“Καὶ εἶδον τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους οἷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἑστήκασι, καὶ ἐδόθησαν αὐτοῖς ἑπτὰ σάλπιγγες· καὶ ἄλλος ἄγγελος ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῦν·” και τοὐ δόθηκαν πολλά θυμιάματα να τα προσφέρει με τις προσευχές όλων των αγίων στο χρυσό θυσιαστήριο. Και ο καπνός των θυμιαμάτων με τις προσευχές των αγίων ανέβηκε στον Θεό. Κι ο άγγελος πήρε το θυμιατό, το γέμισε φωτιά από το θυσιαστήριο και θύμιασε προς την γη· “καὶ ἐγένοντο φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ σεισμός.” Ύστερα οι επτά άγγελοι ετοιμάστηκαν να σαλπίσουν: όταν σάλπισε ο πρώτος, έπεσε στη γη χαλάζι ανακατεμένο με φωτιά και αίμα και κάηκε το ένα τρίτο της βλάστησης· σάλπισε ο δεύτερος κι ένα βουνό φωτιά ρίχτηκε στην θάλασσα και το κάηκε το ένα τρίτο των πλασμάτων της θάλασσας και των πλοίων· σάλπισε ο τρίτος κι έπεσε από τον ουρανό ένα μεγάλο φλεγόμενο αστέρι που λεγόταν Άψινθος, και το ένα τρίτο των ποταμών και των πηγών πικράθηκε, και πέθαναν πολλοί που ήπιαν· σάλπισε και ο τέταρτος άγγελος και χτυπήθηκε το ένα τρίτο του ήλιου και της σελήνης και των αστεριών και σκοτείνιασαν. Άκουσα έναν αετό που πετούσε στη μέση του ουρανού να φωνάζει: αλοίμονο στους κατοίκους της γης από τα σαλπίσματα των τριών επόμενων αγγέλων.