμος στηλιτεύει και εναντιώνεται στην εκκοσμίκευση της Ρωσικής Εκκλησίας[17], που της στερεί την δυνατότητα, ελεύθερη και ακμαία, να επισημαίνει το άδικο και το ανήθικο, καλώντας τους πάντες αδιακρίτως σε μετάνοια. Με τον τρόπο αυτό, ο λόγιος Αγιορείτης μοναχός και ο νηπτικός ασκητής καθίσταται με το έργο και τον βίο του μέτρο ηθικής ακεραιότητας, Ορθόδοξης πνευματικότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης, εκκλησιαστικής τάξεως, δογματικής ακρίβειας και πολιτιστικής αναγέννησης. Ως τέτοιος διώκεται από μια εξουσία που στηρίζεται στην απόλυτη αυθαιρεσία και μια Εκκλησιαστική ηγεσία που έχει χάσει τον πνευματικό της προσανατολισμό και την ουσία της αποστολής της στον κόσμο.
[1]Ο Κ. Τσιλιγιάννηςταξινομεί τις δέκα αιτίες διώξεως του Αγίου Μαξίμου(Η δίκη του Μαξίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτου ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ, Αθήναι 2011, σ. 49-93):
- Κριτική κατά της τυπολατρίας.
- Κριτική κατά των Μητροπολιτών.
- Κριτικά κατά της αμαρτωλής ζωής και συμπεριφορών κληρικών και μοναχών.
- Κριτική κατά της μεγάλης γαιοκτησίας των Μοναστηριών και της στυγνής εκμετάλλευσης των φτωχών.
- Κριτική κατά του αυτοκεφάλου της Ρωσικής Εκκλησίας.
- Κριτική κατά του μεγάλου Δούκα και των αρχόντων της Ρωσικής φεουδαρχίας.
- Κριτική και επέμβαση σε πολιτικές αποφάσεις.
- Κριτική κατά ορισμένων Ρώσων Αγίων.
- Τα ελάχιστα διορθωτικά και μεταφραστικά λάθη του.
- Το προσωπικό μίσος του Μητροπολίτη Μόσχας Δανιήλ.
[2] Τρανό παράδειγμα αποτελεί η κριτική απέναντι στον ηγεμόνα, η οποία δεν προσωποποιείται, αλλά εκφράζεται μέσω της συγγραφής κειμένων προς ανώνυμο ηγεμόνα. Βλ. «Παραινετική επιστολή προς έναν ηγεμόνα περί της ψευδούς της αστρολογίας και παρηγορητική σε όσους ζουν εν θλίψει», ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Β΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2012, ΙΘ΄, σ. 349-358. Πρβλ. «Διεξοδικός και συμπονετικός περί των ανάρχων πράξεων και ατασθαλιών βασιλέων και αρχόντων», ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, ΙΚΣΤ΄, σ. 323-336. Πρβλ. Επιστολή προς τους Ορθοδόξους άρχοντες σχετικά με τον τρόπο που οφείλουν να διοικούν κα να εκδικάζουν τις υποθέσεις κατά τρόπο θεοπρεπή και φιλεύσπλαχνο». Ό.π., ΚΖ, σ. 437-443. Το ίδιο πράττει, προκειμένου να στηλιτεύσει την περιουσία των Μονών. Συγγράφει «επιστολή περί της ακτημοσύνης των Μονών του Αγίου Όρους», ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Δ΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2017, 3, σ. 71-78.
περί του Χριστιανού ηγεμόνα.
[3] Παροιμίες, 9,8.
[4] Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 135.
[5]Ό.π., σ. 136
[6]Ό.π., σ. 133-134.
[7] Δ. Γόνη,Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 109.
[8]Ό.π., σ. 150.
[9] Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Μάξιμος ο Γραικός, ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων, Αθήνα 1950, σ. 301.
[10] Κ. Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 162-163.
[11]Ό.π., σ. 168-218.
[12] Ό. π., σ. 220
[13]Ό.π., σ. 93-94. Πρβλ. σ. 223
[14]Ό.π., σ. 96.
[15] Χρήστου Λασκαρίδη, Μάξιμος ο Γραικός και οι εκκλησιαστικές επιδιώξεις της Μόσχας, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 39-40.
[16] Άλλοι θεωρούν ως βασική αιτία την κριτική του δευτέρου γάμου του ηγεμόνα (Δημητρίου Γόνη, ό.π., σ. 106-108), άλλοι την κριτική του στην ιδέα της Τρίτης Ρώμης (Λασκαρίδης, ό.π., σ 262. Πρβλ. Άγγελου Γιαννόπουλου, Το πρόβλημα της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 153), άλλοι την δημόσια κριτική αρχόντων και κληρικών για τον αμαρτωλό τους βίο και την σκληρότητά τους, καθώς και για τον κίνδυνο να κοινοποιηθούν αυτά εκτός Ρωσίας (Κ. Τσιαλιγιάννης, ό.π., σ. 44).
[17]Πρβλ. αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Η εκκοσμίκευση προκαλεί την Αυτοκεφαλία και τη μεγάλη περιουσία, Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου «Μάξιμος ο Γραικός», Άρτα, 28-30 Οκτωβρίου 1988, σ. 167. Αναλυτικά περί εκκοσμίκευσης, βλ. 5η ενότητα, υποσ. 1.
Ο Αγιορείτης Βατοπαιδινός μοναχός Μάξιμος, γόνος γενεάς αρχοντικής αλλά και ζηλωτής γενεάς υπερκόσμιας ευγενείας, καταφτάνει στη Ρωσία με αποστολή να συνεισφέρει στην θεολογική και πνευματική αναγέννηση τη Ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και, ευρύτερα, της Ρωσικής κοινωνίας μέσω τη διόρθωσης θρησκευτικών βιβλίων, αλλά και μεταφράσεων Πατερικών έργων στη Ρωσική γλώσσα. Ο ευνοούμενος του Μεγάλου Δούκα, πλήρως αναγνωρισμένος ως σοφός από την Ρώσικη Εκκλησία και ο αποδεκτός ως πνευματικός ηγέτης από το σύνολο της Ρωσικής κοινωνίας, μέσα σε μόλις επτά χρόνια σύρεται κατηγορούμενος για πολλές πλασματικές και ανυπόστατες κατηγορίες. Αληθινή αιτία, πέραν των διαχρονικών και πανανθρώπινων παθών του ανταγωνισμού και του φθόνου, είναι η αμφισβήτηση μιας ανίερης συμμαχίας μεταξύ πολιτικής και Εκκλησιαστικής ηγεσίας, με σκοπό την παγίωση της κοινωνικής αδικίας και την δημιουργία μιας νέας ισχυρής στρατιωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά Ευρωπαϊκής δύναμης. Στον βωμό αυτού του σχεδιασμού, ο πρώτος φωτιστής των Ρώσων και μέτρο πνευματικότητας και ακεραιότητας για την Ρωσική κοινωνία Μάξιμος ο Βατοπαιδινός, οδηγείται σε μαρτυρικό εγκλεισμό, με απόφαση δύο διαδοχικών δικών, το 1525 και το 1531, προκειμένου να αποκαθηλωθεί πλήρως από τη συνείδηση της Ρωσικής κοινωνίας και κυριολεκτικά να εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Μετά την πρώτη δίκη, ο Άγιος Μάξιμος καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Με άκρα μυστικότητα μεταφέρθηκε, από τη Μόσχα στη Μονή του Οσίου Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ, όπου εγκλείστηκε σε κελί υγρό και ανήλιαγο[1]. Η διαταγή ήταν να παραμένει σε πλήρη απομόνωση, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με κανέναν, δίχως βιβλία και γραφική ύλη[2]. Πέραν των διαταγών, είχε να αντιμετωπίσει σωματικά, ψυχικά και πνευματικά μαρτύρια από τους δεσμώτες του, υποτίθεται αδελφούς μοναχούς Χριστιανούς[3]. Υπέφερε πείνα, δίψα, κρύο, δυσωδία, αναθυμιάσεις, στέρηση απασχόλησης και το οδυνηρότερο, στέρηση Θείας Κοινωνίας. Αντί για χαρτί, ο τοίχος του κελιού του έγινε επιφάνεια συγγραφής ύμνων προς το Άγιο Πνεύμα με γραφίδα, κομμάτια κάρβουνο. Και είναι ακριβώς αυτά τα κείμενα[4] τα οποία επιβεβαιώνουν την μαρτυρική ανάβαση του Αγίου Μαξίμου σε πνευματικά ύψη, με τελικό προορισμό την θέωση. Μοναδική παρηγοριά και στήριγμα στην μοναξιά, την εγκατάλειψη, την πλήρη απομόνωση, τον σωματικό και ψυχικό πόνο, την συκοφαντία και τον διαρκή εξευτελισμό αποτελούσε γι΄ αυτόν η προσευχή, η θεία πληροφορία πως επιτελεί θέλημα Θεού, καθώς και οι καρποί της διαρκώς αυξανόμενης πνευματικής του τελειώσεως[5].
