Η είσοδος.

ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ

ΣΤΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟ ΑΙΩΝΑ

Από τη δεκαετία του 1930, η δραματική οικονομική συρρίκνωση, τα δεινά τα Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η γενικότερη κρίση του Αγίου Όρους τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες δημιούργησαν έντονα φαινόμενα παρακμής, που ανακόπηκαν μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Με συστηματικές προσπάθειες της αδελφότητας υπό την ηγουμενία του γέροντα αρχιμανδρίτη Φιλόθεου, η Ιερά Μονή Καρακάλλου ανακαινίστηκε, ανασυγκροτήθηκε και επανασυνδέθηκε με το ησυχαστικό πνεύμα που είχε επικρατήσει 700 χρόνια νωρίτερα.

Κτίρια της Μονής.

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
ΓΕΔΕΩΝ ΚΑΙ Η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΓΕΔΕΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Λίγα χρόνια αργότερα η αδελφότητα της Μονής ανέδειξε από τις τάξεις της έναν νεομάρτυρα. Τον οσιομάρτυρα Γεδεών, ο οποίος σε νεαρή ηλικία αναγκάστηκε να αλλαξοπιστήσει. Μετανοημένος, εκάρη μοναχός στη Μονή, από όπου αναχώρησε για να υποστεί οικειοθελώς το μαρτύριο στις 30 Δεκεμβρίου του 1818 στον Τύρναβο Θεσσαλίας. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου απέστειλαν μέρη του τιμίου λειψάνου του στη Μονή. Στην αδελφότητα της Μονής ανήκε και ο όσιος Γερβάσιος ο διά Χριστόν Σαλός, ο οποίος χρόνια ζούσε ως ρακένδυτος ασκητής γύρω από τη Μονή και τελειώθηκε ειρηνικά το 1820.
Η κατάσταση μετά το 1821, την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης και την αποτυχία της εξέγερσης στη Μακεδονία επηρέασε την Ιερά Μονή Καρακάλλου εξίσου με τις υπόλοιπες μονές του Αγίου Όρους. Τουρκικά στρατεύματα εγκαταστάθηκαν στις Μονές, οι οποίες επιβαρύνθηκαν με τις δαπάνες συντήρησής τους. Βαρύς έκτακτος φόρος επιβλήθηκε συλλογικά, ενώ και οι τακτικοί φόροι διπλασιάστηκαν. Τα μετόχια της Χαλκιδικής υπέστησαν βαριές ζημίες, τα χρέη διογκώθηκαν, μεγάλος αριθμός μοναχών εγκατέλειψε τον Άθωνα. Μεταξύ 1823-1830 απέμειναν στο Άγιον Όρος λιγότεροι από 1.000 μοναχοί. Επί μία πενταετία, η Ιερά Μονή Καρακάλλου υπέστη ζημίες στα μετόχια στη Χαλκιδική και στον Στρυμόνα, περιήλθε σε κρίση και κανένα οικοδομικό έργο δεν εκτελέστηκε. Μετά το 1830 και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων η επικοινωνία με τα μετόχια αποκαταστάθηκε, η οικονομική κατάσταση βελτιώθηκε σταδιακά, ο αριθμός των μοναχών άρχισε να αυξάνεται. Γύρω στο 1835 διήλθε μάλλον περίοδο οικονομικής κρίσης λόγω χρεών, εξαιτίας των όποιων αναγκάστηκε να ενεχυριάσει άμφια και κειμήλια.
Το 1836 ο βρετανός περιηγητής R. Curzon απέσπασε από τη βιβλιοθήκη τουλάχιστον δεκαέξι πολύτιμα χειρόγραφα.
Είναι γνωστό ότι το 1854 ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Καρακάλλου Δαμασκηνός δώρισε στον οπλαρχηγό Τσάμη Καρατάσο ένα ωραίο άλογο, πράγμα που έγινε αιτία να χάσει τη θέση του και να απομακρυνθεί και από την ίδια τη Μονή. Κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, εξάλλου, καθώς η Μονή άρχισε να έχει μεγάλα προβλήματα με τις έγγειες ιδιοκτησίες της, επειδή το 1863 η ρουμανική κυβέρνηση δήμευσε όλα τα μετόχια των Μοναστηριών της ελληνικής Ανατολής στη Μολδοβλαχία, μεταξύ των οποίων και τα μετόχια της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, εγκαταστάθηκαν στη Μονή πολλοί ρώσοι μοναχοί με σκοπό να την καταλάβουν. Σχετικές πληροφορίες αναφέρουν ότι πρώτα ήρθαν και κατοίκησαν στα εξαρτήματά της, που υπολόγιζαν να τα μετατρέψουν σε κοινόβιες σκήτες, και από εκεί ακολούθως να μπουν στο Μοναστήρι. Δεν κατάφεραν όμως τελικά να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Μετά την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση του Αγίου Όρους στο Ελληνικό κράτος, η Ιερά Μονή Καρακάλλου δεν φαίνεται να επανακάμπτει. Τα οικονομικά προβλήματα επιδεινώθηκαν, όταν μετά το 1922 απαλλοτριώθηκαν και παραχωρήθηκαν σε μικρασιάτες πρόσφυγες τα κτήματα των Μονών του Όρους στη Μακεδονία και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου.

