Η ΤΡΑΠΕΖΑ
Η Τράπεζα της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στα δυτικά του καθολικού, στη δυτική πτέρυγα του νέου περιβόλου της μονής, που προέκυψε ως μέρος της μεγάλης επέκτασης του οικοδομικού συγκροτήματος κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με μία μνημειακή κτητορική επιγραφή, που βρίσκεται πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου, το κτίριο ιδρύθηκε το 1820. Ο χώρος κατασκευάστηκε εξ αρχής με κάτοψη σε σχήμα Ταυ, καθιερώνοντας έτσι αυτόν τον τύπο αγιορειτικής τράπεζας, ο οποίος στα παλιότερα παραδείγματά του είχε προκύψει ως αποτέλεσμα προσαρμογών και διευρύνσεων. Η προηγούμενη Τράπεζα, πριν από την επέκταση, βρισκόταν στο πολυόροφο κτίριο της βορειοδυτικής γωνίας του παλιότερου οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής, που είχε ιδρυθεί στα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα. Από εκείνη την Τράπεζα σώζεται μέχρι σήμερα ο νότιος τοίχος. Η Τράπεζα του 1820 ανακαινίστηκε και εκσυγχρονίστηκε το 1890 – 1895, μαζί με τους ανώτερους ορόφους της δυτικής πτέρυγας. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το 1902 ολόκληρο το νοτιοδυτικό μέρος του περιβόλου της μονής, το εσωτερικό της Τράπεζας ανακαινίστηκε. Την επιστασία του έργου είχε αναλάβει ο «Αρχιτέκτων Χριστόδουλος Κορφιάτου εκ Σκοπέλου», όπως προκύπτει από το σχετικό «συμβόλαιον» που σώζεται στο αρχείο της Μονής. Στα ανακαινιστικά έργα του 1902/3 πρέπει να ανήκουν και οι μεταλλικές κατασκευές (κιονοστοιχίες, δοκοί και θολίσκοι της οροφής) στο εσωτερικό της Τράπεζας και στην ισόγεια στοά από έξω, προς τη μεριά του καθολικού. Περίτεχνοι σιδερένιοι στύλοι με μορφές ανάλογες με τους στύλους της στοάς ήταν συνηθισμένοι αυτή την εποχή στην Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκαν στο Άγιον Όρος από τους ρώσους μοναχούς. Αξιοσημείωτο είναι το λιτό μαρμάρινο δάπεδο, καθώς και η επίπλωση του χώρου με τα μαρμάρινα τραπέζια που φέρονται πάνω σε μαρμάρινους στύλους και τα καλοσχεδιασμένα ξύλινα καθίσματα.