Μετά τη δεύτερη δίκη επέστρεψε στην φυλακή του στο Βολοκολάμσκ, με επιβεβαίωση της πρωτόδικης απόφασης των ισοβίων δεσμών και της ακοινωνησίας, με την διαταγή μάλιστα να βρίσκεται συνεχώς σιδηροδέσμιος. Σε απροσδιόριστο χρόνο μετεφέρθη στη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Ότροτς της επισκοπής της πόλεως Τβερ[6]. Έμελλε, στην πόλη αυτή, ο Άγιος Μάξιμος να βρει την ελάφρυνση του μαρτυρίου του εκ μέρους του επισκόπου της Τβερ Ακακίου, ο οποίος ήταν –τι ειρωνία!- αδελφός του Ιωσήφ Βολότσκι, του πνευματικού ηγέτη των Ιωσηφιτών. Ο Ακάκιος περιόρισε τα σιδηρά δεσμά, απαγόρευσε τα βασανιστήρια των φρουρών προς του Άγιο και τον εξόπλιζε με γραφική ύλη[7]. Σε αυτήν την κατάσταση παρέμεινε ο Άγιος Μάξιμος για είκοσι χρόνια, στην διάρκεια των οποίων συνέγραψε τον μεγαλύτερο όγκο των έργων του με μορφή επιστολών, τα οποία επιμόνως ζητούσαν όλο και περισσότεροι Ρώσοι όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Παράλληλα, μέσω συγγραφής απολογητικών κείμενων της θεολογίας του, δεν σταμάτησε να υποστηρίζει πως καταδικάστηκε άδικα και να επιζητεί την απελευθέρωσή του, την επιστροφή στο Άγιον Όρος και βεβαίως την άδεια να λάβει ξανά την Θεία Κοινωνία[8].
Τα πράγματα δεν άλλαξαν, ούτε όταν πέθανε ο Ηγεμόνας Βασίλειος το 1534 και ανέβηκε στον θρόνο ο Ιβάν ο Τρομερός, επιτροπευόμενος από την δεύτερη σύζυγο του Βασιλείου του Γ΄ Ελένη, ούτε όταν ο Μητροπολίτης Δανιήλ, το 1539, εκθρονίστηκε και φυλακίστηκε στην πρώτη φυλακή του Αγίου Μαξίμου, στη Μονή του Βολοκολάμσκ. Οι διάδοχοί του, Ιωασάφ και Μακάριος, κατανοούν την αδικία και το μαρτύριο του Μαξίμου, αρνούνται όμως να πάρουν την οποιαδήποτε πρωτοβουλία[9]. Ο Τσάρος και οι Βογιάροι ευγενείς έχουν άλλες προτεραιότητες. Τελικώς, το 1543, επιτρέπεται στον Μάξιμο να κοινωνήσει. Οκτώ χρόνια μετά, με παρέμβαση του ηγουμένου της Λαύρας του Αγίου Σεργίου, Αρτεμίου, απελευθερώνεται και εγκαθίσταται στη Λαύρα για να βοηθήσει τον ηγούμενο στην εκπλήρωση των καθηκόντων του. Πολλά αξιόλογα πρόσωπα αρχίζουν πλέον και τον επισκέπτονται συστηματικά και αναλαμβάνουν να συνεχίσουν το έργο του. Η εχθρότητα δεν έπαψε, το κύρος του όμως και η όλο και αυξανόμενη εκτίμηση του Τσάρου προς το πρόσωπό του τον προστάτεψαν από νέες περιπέτειες.
Στις 21 Ιανουαρίου 1556[10], ημέρα εορτής του ομώνυμου Άγιου Μαξίμου και συνάξεως τα θαυματουργού εικόνας της Παναγίας της Παραμυθίας, ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός εκοιμήθη οσιακά και ετάφη στη Λαύρα του Αγίου Σεργίου.
Ενώ λοιπόν η Ρωσία, μέσω πολιτικών και εκκλησιαστικών σχεδιασμών βαδίζει τον δρόμο της απόκτησης εγκόσμιας δύναμης και επιρροής, ο Μάξιμος, μέσω ενός πρωτόγνωρου σε διάρκεια και ένταση μαρτυρίου, βαδίζει τον δρόμο της ανόδου προς τη αποθέωση, ως μάρτυρας πολιτισμού και ως οσιομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Με διαρκώς αυξανόμενο το πνευματικό κύρος του επί σχεδόν πέντε αιώνες[11], την αναγνώριση της πολιτιστικής του προσφοράς[12], τα θαύματα, αλλά κυρίως την ευσέβεια του Ρωσικού λαού, το 1988 η Ρωσική και η Ελληνική Εκκλησία κατέταξαν τον Μάξιμο τον Γραικό στην χορεία των αγίων[13].
[1]Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, Η δίκη του Μαξίμου του Γραικού, εκδ. Ινστιτούτου ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ, Αθήναι 2011, σ. 157.
[2]Δ. Γόνη, Βίος του Αγίου Μαξίμου του Γραικού, ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 111-112.
[3]I. V. Budovnic, RusskajaPublicistikaXVIv, Moskva 1947, σ. 141.
[4] «ΖhitieprepodobnagootcanashegoMaximaGreka…”, Troice-SergievaLavra, 1909, σ. 109-122.
[5] Βλ., Αρχιμ. Εφραίμ, καθηγουμένου Ι. Μ.Μ. Βατοπαιδίου, «Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός», περ. Πεμπτουσία, τχ. 20, Απρίλιος-Ιούλιος 2006, σ. 114.
[6] Δ. Γόνη, ό.π., σ. 117.
[7] Βλ. ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ ΛΟΓΟΙ, τομ. Α΄, εκδ. Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011, σ. 513-514.
[8]Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 230-247.
[9] Σε σχετικό αίτημα, ο Μητροπολίτης Μακάριος απαντά: «Ασπαζόμαστε τα δεσμά σου ως ενός των αγίων, αλλά αδυνατούμε να βοηθήσουμε» (NinaSinicyna, MaksimGrekvRossii, Μόσχα 1977, σ. 156.
[10]Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, όπ.π., σ. 285-287.
[11]Κωνσταντίνου Τσιλιγιάννη, ό.π., σ. 289-292.
[12]Ό,π., σ. 339-344
[13] Δ. Γόνη, ό.π., σ. 136.
Μονόλογοι
Όπως ακούγονται στην αφήγηση για τη ζωή του Αγίου Μάξιμου.
ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ ΤΟ ΦΤΕΡΟ
Με λένε Μάξιμο. Με λέγαν Μιχαήλ . Έζησα μια ολόκληρη ζωή παραδομένος στο θέλημα του Θεού, που αγάπησα πιο πολύ και από τον εαυτό μου. Θέλησα να ζήσω μια ζωή γεμάτη νόημα, να πω πως πέρασα από τη γη αυτή και άφησα πίσω μου ένα σημάδι. Με ό,τι καταπιάστηκα, έδωσα όλη μου την ψυχή. Πρώτα στη σοφία των Ελλήνων προγόνων μου κι ας γνώρισα τις Ελληνικές μου ρίζες σε καιρούς δύσκολους, 17 μόλις χρόνια μετά την άλωση της Βασιλεύουσας. Μετά, ξενιτεύτηκα στην Ιταλία και γνώρισα σε βάθος τα κατορθώματα της Εσπερίας. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως η ψυχή μου ποθούσε τη σοφία ενός κόσμου άλλου. Κι έτσι κατέληξα ως ο έσχατος των μοναχών, στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Πίστεψα πως εκεί θα τελειώσω τη ζωή μου. Μια κλήση όμως, σαν εκείνη που άκουσε στο όραμά του ο Παύλος από τον Μακεδόνα νέο, ήρθε από τον Βορρά, από το γένος των Ρώσων. Ζήταγαν τη σοφία της Ρωμαίικης παράδοσης για να στηρίξουν πάνω της μια νέα Ορθόδοξη Αυτοκρατορία. Η Ευρώπη άλλαζε, ο κόσμος άλλαζε. Στον νέο κόσμο, η Ρωσία θα ΄ταν η μόνη ελεύθερη Ορθόδοξη χώρα. Μα τι Ορθοδοξία θα ΄ταν αυτή; Γνήσια Ορθόδοξη Πατερική ή αλλοτριωμένη; Εμένα λοιπόν έκριναν άξιο, ο Θεός κι ο γέροντας μου, να αντιπαλέψω με τις λίγες μου δυνάμεις το θηρίο της αμάθειας και της αλλοίωσης της Ορθόδοξης πίστης και της πνευματικής ζωής των Ρώσων αδελφών μας. Έφτασα εδώ ένδοξος και να που τώρα, καταλήγω συκοφαντημένος και βασανισμένος έγκλειστος ισοβίτης. Τι έφταιξα; Σ΄ ένα μόνο: Αγωνίστηκα για ελεύθερη και ζωντανή Εκκλησία.
Δέχομαι το τίμημα. Δεν θα ξαναδώ το λατρευτό μου Βατοπαίδι. Η γη των Ρώσων σύντομα θα δεχτεί το πονεμένο μου κορμί. Και όταν βρεθώ ενώπιον του φοβερού βήματος, ένα μονάχα θα επικαλεστώ ενώπιόν Του: Την πίστη μου τη φλογερή στο σοφό Του θέλημα. Έχω όμως μια κρυφή ελπίδα: Πως ο κόπος μου χαμένος δεν θα πάει. Γιατί δεν κόπιασα για δόξα δική μου, αλλά για την δόξα του μεγάλου Θεού που είμαι βέβαιος πως αγάπησε αυτόν τον λαό όσο και τον δικό μου. Το μέλλον όμως δεν θα το δω. Είμαι εδώ, στο παρόν, χωρίς φίλους, χωρίς βιβλία, χωρίς, ούτε καν μελάνι. Τίποτα δεν μου άφησαν. Μόνον αυτό, του κύκνου το φτερό, να γράφω στον τοίχο του κελιού μου και για μελάνι να έχω την κάπνα και το αίμα μου. Ακόμα και έτσι όμως, όσα Εκείνος θέλει να γίνουν, θα γίνουν οπωσδήποτε. Εγώ θα φύγω, μα η Ορθοδοξία, η Ευρώπη κι ο κόσμος όλος θα συνεχίσουν να χρειάζονται ανόθευτα όσα μας άφησε ο Χριστός.
Χριστέ πολυαγαπημένε μου, την Εκκλησία Σου την ονειρεύτηκα αδούλωτη απ΄ τους σκοπούς και τις μηχανές αυτού του κόσμου. Γι΄ αυτό αγωνίστηκα, γι΄ αυτό και δε σιώπησα, όταν την είδα να δικαιολογεί τις αμαρτίες των δυνατών και να παίρνει για φτηνά ανταλλάγματα πλούτο φθαρτό και άτιμο και μια θέση στο τραπέζι του ηγεμόνα, κολακεύοντας τη μεγαλομανία του.
Σύντομα θα σταθώ ενώπιον Σου. Κι αν δικαιολογία δεν έχω για τα κρίματά μου, ένα θα Σου πω: Υπήρξα ο πιο αμαρτωλός Κύριε, μα αιρετικός δεν υπήρξα ποτέ. Και το σχέδιό Σου για τον κόσμο δεν το πρόδωσα. Μέχρι τελευταία μου αναπνοή αγωνίστηκα για να μην χάσει η Εκκλησία Σου την αλμύρα της και σαπίσει ο κόσμος. Ό, τι θέλει τώρα ας κάνει η αγάπη Σου για μένα.
Γενηθήτω λοιπόν το θέλημα σου.
Αμήν!
ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ
Γεννήθηκα στην Άρτα, πριν από πεντέμισι αιώνες, το 1470. Πόλη σπουδαία τότε, όμορφη πόλη. Τ΄ αγέρι έφερνε τ΄ αρώματα των ηπειρώτικων βουνών κι εκείνη, αρχόντισσα, αφηνότανε στην αγκαλιά του Άραχθου, που κύλαγε τριγύρω της τα διάφανα νερά του. Ο πλούτος της πολύς, φερμένος από εμπόρους, που την είχαν πέρασμα από τη Δύση στην Ανατολή κι ανάστροφα. Ποτέ όμως το εμπόριο και ο πλούτος δεν πάνε μόνα τους. Η Άρτα έγινε μαζί και σταυροδρόμι ιδεών, γνώσης και σκέψης. Κι επειδή, ολόκληρη η Ήπειρος παραδόθηκε στους Τούρκους με συνθήκη, η Άρτα δε γνώρισε καταστροφή.
Η οικογένειά μου είχε εγκατασταθεί εκεί πριν τους Τούρκους. Τη μητέρα μου την έλεγαν Ειρήνη. Πατέρας μου λατρεμένος και πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο άρχοντας Μανουήλ Τριβώλης, με καταγωγή από τη Σπάρτη. Ένδοξη οικογένεια, που έβγαλε ακόμη και Πατριάρχη, αλλά και πολλούς αξιωματούχους, που υπηρέτησαν στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Πρώτη εικόνα της ζωής μου, ο πατέρας μου να γράφει στο ξύλινο γραφείο του με την πένα του, ένα φτερό κύκνου, κι εγώ, με ησυχία να μπουσουλάω γύρω του, χαζεύοντας τα ράφια μέχρι πάνω, με τα δερματόδετα βιβλία.
Από την αρχή λοιπόν της ζωής μου, οι ευκαιρίες μου για μόρφωση βαθιά και ζωή ξεχωριστή ήταν πολλές. Σε εποχές μεγάλης αμάθειας για τους συμπατριώτες μου, εγώ είχα στη διάθεσή μου τη σοφία του πατέρα μου, τη βοήθεια ξεχωριστών δασκάλων που σχεδόν καθημερινά βρισκόντουσαν στο σπίτι μου, αλλά και μια μεγάλη, τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της Ηπείρου, για να μελετώ, από παιδάκι ακόμη, την παλιά και την νέα σοφία. Δεν γεννήθηκα όμως μόνον σε σπίτι φιλοσόφων, αλλά Ελλήνων και Χριστιανών. Διδάχτηκα την Ορθόδοξη ευσέβεια και ένωσα για πάντα την αγάπη για τη μόρφωση με την περηφάνια για την Ελληνική καταγωγή μου και τη γνήσια και ανόθευτη Ορθόδοξη πίστη μου. Και τα δυο δεν τ΄ αρνήθηκα ποτέ.