Άποψη της Μονής από έξω.

Η ΝΕΑ ΑΝΑΚΑΜΨΗ

Η ΝΕΑ ΑΝΑΚΑΜΨΗ

Η σταδιακή ανάκαμψη της Μονής κατά τον 16ο αιώνα οφείλεται, εκτός από τη γενικότερη συγκυρία της εποχής, που παρατηρείται εξάλλου σε όλο το Άγιον Όρος, και στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη διατήρηση, ανάκτηση και αύξηση των κτήσεών της.
Το 1592 ο Πρώτος Βησσαρίων και η Ιερή Σύναξη έλυσαν επιτέλους τη διαφωνία μεταξύ της Ιεράς Μονής Καρακάλλου και της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας σχετικά με τα όρια στην περιοχή της παλαιάς Μονής των Αμαλφηνών, που κρατούσε από το τέλος του 13ου αιώνα. Το ίδιο επανέλαβε ο πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄ με πατριαρχικό σιγίλιο του 1762.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση και παρά τις απώλειες, η Μονή συνέχισε να διατηρεί ιδιοκτησίες στις τοποθεσίες των βυζαντινών μετοχίων της, ενώ στην κατοχή της εμφανίστηκαν και νέα μετόχια, τα οποία δεν κατείχε τα βυζαντινά χρόνια, στη Χαλκιδική (Ιερισσός, Κασσάνδρα, Ορμύλια, Σιδηροκαύσια), στον Στρυμόνα (στα κατοπινά Νέα Κερδύλια κ.α.), στα νησιά του Βορείου Αιγαίου Θάσο, Λήμνο και Άγιο Ευστράτιο, αλλά και στην Κρήτη, στη Μικρά Ασία και στη Βεσσαραβία.
Η σταδιακή ανάκαμψη της Μονής τον 16ο αιώνα συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες. Αναλήφθηκαν τότε πρωτοβουλίες για την ανακαίνιση και την ανοικοδόμηση του κτηριακού συγκροτήματος της Μονής, ειδικά με τη γενναία χορηγία των ηγεμόνων της Μολδαβίας μετά από μια θρυλούμενη πυρκαγιά το 1530, η οποία όμως δεν μαρτυρείται από καμιά αξιόπιστη πηγή. Ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Πέτρος Ράρες κατόρθωσε και εξαγόρασε από τους Τούρκους για λογαριασμό της Μονής διάφορα μετόχια της (1570) και στο τέλος μόνασε και ο ίδιος εδώ. Η στερεή οικονομική βάση που κατέκτησε τότε η Μονή συνδυάστηκε με την παρουσία δραστήριων μοναχών, οι οποίοι χρηματοδοτούσαν και οι ίδιοι και καθοδηγούσαν τα έργα.
Τον επόμενο αιώνα ο βασιλιάς της Ιβηρίας Αρτχίλ και ο αδελφός του Γεώργιος Βαχτάγ (1674), καθώς και ο μοναχός Ιωάσαφ, αλλά και άλλοι αγιορείτες πατέρες τον 18ο αιώνα, φρόντισαν πολύ για το Μοναστήρι, το οποίο έφτασε σε μεγάλη ακμή, ενώ κατά ορισμένες μαρτυρίες φιλοξενούσε τότε μερικές εκατοντάδες (έως 500) μοναχούς.
Στα τέλη του 18ου αιώνα μια εφήμερη διοικητική αρρυθμία, οφειλόμενη σε κακοδιαχείριση του σκευοφύλακα προηγουμένου Γεράσιμου (1788), δεν είχε συνέχεια. Το μεγάλο γεγονός των προεπαναστατικών χρόνων που άλλαξε σταδιακά την πνευματική φυσιογνωμία της Μονής ήταν η επάνοδος στο κοινοβιακό καθεστώς, στο οποίο είχαν ήδη επανέλθει έξι αθωνικές Μονές. Τον Ιούλιο του 1813 ολοσφράγιστο γράμμα της Μεγάλης Σύναξης κοινοποίησε την απόφαση της Ιεράς Μονής Καρακάλλου να γίνει κοινόβιο με ηγούμενο τον ιερομόναχο Νεκτάριο από το χιλανδαρινό κελλί της Αναλήψεως. Η μετάβαση στον κοινοβιακό τρόπο παγιώθηκε με την έκδοση του σιγιλίου του πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ΄ το ίδιο έτος.

