Η αφήγηση ολοκληρώνεται με αυτές τις δύο σκηνές. Ένας άγγελος έχει δέσει πισθάγκωνα με κόκκινη αλυσίδα τον διάβολο και τον οδηγεί προς την σπηλιά της αβύσσου, όπου θα τον κλειδώσει με το κλειδί που κρατάει: “Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐ(ρα)νοῦ ἔχοντα τὴν κλεῖδα τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὃς ἐστι διάβολος καὶ ὁ σατανᾶς, καὶ ἔδησεν αυτὸν χίλια ἔτη.”Δίπλα η εικοστή πρώτη σκηνή, η τελευταία αυτής της αφήγησης, η παρουσίαση στην Ιωάννη της νέας Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει στολισμένη από τον ουρανό, μια γιορτή χαράς που σβήνει τις φρικτές εικόνες καταστροφής που προηγήθηκαν: “Καὶ ἐγὼ Ἰωάννης οἶδον τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ἱερουσαλὴμ καινὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ τοῦ Θ(εο)ῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τὼ ἀνδρὶ αὐτῆς”.