Ζήτησε ευλογία να φύγει από το Μοναστήρι, ποθώντας το μαρτύριο. Πήγε στην Ζαγορά κι από εκεί στο Βελεστίνο, τον τόπο όπου είχε αρνηθεί την πίστη του. Την Μεγάλη Πέμπτη, φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια, πήγε στο σπίτι του Τούρκου κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα τόσο δυνατά που κόντεψε να την ρίξει. Μπήκε και είπε ποιός ήταν. Ο Τούρκος ανέφερε το γεγονός στον κριτή και οι στρατιώτες τον φέραν μπροστά του να τον δικάσει, πρωί Μεγάλης Πρασκευής. Έδωσε δυο κόκκινα αυγά στον κριτή και τού είπε «Χριστός ᾿Ανέστη, κριτά, καί εἰς ἔτη πολλά!» Ο κριτής διέταξε να του φέρουν καφέ και ο όσιος Γεδεών μόλις τον πήρε τού τον έριξε στο πρόσωπο. Τον πέταξαν έξω. Μπροστα στο τζαμί χτύπησε μια γυναίκα τόσο δυνατά που μάτωσε το στόμα της. Οι Τούρκοι τον ξυλοκοπήσαν άγρια και τον άφησαν ημιθανή. Οι χριστιανοί τον μετέφεραν στο σπίτι της αδερφής του, Δάφνης, σε ένα χωριό μια ώρα από το Βελεστίνο. Για ένα διάστημα εργάστηκε στο χωριό Κανάλια βοηθώντας τους ψαράδες. Πολλές φορές δημιούργησε προβλήματα στους Τούρκους, ώστε να προκαλέσει την αντίδρασή τους και να πετύχει το μαρτύριο. Επέστρεψε για λίγο στο Άγιον Όρος, στη Μονή της μετανοίας του, όπου ανέλαβε πάλι εκκλησιάρχης.