Ανθισμένη εσωτερική αυλή.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Το 1424 το Άγιον Όρος πέρασε οριστικά στην οθωμανική επικράτεια. Η νέα πολιτική αρχή αναγνώρισε αρχικά το υφιστάμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα κεκτημένα προνόμια των Ιερών Μονών. Επέβαλε όμως φορολογία τόσο στο Άγιον Όρος, όσο και στα εκτός της αθωνικής χερσονήσου μετόχια, πολλά από τα οποία άλλωστε απωλέστηκαν, ενώ η αυθαιρεσία των φορολογικών και άλλων κρατικών υπαλλήλων αποτελούσε σύνηθες φαινόμενο. Ως αποτέλεσμα επήλθε οικονομική καχεξία των Μονών, μείωση του αριθμού των μοναχών, χαλάρωση των διοικητικών θεσμών στο εσωτερικό των Μονών και της αθωνικής πολιτείας γενικότερα. Τα φορολογικά βάρη της Ιεράς Μονής Καρακάλλου δεν είναι ακριβώς γνωστά, πόσο ποσοστό από τη συνολική κατ’ αποκοπήν φορολογία του Αγίου Όρους τής αναλογούσε, όμως με βάση την οθωμανική απογραφή του 1520 ήταν η πλέον ολιγοπρόσωπη μονή του Όρους. Αν είχε πετύχει, όπως επιδίωκαν όλες οι Μονές, να μη φορολογείται με το σύστημα της δεκάτης και τους άλλους αναλογικούς φόρους επί της παραγωγής, αλλά με το ευνοϊκότερο σύστημα της κατ’ αποκοπήν φορολόγησης, αυτό σήμαινε πως το ποσό της φορολογίας παρέμενε σταθερό για μακρό διάστημα και μειώνονταν τα περιθώρια φορολογικών αυθαιρεσιών.
Οι μαρτυρίες για τη Μονή κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την οθωμανική κατάκτηση είναι πενιχρές. Το 1444 επισκέφτηκε τη Μονή ο Κυριακός ο Αγκωνίτης. Ο ιταλός περιηγητής, στις λιγοστές πληροφορίες που δίνει για τη Μονή, αναφέρει ότι συνάντησε εκεί τον ηγούμενο Δαβίδ και πτωχούς μοναχούς που κατάγονταν από τη Σερβία, οι οποίοι μολονότι αλλόγλωσσοι, υπηρετούσαν την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η πληροφορία του για την παρουσία σέρβων μοναχών το πρώτο μισό του 15ου αιώνα στη μονή είναι μοναδική. Είναι αξιοπερίεργη, εξάλλου, επειδή μέχρι τότε η μονή είχε ξεκάθαρα ελληνικό χαρακτήρα, ενώ και ο τελευταίος γνωστός ηγούμενος Γρηγόριος υπέγραφε το 1423 στα ελληνικά. Η επόμενη γνωστή μαρτυρία για τη Μονή χρονολογείται το 1486/87, παραδίδεται σε έγγραφο του Πρώτου Κοσμά και καθορίζει τα σύνορα μεταξύ των Ιερών Μονών Φιλοθέου και Καρακάλλου. Στην οριοθέτηση ήταν παρών και ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, ιερομόναχος Ιάκωβος. Το έγγραφο σώζεται σε αντίγραφο του 17ου ή 18ου αιώνα και δεν γνωρίζουμε αν το πρωτότυπο ήταν στα ελληνικά ή τα σλαβικά.
Οι αμέσως επόμενες αρχειακές μαρτυρίες που αφορούν εκπροσώπους της Μονής είναι οι υπογραφές του ηγουμένου Στεφάνου το 1503 σε έγγραφο του Πρωτάτου, και του ηγουμένου Μάξιμου το 1504/05 σε έγγραφο του Πρώτου Μωυσέως. Και οι δύο υπογραφές ήταν στα σλαβικά. Οι μαρτυρίες αυτές φαίνεται να είναι οι τελευταίες του είδους. Όλες οι επόμενες γνωστές μαρτυρίες, από το 1518 και εξής, που είναι αρκετά πυκνές και αφορούν υπογραφές εκπροσώπων της Μονής, είναι ελληνικές. Ίσως, λοιπόν, βάσιμα να μπορεί να υποθέσει κάποιος πως για μικρό χρονικό διάστημα, λίγο πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα και ως τις αρχές του 16ου, στη Μονή εγκαταβίωναν μη ελληνόφωνοι μοναχοί, όπως συνέβαινε και σε άλλες αγιορείτικες μονές.
