“Καὶ εἶδον καὶ ἰδού ἀρνίον ἐστηκὸς ἐπὶ τὸ ὄρος Σιὼν καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες.” Στο ανοιχτό βιβλίο του αγγέλου γράφει: “Φοβήθητι τὸν Θεὸν καὶ δότε αὐτῷ δόξαν ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς κρίσεως αὐτοῦ.” Πάνω από τα ερείπια, η επιγραφή αποδίδει με περικοπές τα λόγια των δύο άλλων αγγέλων: “Εἴ τις τὸ θηρίον προσκυνεῖ καὶ αὐτὸς πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοὺ Θεοῦ· ἔπεσε Βαβυλὼν ἡ μεγάλη.” Είναι σαφές πως ο ζωγράφος απευθύνεται σε θεατές που είναι ήδη εξοικειωμένοι με το κείμενο, εφόσον τα παραθέματα αυτά δεν εξηγούν, αλλά μάλλον υπενθυμίζουν.