Ατελείωτες ώρες μελέτης λοιπόν. Λίγος ο αναπαμός. Κι η πιο γλυκιά ώρα, ο περίπατος πάνω στα γεφύρια του Άραχθου. Λάτρευα πάντα τα γεφύρια. Ίσως γατί ο Θεός με είχε προορίσει, γέφυρα να γινώ ανάμεσα σε δυο κόσμους. Ν΄ αφήνω μια γη, να διαβαίνω πάνω από νερά ταραγμένα, ν΄ αγγίζω άλλη γη και να την κάνω νέα πατρίδα.
Κι όταν διάβαινα πέρα δώθε κάποιο απ΄ τα γεφύρια, ήταν φόρες σα ν΄ άκουγα φωνή:
« Χωρίς θυσία, γιοφύρι δε στεριώνει… Χωρίς θυσία, γιοφύρι δε στεριώνει».
Γρήγορα άνοιξα τα φτερά μου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1480 βρέθηκα στην Κέρκυρα, όπου με δέχτηκε ο θείος μου, η Δημήτριος Τριβώλης. Μεγάλος μου δάσκαλος υπήρξε εκεί ο Ιωάννης Μόσχος, μαθητής του μεγάλου σοφού Πλήθωνα Γεμιστού, από τον Μυστρά. Άλλος κόσμος, κοσμοπολίτικη ζωή και ετοιμασία να βρεθώ μπροστά στις πύλες της Ευρώπης.
ΤΟ ΜΑΓΕΜΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Πώς είναι ν΄ αφήνει κάποιος την αυλή του σπιτιού του και ν΄ ανοίγεται στον απέραντο κάμπο για πρώτη φορά; Έτσι ένιωσα κι εγώ, ο Μιχαήλ Τριβώλης, το αρχοντόπουλο από την Άρτα, όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στη Βενετία, το δεύτερο Βυζάντιο, όπως το ΄λεγαν. Και πράγματι, ήταν στιγμές που νόμιζα πως πατώ σε χώμα Ελληνικό και μάλιστα, την εποχή του Σωκράτη και του Περικλή. Παντού έβλεπες λατρεία για κάθε τι το αρχαίο Ελληνικό. Ένιωσα περηφάνια για τους προγόνους μου και βάλθηκα να φανώ αντάξιός τους. Έκανα εντατικά μαθήματα λατινικών και ιταλικών και παρακολουθούσα με προσήλωση τα μαθήματα μεγάλων Βυζαντινών σοφών, που είχαν βρει καταφύγιο στη Δύση μετά την άλωση της Πόλης.
Βρέθηκα μετά στην πλούσια και όμορφη Πάδοβα και λίγο αργότερα στη Φεράρα. Εκεί όμως που πραγματικά ρίζωσα, ήταν στην Φλωρεντία, τη νέα Αθήνα, όπως την έλεγαν. Δίπλα στους πιο ονομαστούς δασκάλους της Αναγέννησης έμαθα τα μυστικά των αρχαίων Ελληνικών κειμένων. Δεν υπήρξε όμως κι επιστήμη που να μην την γεύτηκα.
Εκεί όμως άρχισε και ο συγκλονισμός μου! Η δίψα για μάθηση πήγαινε χέρι χέρι με την ασέβεια και την περιφρόνηση για κάθε τι το Χριστιανικό, ακόμη και για τα Ιερά Μυστήρια. Τον κάθε χριστιανό, που επιθυμούσε να ζει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και να τηρεί έστω και τα στοιχειώδη της πίστης, τον ανέμενε ο εμπαιγμός και η γελοιοποίηση. Ακόμη και ιερείς βεβήλωναν το Άγιο Βήμα, ενώ ρυθμιστές της ζωής, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ήταν οι μάγοι και οι αστρολόγοι.
«Πού βρέθηκα;» αναρωτιόμουν έντρομος. «Εδώ θα πλουτίσω το μυαλό μου, αλλά θα χάσω την ψυχή μου». Και ενώ στα πανεπιστήμια, η ποιότητα των σπουδών έφτανε σε δυσθεώρητα ύψη, στις σάλες των αρχοντικών, ακόμη και στα δρομάκια της Φλωρεντίας, κυριαρχούσαν η συνομωσία, το έγκλημα και η κάθε λογής ατιμία.
Τότε, μέσα στο σκοτάδι της ανομίας, ένα μοναχός, ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλα, σαν νέος απόστολος, κήρυξε την μεγάλη επιστροφή στην ευσέβεια. Στην αρχή φάνηκε να αντιστρέφει το ρεύμα. Δεν άντεξε όμως πολύ. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε ως αιρετικός. Το κήρυγμά του όμως, η στάση του και το οικτρό του τέλος μου σφράγισαν τη ζωή. Πού να ΄ξερα, πως , μ΄ αυτά που είδα αργότερα στη Ρωσία, θα τον έφερνα συχνά στη μνήμη μου και πως η μορφή του θα ΄παιζε κι αυτή το ρόλο της στις αποφάσεις μου. Κι ήρθαν στιγμές που ο Σαβοναρόλα ξύπνησε μέσα μου ένα ιερό φιλότιμο. Όπως έλεγα και σε συνομιλητές μου αργότερα, αν ένας Λατίνος καλόγερος αγωνίστηκε με τόσο ζήλο για την αγιότητα και το δίκιο, πόσο μάλλον εμείς είχαμε υποχρέωση να τον μιμηθούμε, όχι στο δόγμα-αλίμονο-, αλλά στον ζήλο, την ευσέβεια και την γνώση των Θεόπνευστων Γραφών.
Δέκα χρόνια πέρασα στην Ιταλία, ώσπου κατάλαβα πως τίποτε δε με κρατούσε πια εκεί. Απέρριψα όλες τις προτάσεις λαμπρών φιλοσόφων και μεγάλων Σχολών να μείνω για πάντα στην Ιταλία. Μετά από τόσα χρόνια, αναρωτιέμαι: Μπας κι έκανα λάθος; Τι μ΄ έφερε πίσω; Η δίψα για κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη σοφία; Η αγάπη για την πατρίδα μου; Ή μήπως ετούτο εδώ, του κύκνου το φτερό, που την ώρα του αποχωρισμού, έβαλε μέσα στην παλάμη μου ο πατέρας μου, μιλώντας με φωνή σα να μιλούσε ο ίδιος ο Άραχθος:
«Κοίτα μην φραγκέψεις!»
Στα τριανταπέντε μου χρόνια γύρισα στην αγαπημένη μου Άρτα, περιμένοντας έναν σπόρο στην καρδιά μου να ωριμάσει.
ΣΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙ
Δώδεκα χρόνια έμεινα στις Ιταλικές πόλεις. Γνώρισα πολλούς σοφούς, πολλούς ηγεμόνες, πολλούς επιφανείς ευγενείς. Κανένας όμως δεν με συγκλόνισε όσο ο μοναχός Σαβοναρόλα, ο μάρτυρας της Αναγέννησης. Ναι, ήταν ένας Λατίνος μοναχός, είμαι βέβαιος όμως, πως θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να ανήκει στους πιο λαμπρούς αστέρες του Ορθόδοξου μοναχισμού. Ανήκε σε μια Χριστιανική Εκκλησία, που είχε πλανηθεί και είχε χάσει από καιρό τη φλόγα της Ορθόδοξης ευσέβειας. Δεν μπορούσα όμως να μην εντυπωσιαστώ από την ασκητικότητά του, την ευθύτητα, το θάρρος και την ακεραιότητά του μέχρι το τέλος.