Τον 16ο αιώνα επικράτησε και στην Ιερά Μονή Καρακάλλου η ιδιορρυθμία, ως καθεστώς οργάνωσης του μοναστικού βίου. Το αξίωμα του ηγουμένου δεν καταργήθηκε, πήρε όμως κυρίως τελετουργικό χαρακτήρα, απονεμόταν σε πρόσωπα που πρόσφεραν αξιόλογες υπηρεσίες στη Μονή (επιτυχής διενέργεια ζητείας, επωφελής διαχείριση μετοχίου), διαρκούσε για μικρό χρονικό διάστημα και απονεμόταν στο ίδιο πρόσωπο και περισσότερες από μία φορές. Μετά το 1518 δεν συναντούμε καμία υπογραφή ηγουμένου της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, αλλά μόνο εκπροσώπων της (δικαίου, σκευοφύλακα, προηγουμένου ή απλών ιερομονάχων και γερόντων).
Στο Τυπικόν του Αγίου Όρους του Μανουήλ Παλαιολόγου του 1394, που συντάχθηκε το 1498, για να ρυθμίσει διοικητικά θέματα κεντρικής διοίκησης και αποτυπώνει την κατάσταση στον Άθω στα τέλη του 15ου αιώνα, η Ιερά Μονή Καρακάλλου κατέχει την έκτη θέση, μετά την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, την Ιερά Μονή Ιβήρων, την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου και την Ιερά Μονή Ξηροποτάμου. Όφειλε μάλιστα να καταβάλει ετησίως στο Πρωτάτο επτά μέτρα οίνου και επτά λίτρες ελαίου.
Την περίοδο αυτή, από τα τέλη του 15ου αιώνα και κατά τον 16ο, η Μονή φαίνεται να διατηρεί σχέσεις με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Το 1492 ο άρχοντας Ιάκωβος Μαλασπίνας αγόρασε στην Κωνσταντινούπολη και επαναπάτρισε στη Μονή πολυτελές Τετραευάγγελο που είχε καλλιγραφηθεί το 1290. Επικοινωνία διατηρούσε και με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μακάριο, ο οποίος μετά την παραίτησή του από τον θρόνο λίγο πριν από το 1527 αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, όπου απεβίωσε ως μοναχός Μιχαήλ, το 1546. Κατά το πέρασμά του από το Μοναστήρι δώρισε πλήθος λαμπρών χειρογράφων στη βιβλιοθήκη, από τα οποία έχουν επισημανθεί μέχρι σήμερα δύο χειρόγραφα Παρακλητικής. Τα ίδια χρόνια, ένας από τους σημαντικότερους ασκητές του 16ου αιώνα, ο άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω, ασκήτεψε για ικανό χρόνο στα όρια της Μονής. Σύμφωνα με τους Βίους του, γύρω στο 1520 αποσύρθηκε σε σκήτη της Μονής, οικοδόμησε κελλί και τον ναό της Αγίας Τριάδας και επιδόθηκε σε ασκητικούς αγώνες. Μετά το προσκυνηματικό ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα επανέκαμψε στη σκήτη του, όπου οικοδόμησε τον ναό των Αγίων Πατέρων, πριν εκλεγεί ηγούμενος στην Ιερά Μονή Φιλοθέου.

