ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη μνεία της μονής στις πηγές ανάγεται στο 1018/19, έτος κατά το οποίο ο Πρώτος Νικηφόρος και η Σύναξη των Καρυών αποπειράθηκαν να επιλύσουν τη συνοριακή διαφορά μεταξύ των τριών γειτονικών Μονών, Μεγίστης Λαύρας, Αμαλφηνών και Καρακάλλου. Από το έγγραφο εύκολα συμπεραίνει κάποιος πως η Μονή λειτουργούσε ήδη τότε και ότι διέθετε σημαντική έκταση γύρω της, η οποία συνόρευε με εκείνη τη Μονής Αμαλφηνών. Ίσως είχε ιδρυθεί λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 10ου ή στα πρώτα χρόνια του 11ου αιαώνα, και αφιερώθηκε εξαρχής στους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, αν και η αφιέρωση στους αγίους Αποστόλους μαρτυρείται για πρώτη φορά σε υπογραφή του ηγουμένου της Μονής Θεόδουλου το 1076.
Η επόμενη μνεία της Μονής στις πηγές είναι περίπου πενήντα χρόνια μετά, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη (1068-1071). Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μαρτυρεί πως στην εποχή του, τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, σωζόταν στη Μονή σπάραγμα αυτοκρατορικού εγγράφου που επικύρωνε στη Μονή την κατοχή μετοχίων σε διάφορους τόπους. Από το έγγραφο σπάραγμα που είχε δει ο άγιος Νικόδημος κρεμόταν ακόμη η σφραγίδα του αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη. Όμως, λίγο πριν από τα μέσα του επόμενου αιώνα, από το έγγραφο που είχε δει ο Νικόδημος σωζόταν πλέον μόνο η σφραγίδα, όπως μαρτυρεί στο σύντομο ιστορικό του, του 1842, ο ιερομόναχος Νεόφυτος. Η συγκεκριμένη σφραγίδα ακόμη διατηρείται στη Μονή. Η μαρτυρία του αγίου Νικόδημου πρέπει να είναι ακριβής, γεγονός που σημαίνει ότι μεταξύ 1068-1071 η Μονή κατείχε απροσδιόριστο αριθμό σημαντικών μετοχίων σε διάφορα μέρη και ότι συγκαταλεγόταν στις αναγνωρισμένες Μονές, ώστε να μπορεί να προκαλεί την έκδοση αυτοκρατορικού εγγράφου.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα οι πληροφορίες για τη Μονή είναι λιγοστές. Περιορίζονται σε ονόματα ηγουμένων και εκπροσώπων της που υπογράφουν διάφορα έγγραφα, και σε αναφορές γεγονότων σε αγιολογικές πηγές. Ωστόσο, τεκμηριώνουν τον αδιάσπαστο και συνεχή βίο, γεγονός που δεν συνάδει με διάχυτες αλλά μάλλον ατεκμηρίωτες πληροφορίες για περιοδικές ερημώσεις.
Η επόμενη μνεία της Μονής στις πηγές είναι περίπου πενήντα χρόνια μετά, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη (1068-1071). Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μαρτυρεί πως στην εποχή του, τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, σωζόταν στη Μονή σπάραγμα αυτοκρατορικού εγγράφου που επικύρωνε στη Μονή την κατοχή μετοχίων σε διάφορους τόπους. Από το έγγραφο σπάραγμα που είχε δει ο άγιος Νικόδημος κρεμόταν ακόμη η σφραγίδα του αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη. Όμως, λίγο πριν από τα μέσα του επόμενου αιώνα, από το έγγραφο που είχε δει ο Νικόδημος σωζόταν πλέον μόνο η σφραγίδα, όπως μαρτυρεί στο σύντομο ιστορικό του, του 1842, ο ιερομόναχος Νεόφυτος. Η συγκεκριμένη σφραγίδα ακόμη διατηρείται στη Μονή. Η μαρτυρία του αγίου Νικόδημου πρέπει να είναι ακριβής, γεγονός που σημαίνει ότι μεταξύ 1068-1071 η Μονή κατείχε απροσδιόριστο αριθμό σημαντικών μετοχίων σε διάφορα μέρη και ότι συγκαταλεγόταν στις αναγνωρισμένες Μονές, ώστε να μπορεί να προκαλεί την έκδοση αυτοκρατορικού εγγράφου.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα οι πληροφορίες για τη Μονή είναι λιγοστές. Περιορίζονται σε ονόματα ηγουμένων και εκπροσώπων της που υπογράφουν διάφορα έγγραφα, και σε αναφορές γεγονότων σε αγιολογικές πηγές. Ωστόσο, τεκμηριώνουν τον αδιάσπαστο και συνεχή βίο, γεγονός που δεν συνάδει με διάχυτες αλλά μάλλον ατεκμηρίωτες πληροφορίες για περιοδικές ερημώσεις.