Όσο πέρναγαν τα χρόνια στην Ιταλία, τόσο βεβαιωνόμουν πως άλλη σοφία ανώτερη από εκείνη που δίνει η ζωντανοί σχέση με τον Χριστό δεν υπάρχει. Μέσα σ΄ αυτήν περικλείονται όλες οι απαντήσεις στα μεγάλα και τα μικρά «γιατι» της ζωής. Λίγο-λίγο συνειδητοποιούσα την ματαιότητα της γνώσης του κόσμου τούτου, πολύ δε περισσότερο που έβλεπα σε ποιο κατάντημα η ζωή οδηγεί, αν αποκοπεί από την πίστη και την ευσέβεια. Χωρίς να το καταλάβω καλά-καλά, κατέληξα πως, αν αυτό που διαπίστωσα είναι αλήθεια, θα πρέπει να το κάνω πράξη με μια συνεπή ζωή. Ήμουν σχεδόν στα μισά του βίου μου –αν μπορεί κανείς να κάνει τέτοιους υπολογισμούς- και η ψυχή μου ζητούσε το απόλυτο. Τις ανθρώπινες δυνάμεις τις μέτρησα στην αμαρτία που με περιέβαλε. Κατάλαβα: Χωρίς Θεό, ο άνθρωπος είναι έρμαιο των παθών και των πειρασμών. Εάν ο Θεός που φροντίζει για την σωτηρία όλων των ανθρώπων δεν έδειχνε γρήγορα σε μένα το έλεός Του και δεν με επισκεπτόταν με την χάρη Του φωτίζοντας με το φως τη διάνοιά μου, προ πολλού θα χανόμουν μαζί με τους ανθρώπους της ασέβειας που γνώρισα στην Ιταλία. Μια φωνή μέσα μου κραύγαζε:
«Όλα ή τίποτα»
Όλο και περισσότερο έβλεπα στα όνειρά μου το ράσο του κρεμασμένου μοναχού. Ακόμη δίσταζα. Ήταν εκ Θεού ή πειρασμός ματαιοδοξίας; Το 1505 όλα είχαν μέσα μου κατασταλάξει: Έφυγα από την Ιταλία. Πρώτος σταθμός η αγαπημένη μου Άρτα. Πόση συγκίνηση! Δεν μπόρεσα να αποχωριστώ τα πατρογονικά μου πριν περάσει ένας χρόνος. Όμως, το 1506 το αποφάσισα! Έφτασα στο Άγιον Όρος, υπακούοντας την καρδιά μου. Από την αρχή είχα ορίσει για προορισμό μου το Βατοπαίδι. Δεν είναι που είχε την πλουσιότερη βιβλιοθήκη, ούτε μια πλειάδα λογίων μοναχών. Όλα αυτά τα είχα χορτάσει. Για μένα μέτρησε η παρουσία του πρώην Οικουμενικοί Πατριάρχη Νηφωνα, που ήταν αγαπητός οικογενειακός μας φίλος. Άγιος άνθρωπος! Με καλοδέχτηκε, αλλά και με προειδοποίησε για την δυσκολία του μοναχικού βίου. Τον καθησύχασα και τον έπεισα. Έτσι, έγινα μοναχός και πήρα το όνομα «Μάξιμος». Η ζωή μου άλλαξε. Εγώ, ο επιφανής λόγιος, άρχισα να ζω ως έσχατος. Ο μελετητής των κωδίκων, άρχισα να ασκούμαι με ζήλο στις αρετές. Ο παινεμένος και άρχοντας, άρχισα να ασχολούμαι στην εκκοπή του ιδίου θελήματος. Ο μαθημένος στις συζητήσεις και τα συμπόσια, βρέθηκα να ασκούμαι στην κατά Θεόν ησυχία. Ο καλομαθημένος σε βίο ανέσεων, αγάπησα την εγκράτεια. Κι όταν ο γέροντάς μου μού ζήτησε να αρχίσω περιοδείες, συλλέγοντας χρήματα για τις ανάγκες της Μονής, δέχτηκα να ταπεινωθώ με χαρά, ελεύθερος πια από την πικρή δόξα των ανθρώπων. Κήρυττα πάντοτε φανερά και χωρίς δισταγμό την ορθόδοξη πίστη μας και στους άρχοντες, φωτισμένους ή μη, από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Με λίγα λόγια, παντού, όπου με έστελνε με την βούληση των Πατέρων η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, και φωτισμένος από τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, κήρυττα την καθαρή Ορθόδοξη πίστη και αυτοί με τις δέουσες τιμές και με όσα επέτρεπαν οι δυνάμεις τους, με κατευόδωναν στον δρόμο της επιστροφής στο Άγιον Όρος.
Κι εκεί που ο πειρασμός μου ψιθύριζε πως είμαι …κάποιος, αξιώθηκα να δω το μαρτύριο ενός νέου παιδιού, ενός νεομάρτυρα, που για την πίστη δεν δίστασε να θυσιαστεί με τρόπο φριχτό. Η μορφή τού Σαβοναρόλα βρέθηκε πάλι μπροστά μου και οδηγήθηκα σε ταπείνωση και αυτομεμψία.
Έτσι, κυλούσε ο χρόνος, ανάμεσα στην εσωτερική ζωή και στις αποστολές που οι Πατέρες μού ανέθεταν. Πίστευα πως έτσι θα τελειώσει και ο βίος μου. Εδώ, για πάντα εδώ, στο ευλογημένο Βατοπαίδι. Δεν γύρευα κάτι άλλο. Όμως… άλλες ήταν οι βουλές του Κυρίου.
ΡΩΣΙΑ. Η ΑΜΑΘΕΙΑ ΚΙ Η ΤΡΙΤΗ ΡΩΜΗ
Στην Άρτα γεννήθηκα. Στην Ιταλία σπούδασα. Στο Βατοπαίδι θέλησα να γίνω μοναχός. Για όλα μέχρι τώρα υπήρξα στον Θεό ευγνώμων και κάθε στιγμή ολόψυχα παραδινόμουν στο θέλημά Του. Όταν όμως έφτασε η πρόσκληση του μεγάλου Δούκα Βασιλείου, υιού του Τσάρου και διαδόχου του, κάτι επαναστάτησε μέσα μου και μου ψιθύρισε:
«Αυτό δεν είναι εκ Θεού».
Κι απ΄ την άλλη,
«Υπάρχει κάτι να μην είναι από σένα Κύριε;», σκεφτόμουν.
Η πρόσκληση βέβαια δεν ήταν στην αρχή για μένα, αλλά για τον γέροντα αδελφό μου, μοναχό Σάββα, που γνώριζε Ρωσικά. Αυτόν ζητούσε ο μεγάλος Δούκας να μεταβεί στη Μόσχα και να αναλάβει τη διόρθωση των εκκλησιαστικών βιβλίων. Όταν όμως φάνηκε πως το ταξίδι αυτό θα εξαντλούσε τις λίγες του δυνάμεις, όλοι στράφηκαν σ΄ εμένα.
Δυο και τρεις φορές αρνήθηκα. Δεν ήταν το ταξίδι που με φόβιζε. Ταξίδια είχα κάνει πολλά. Πάντα όμως έφτανε η γλυκιά ώρα της επιστροφής. Για το ταξίδι όμως αυτό είχα κακό προαίσθημα. Μετά, ήταν και τόσα τα καθήκοντα που είχα αναλάβει στο Όρος! Αλλά και το κυριότερο: Δεν ήξερα Ρωσικά. Αυτά ήταν τα επιχειρήματά μου. Ο Άγιος ηγούμενος της Μονής, ο Άνθιμος, όπως και όλοι οι εκπρόσωποι των Ιερών Μονών, με άκουσαν με κατανόηση, όταν όμως μίλησαν, κατάλαβα πως πίσω από την πρόσκληση κρυβόντουσαν πολύ μεγαλύτερες σκοπιμότητες:
Όλοι πίστευαν πως η μεγάλη ελπίδα του Γένους μας ήταν η μεγάλη Ρωσία. Για τον λόγο αυτό, ο ηγεμόνας της δεν έπρεπε να δυσαρεστηθεί από μια άρνηση. Αλλά και η ίδια η Ρωσία έπρεπε και να προκόψει πνευματικά. Ήξερα από πληροφορίες Ρώσων μοναχών, πως ο λαός της υπέφερε από αμάθεια, έλλειψη βιβλίων και πνευματική συσκότιση. Σ΄ όλη τη Ρωσία κυκλοφορούσαν απόκρυφα βιβλία με απίστευτες διδασκαλίες και γεγονότα με την υπογραφή δήθεν Πατέρων της Εκκλησίας. Ο παγανισμός είχε διαποτίσει όλες τις Χριστιανικές γιορτές. Η μαγεία οργίαζε. Τελευταίο άφησαν το πιο μεγάλο: Μια μεγάλη ευκαιρία , μου είπαν, δίνεται: Στα μάτια του Τσάρου και όλου του Ρωσικού κλήρου, η Ρωμιοσύνη να ξαναβρεί το κύρος που έχασε με την άλωση της Βασιλεύουσας.
«Δεν πας ως Μάξιμος», μου είπαν. «Πηγαίνεις ως συνεχιστής του Κυρίλλου και του Μεθοδίου, μεταφέροντας στους ώμους σου τη συνέχιση της δόξας του Γένους μας και του ρόλου του Πατριαρχείου μας. Απ΄ αυτό το ταξίδι εξάρτιονται πολλά. Ο Τσάρος είναι η μόνη ελπίδα του γένους μας εναντίον των Αγαρηνών. Μόνον αυτός μπορεί να μας ξαναχαρίσει την λεφτεριά. Αλλά και μόνον αυτός μπορεί να συντηρήσει το Όρος. Και το Βατοπαίδι».
Πώς να αντισταθώ σε τέτοια επιχειρήματα; Άρχισα να ετοιμάζομαι. Με είχαν διαβεβαιώσει πως το μοναδικό μου έργο μου θα ήταν η διόρθωση εκκλησιαστικών βιβλίων και πιθανόν η μετάφραση λίγων ακόμη. Μετά θα επέστρεφα στο Όρος με πλούσια δώρα για το Μοναστήρι. Ετοίμασα κι εγώ ένα μεγάλο φορτίο βιβλίων. Καλοκαίρι του 1516 ξεκινήσαμε. Ήμασταν μια μεγάλη ομάδα, που περιλάμβανε και εκπροσώπους των ιερών Μονών. Πρώτος σταθμός ήταν η Κων/πολη, ώστε να πάρουμε την ευλογία του Πατριάρχη Θεολήπτου του Α΄. Μείναμε απρόσμενα πολύ. Φαίνεται πως ο Σουλτάνος ήθελε να κάνει επίδειξη δυνάμεως και εξουσίας προς τον Τσάρο. Τελικά, η άδεια δόθηκε λίγο πριν τον Χειμώνα. Ήταν παραχώρηση Θεού, το ταξίδι αυτό να διαρκέσει σχεδόν δύο χρόνια, μέσα σε απίστευτη ταλαιπωρία και πολλές παρακάμψεις. Δεν έχασα όμως τον χρόνο μου. Μέσα στην άμαξα, άρχισα να ξεκλειδώνω την γλώσσα του λαού, που έμελλε να διακονήσωμέχρι τέλους της ζωής μου.
Όταν φτάσαμε στη Μόσχα, ήταν Άνοιξη του 1518. Με περίμενε υποδοχή ηγεμόνα. Ο Βασίλειος με δέχτηκε στα Ανάκτορα και, με την παρουσία ευγενών και ανώτερου κλήρου, μου ανέθεσε ουσιαστικά να στηρίξω την αναγέννηση της Ρωσικής πνευματικότητας, μέσω διορθώσεων και μεταφράσεων. Μου ανακοίνωσε πως θεωρούμαι προσωπικός του προσκεκλημένος και θα συντηρούμαι από το ταμείο των Ανακτόρων. Κατόπιν με ξενάγησε στην εξαίρετη προσωπική του βιβλιοθήκη, πνευματική προίκα της μητέρας του, Τσαρίνας Σοφίας Παλαιολογίνας.
Έβλεπα! Καταλάβαινα! Με εκτιμούσε ο Μεγάλος Δούκας. Όλη αυτή όμως η επίδειξη δυνάμεως και πολυτέλειας απευθυνόταν στη δύσμοιρη πατρίδα μου και στο ταπεινωμένο Πατριαρχείο μας. Η Μόσχα, που η Ρώσικη εξουσία είχε για τρίτη Ρώμη, έστελνε μήνυμα:
«Οι δύο Ρώμες έπεσαν, η τρίτη όμως στέκεται, τέταρτη Ρώμη δεν θα υπάρξει».
Δόσ΄ μου Κύριε δύναμη να παραμείνω ταπεινός και να υπερασπιστώ με σταθερότητα την τάξη της Εκκλησίας Σου!
Έβλεπα και τα πρόσωπα των ανώτερων κληρικών. Δεν είχα αυταπάτες. Πάντοτε οι αλλαγές έχουν εχθρούς και θιγμένους. Ακόμη και η εύνοια του ηγεμόνα, ήξερα πως θα προκαλέσει αντιδράσεις και φθόνο.
Κύριε, Κύριε, Στήριξέ με! Όποιος ακούμπησε στη Χάρη Σου και την αλήθεια Σου, όλα μπορεί να τα αντέξει. Χριστέ μου στο υπόσχομαι, βήμα πίσω δεν θα κάνω απ΄ την αλήθεια Σου. Στη Δύση δεν φράγκεψα. Τώρα πρέπει να κρατήσω ζωντανό τ΄ αλάτι της Εκκλησίας Σου. Και θα το κάνω! Μάρτυράς μου πάλι, η πένα αυτή, αυτό του κύκνου το φτερό.
ΡΩΣΙΑ. ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΗ
Από το Όρος το Άγιο και το αγαπημένο, βρέθηκα στη Ρωσία. Δεν ήταν στα σχέδια μου, δεν το επιθυμούσα. Αγάπησα όμως την αποστολή μου γιατί αγάπησα την υπακοή. Και η υπακοή με αντάμειψε. Βρέθηκα κοντά σε λαό ευλογημένο, με μεγάλη ευαισθησία, θρησκευτικό ζήλο και πνεύμα φιλοξενίας. Ήρθαν στιγμές που ο λαός αυτός με πίκρανε πολύ. Μα μόλις πήγαινα να απελπιστώ, μου φανέρωνε πρόσωπο ταπείνωσης και αγάπης.
Είχα ακούσει πολλά για τη Ρωσία. Κι όταν ήρθα, ήμουν έτοιμος για αγώνα πολύ. Ήξερα την αποστολή μου. Πρώτα οι μεταφράσεις. Μετά η εξασφάλιση δωρεών για το Βατοπαίδι. Και τέλος, να κάνω ό,τι μπορώ, να μεσολαβήσω όσο μπορώ, για να ανάψει μια ελπίδα λεφτεριάς για το ταλαίπωρο γένος μου.
Όταν έφτασα στη Μόσχα, δεν έχασα στιγμή. Οργάνωσα το έργο της μετάφρασης τού Ψαλτήρα και άρχισα σιγά σιγά να ταξινομώ τον πλούτο της ερημωμένης βιβλιοθήκης τού ηγεμόνα. Μπορεί να απείχα χιλιάδες μίλια από το Μοναστήρι μου, θέλησα όμως να μην το αποχωριστώ απ΄ τη ζωή μου. Έτσι, αδιαφόρησα εντελώς για τελετές και δεξιώσεις και αρνιόμουν κάθε κοσμική συναναστροφή. Δεν άργησα βεβαίως να διαπιστώσω την απίστευτη πολυτέλεια και χλιδή των Ανακτόρων, όπου πάντα είχαν θέση και οι ανώτεροι κληρικοί. Σιγά σιγά άρχισα να διαπιστώνω όμως πως και οι δεξιώσεις στις ιερές Μονές δεν υστερούσαν σε χλιδή και απίστευτη σπατάλη. Μελαγχολούσα όταν σκεπτόμουν πως τα έξοδα μιας τέτοιας δεξίωσης μπορούσαν να θρέψουν ένα Μοναστήρι του Όρους για έναν χρόνο. Κάθε ΡωσικήΜονή ήταν ένα μικρό ανάκτορο. Η ιδιοκτησία του σε γη δε χώραγε στη ματιά μου. Απέραντες εκτάσεις και ολόκληρα χωρία τροφοδοτούσαν τις αδελφότητες με κάθε είδους πλούτο. Και το χειρότερο: Διαπίστωσα πως τα Μοναστήρια δάνειζαν συστηματικά με τόκο.
Αυτό όμως που γέμισε τη ψυχή μου λύπη βαθιά ήταν αυτό που συνέβαινε έξω από τα τείχη των Μοναστηριών: Φτώχια απίστευτη, αμάθεια απόλυτη και ανυπαρξία κάθε κανόνα τιμής, ηθικής και πνευματικότητας. Από πού όμως να ταφούν οι απλοί άνθρωποι σε σώμα και ψυχή; Οι μοναχοί τριγυρνούσαν σαν φοροεισπράκτορες στα χωριά και τις άθλιες αγροικίες, τυραννώντας τους κολλήγους. Πίεζαν ακόμη και τους φτωχούς παπάδες να τους δώσουν το λιγοστό βιός τους. Αλλά κι αυτοί οι φουκαράδες παπάδες, εξαθλιωμένοι και αγράμματοι, όταν έκαναν τη λειτουργία, μονολογούσαν από μνήμης παραποιημένα λειτουργικά κείμενα, χωρίς καμιά συναίσθηση και χωρίς κανένα νόημα. Η ακολουθίες είχαν υποκαταστήσει παλιές παγανιστικές τελετές κι αυτό φαινόταν στα έθιμα, τις μαγγανείες και στις συνήθειες.
Συχνά πυκνά άρχισε να ξανάρχεται στη μνήμη μου ο επαναστάτης μοναχός της Φλωρεντίας. Αυτός που δεν δίστασε, έστω και με τις υπερβολικές εξάρσεις του χαρακτήρα του, να σώσει στο λόγο και τη ζωή του το μεγαλείο και το όραμα της Χριστιανικής ζωής. Αυτός που δεν δείλιασε μπροστά στις απειλές του Κράτους και της Εκκλησίας να σιωπήσει. Αυτός που είχε τέλος όμοιο με εκείνο των Χρισμένων στους διωγμούς. Μήπως όμως δεν είχα να σκεφτώ αντίστοιχο φρόνημα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου; Δεν ήταν μήπως ίδιος ο ελεγκτικός λόγος των προφητών της Παλαιάς διαθήκης; Το ίδιο συχνά σκεφτόμουν και τα παλληκάρι, εκεί, στα μέρη της Θεσσαλίας, που μαρτύρησε μπροστά στα μάτια μου για την Εκκλησία του Χριστού. Είδα τότε τους πειρασμούς της πίστης νά ΄ρχονται κι από δεξιά κι από ζερβά. Ίδιος όμως ο κίνδυνος: Να μαραθεί το αλάτι. Να καταντήσει η Εκκλησία να γίνει ένα με τη ματαιότητα και το ψέμα του κόσμου.
Δεν μπορούσε ν΄ αδιαφορήσω. Ναι, είναι αλήθεια πως άλλοι ήταν οι λόγοι που ξεκίνησα για νά ΄ρθω εδώ. Έβλεπα όμως τώρα καθαρά πως κι ο Θεός είχε τους δικούς Του λόγους.
ΕΝΟΧΟΣ!
Εκλαμπρότατε ηγεμόνα πασών των Ρωσιών
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Μόσχας
Σεβασμιώτατοι
Εξοχότατοι δικαστές.
Ονομάζομαι Μάξιμος και είμαι μοναχός στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους. Κατάγομαι από λάμπρη Βυζαντινή γενεά και γεννήθηκα στην Άρτα.
Μετά από πρόκληση του ηγεμόνα, βρέθηκα στη Μόσχα, με σκοπό να διορθώσω την παλαιά μετάφραση του Ψαλτήρα και να μεταφράσω νέα Πατερικά έργα, με σκοπό να βοηθήσω κατά το μέτρο των ασήμαντων δυνάμεών μου τον ευλογημένο από τον Θεό Ρωσικό λαό να βαδίσει δρόμο ευσέβειας και δικαιοσύνης. Επιθυμία μου ήταν να επιστρέψω στην Μονή της μετανοίας μου το συντομότερο δυνατόν.
Στέκομαι ενώπιον σας για δεύτερη φορά. Δικάστηκα το 1525 και καταδικάστηκα αδίκως σε ισόβια δεσμά για παραποίηση των κειμένων που ανέλαβα να επιμεληθώ και την κριτική που άσκησα κατά της χειροτονίας επισκόπων χωρίς την συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σήμερα, έξι χρόνια μετά , ενώ ήλπιζα να απαλλαγώ από τις συκοφαντίες και την κατάφορη αδικία, κατηγορούμαι όχι μόνον γι αυτά, αλλά και για αμφισβήτηση του δικαιώματος των Μοναστηριών να κατέχουν τεράστιες περιουσίες, καθώς και για την εκφρασμένη κριτική μου κατά τη διαφθοράς και της αδικίας, που διαπράττουν από κοινού, η πολιτική και η εκκλησιαστική εξουσία.
Όπως τότε, έτσι και σήμερα καταθέτω ενώπιόν σας την πιο βαθιά μου μεταμέλεια για τυχόν μεταφραστικά λάθη, διαβεβαιώνοντάς σας πως μοναδικός μου σκοπός ήταν να συμβάλλω στην πνευματική αναγέννηση του λαού και την ισχυροποίηση του κράτους, με πυξίδα την ανόθευτη Ορθόδοξη πίστη και το ήθος των Αγίων Πατέρων.
Ουδέποτε στράφηκα προσωπικά εναντίον εκκλησιαστικού ή πολιτικού προσώπου. Μόνον ευγνωμοσύνη αισθάνομαι προς αυτούς που με εμπιστεύτηκαν και με ευνόησαν με πλουσιοπάροχες δωρεές. Προς αυτούς και προς όλο τον λαό οφείλω να υπερασπιστώ το μέλλον των αρχόντων και των απλών ανθρώπων. Λαμπρό θα είναι το μέλλον αυτό, αν στηριχτεί στην διαρκή καταπολέμηση των ανθρώπινων παθών, που διαβρώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις και διαρκώς υποβιβάζουν τους απλούς ανθρώπους στο επίπεδο των άλογων ζώων.
Η οφειλή μου προς τον ηγεμόνα με έκανε να του υποδείξω εμμέσως και με απέραντο σεβασμό στο μεγαλείο του, δρόμο δικαιοσύνης, ακεραιότητας και έμπρακτης πίστης ώστε ο λαός να αξιωθεί ηγεμόνα κατ΄ εικόνα Χριστού, αντάξιο υπακοής, όχι από φόβο αλλά από φιλοτιμία, ηγεμόνα, που θα αποτελεί διαρκές πρότυπο χρηστότητας και πνευματικής τελειότητας. Ακόμη και τώρα τον ικετεύω να μην εμπλέξει την Εκκλησία στους σχεδιασμούς του. Άλλη η τάξη του κόσμου και άλλη της Εκκλησίας. Τώρα που το Ρωσικό έθνος ανοίγει τα φτερά του, έχει ανάγκη μια Εκκλησία ποτισμένη από εκείνα που την ανέδειξαν μεγάλη: Την υπομονή, την καρτερία, το θάρρος και την ακρίβεια του δόγματος. Όλα αυτά κοσμούν σήμερα την μητέρα Εκκλησία της Κων/πολύς, που παρά τον ζυγό, δεν έχασε ούτε την Ορθοδοξία, ούτε την αγιότητά της.
Τέλος, ο πιο μεγάλος μου σκοπός ήταν να υπερασπιστώ την ελευθερία της Εκκλησίας από κάθε άνομο δεσμό με την κάθε λογής εξουσία του κόσμου τούτου. Να υπερασπιστώ τη δύναμή της να επισημαίνει με θάρρος την αίρεση και το άδικο, την αποστολή της να καλεί σε διαρκή μετάνοια τον κάθε αμαρτωλό, ηγεμόνα ή κολλήγο. Υπερασπίστηκα την ζωντανή, την ελεύθερη, την αυθεντική Εκκλησία, το αλάτι του κόσμου.
Δεν πρόσβαλα, δεν καταφρόνησα, δεν κατέκρινα, δεν υπέσκαψα, δεν επιτέθηκα, δεν μίσησα κανέναν. Εκείνον πάντα σκέφτομαι, τον Δίκαιο Κριτή, όταν θα μου ζητήσει λόγο για την ψυχή μου και τους ανθρώπους που μου εμπιστεύτηκε.
Εκλαμπρότατε, Σεβασμιότατοι, Εξοχότατοι δικαστές, σας εκλιπαρώ: Αποκαταστήστε την αδικία που υφίσταμαι έξι χρόνια τώρα, έγκλειστος σε φυλακές, που ούτε οι χειρότεροι εγκληματίες δεν υπέστησαν. Δείξτε έλεος Άγιε Δέσποτα και επιτρέψτε μου να κοινωνήσω ξανά των Αχράντων Μυστηρίων. Δείξτε έλεος εκλαμπρότατε και επιτρέψτε στο ταλαίπωρο σαρκίο μου να τερματίσει την εγκόσμια θητεία του στο αγαπημένο Βατοπαίδι.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ
«Μετά την πρώτη δίκη μου κακοποιήθηκα συχνά. Ήταν στιγμές που από τα κτυπήματα μπερδεύονταν οι πόνοι. Άλλες φορές με περιέλουζαν με καυτό νερό κι άλλες με παγωμένο. Συχνά γέμιζαν το κελί μου καπνούς. Μα δε με ένοιαζε. Μία ήταν η έννοια μου: Σφιχτά να κλείσω στην παλάμη μου την πένα μου, μη μου την πάρουν. Μια πένα από φτερό κύκνου. Όσο την ένιωθα κρυμμένη στην παλάμη μου, ήξερα από πού έρχομαι, ποιος είμαι και πού πάω. Μόνο μην την έχανα. Μόνο μην την έβρισκαν και μου την παίρναν.
Αυτό το μικρούλι πραγματάκι ήταν αυτό που μού ΄δινε δύναμη και πείσμα ν΄ αντέξω. Αυτό το ασήμαντο αντικείμενο, αυτό το «τίποτα» με κράτησε ζωντανό. Μια δυο φορές το έχασα. Τότε οικονομούσα κανα κάρβουνο και συνέχιζα να γράφω στους τοίχους. Μα πάντα το ξανάβρισκα. Αυτό, το κυκνόφτερο, που άλλοτε βουτούσα στο μελάνι-αν είχα-, άλλοτε στην κάπνα κι άλλοτε…. στο αίμα μου.
Το ίδιο μ΄ άρεσε τον εαυτό μου να λογιάζω: Μια πένα από κυκνόφτερο στα χέρια του Θεού.
Πέρασαν έτσι έξι χρόνια.
Μετά τη δεύτερη δική, οι συνθήκες κάπως βελτιώθηκαν. Όμως και πάλι φυλακισμένος ήμουν, ανυπόληπτος και αποξενωμένος απ΄ τον αγαπημένο μου Ρώσικο λαό. Βέβαια, όλο και πύκνωναν οι επισκέψεις και οι επιστολές. Μού ΄διναν αφορμή να γράφω για θέματα πολλά. Ίσως αν δεν ήμουν φυλακή, τίποτε να μην είχα αφήσει πίσω μου.
Άγνωστες οι βουλές σου Κύριε.
Ακόμη είκοσι πέντε χρόνια έζησα ως ανύπαρκτος.
Και τώρα πια είμαι έτοιμος να κάνω τον απολογισμό μου:
Υπήρξα ο έσχατος των αμαρτωλών.
Με ξέρανε για πριγκιπόπουλο από τα γεννοφάσκια μου.
Κι όμως,υπήρξα δούλος.
Δούλος Θεού αγάπης, μορφήν δούλου λαβόντος.
Αλλά και δούλος εικόνων Θεού,
Ανθρώπων αρρήτου δόξης, ει και φερόντων στίγματα πταισμάτων.
Υιός γένους ένδοξου, γένους Ελλήνων, γένους Γραικών.
Άτεκνος ασκητής, κι όμως πατέρας.
Πατέρας έθνους φλογερού, έθνους ζήλου.
Πατέρας έθνους Ρώσων με αγάπη,
που σαν κι αυτήν πατέρας δεν έδειξε, ούτε σε γιο, ούτε σε κόρη.
Και πάνω απ΄ όλα εραστής.
Εραστής πίστεως άμωμου
Εραστής μανικός, που μόνον ο Θεός υπήρξε μανικότερος,
Εραστής ορθοδοξίας.
Εραστής προσφοράς νοός, δυνάμεων, ψυχής, ταλάντων, σαρκίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
Στη μία, ανόθευτη, άσπιλη, ορθόδοξη Εκκλησία, το μέγιστο των δώρων του Θεού στο γένος των ανθρώπων.
Μάξιμος. Άγιος όχι, μα Ορθόδοξος μέχρι μυελού οστέων.
Την πρώτη Ρώμη κάποια στιγμή την επισκέφτηκα. Η δεύτερη μ΄ ανάθρεψε.
Η τρίτη… -ποια τρίτη!… με διεκδίκησε.
Μα η άλλη, η μεγάλη, η επουράνια Ρώμη με κέρδισε.
Γι΄ αυτήν γεννήθηκα και γι΄ αυτήν αναγεννήθηκα.
Δόξα στο ουράνιο πολίτευμά της,
Δόξα Σοι Κύριε των δυνάμεων
Δόξα Σοι Κύριε της καρδιάς μου.
Έφτασε η ώρα. Ο Ιανουάριος του 1556 θα είναι ο τελευταίος μου μήνας σ΄ αυτή τη γη.
Έφτασαν Χριστούγεννα. Ακόμη μια φορά Χριστούγεννα ξενιτεμένος, ξένος, απόκληρος. Όμορφη η Λαύρα του Αγίου Σεργίου, αλλά Βατοπαίδι δεν είναι.
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί».
Τα τελευταία Χριστούγεννα του βίου μου! Σε έξι μέρες το 1556 επισκέπτεται τον κόσμο, όμως εγώ ούτε τον πρώτο μήνα του δεν θα προλάβω. Τι όμορφη ήταν η νύχτα των Χριστουγέννων στο μοναστήρι μου!
Γλυκό μου Βατοπαίδι επιστρέφω. Όχι όπως έφυγα, αλλά όπως πλάστηκα. Παιδί Θεού, που με το έλεος Του προσδοκώ να βρω μια θέση στην αγκαλιά Του. Επιστρέφω ελεύθερος, όπως οι ψυχές, που άλλο πιο πολύ δεν αγάπησαν από τον Μέγα φίλο, μέγα Προστάτη, μέγα Θεό, τον γλυκύτατο Ιησού. Και δεν θα ξαναφύγω εις τους αιώνες των αιώνων. Γυρίζει πίσω ο νους. Πώς ξεκίνησα, πού βάδισα, πού βρέθηκα! Ποιος ήμουνα, ποιος είμαι! Παίρνω του κύκνου το φτερό και γράφω με λίγες λέξεις το ταξίδι μου. Ποιος θα διαβάσει; Ποιος θα θυμάται μετά από λίγα χρόνια έναν έγκλειστο μοναχό; Βάζω τις λέξεις στο χαρτί κι αν είναι γραφτό, ας τις πάρει ο αγέρας.
Ηχητικά αποσπάσματα
Ακούστε ξανά τα ηχητικά αποσπάσματα που συνοδεύουν την παρουσίαση της αρχικής σελίδας.
Θεατρικά
Ύμνοι
Βίντεο
Ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Μαξίμου.