Τέλειες αρχιτεκτονικές γωνίες.

Η ΑΚΜΗ ΤΗΣ
ΜΟΝΗΣ

Η ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η ακμή της Μονής τον 14ο αιώνα αντανακλάται εξίσου στη σημαντική αύξηση του πλήθους και της αξίας των ιδιοκτησιών της τόσο εντός, όσο και εκτός του Αγίου Όρους, αλλά και στη συχνή και ενεργητική συμμετοχή των μοναχών της στα αγιορείτικα δρώμενα. Η οικονομική και δημογραφική άνθηση της Μονής κατά την ίδια περίοδο συνδέεται με την παρουσία στη Μονή, το ίδιο διάστημα, λαμπρών πνευματικών ανδρών. Ο ιδιαίτερος δεσμός της Μονής το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα με τον πατριάρχη άγιο Αθανάσιο Α΄, προδρομική μορφή του ησυχαστικού κινήματος, αυστηρό ασκητή και υπέρμαχο της συνέπειας στην τήρηση των μοναστικών κανόνων, φαίνεται πως διαμόρφωσε το πνευματικό της κλίμα και προσέλκυσε μοναστές που εμφορούνταν από το ίδιο πνεύμα τα επόμενα χρόνια. Η σχέση που ο άγιος Αθανάσιος ανέπτυξε με τη Μονή πρέπει να τεθεί κατά τη δεύτερη και σύντομη παραμονή του στο Άγιον Όρος, περίπου το 1278, η οποία συνέπεσε με τις διώξεις των Αθωνιτών από τον Μιχαήλ Η’ και τον Ιωάννη Βέκκο εξαιτίας της άρνησής τους να αποδεχθούν την ένωση των εκκλησιών μετά τη σύνοδο της Λυών. Στον Βίο του αγίου Αθανασίου δεν προσδιορίζεται ο τόπος διαμονής του, ωστόσο το προοίμιο του χρυσόβουλλου του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου του 1294 αναφέρεται στις πολλαπλές ευεργετικές παρεμβάσεις του πατριάρχη προς τον αυτοκράτορα για την έκδοση διαταγμάτων υπέρ της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, στην οποία παλαιότερα διέμενε. Η μαρτυρία του εγγράφου πρέπει να είναι ακριβής, εφόσον ο αυτοκράτορας διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον άγιο Αθανάσιο και γνώριζε προσωπικά τον πρότερο μοναστικό βίο του.
Πριν από το 1310, εξάλλου, εγκαταβίωνε στη μονή ο μοναχός Υάκινθος Κεραμέας, γόνος της αριστοκρατικής οικογένειας των Κεραμέων της Θεσσαλονίκης και συγγενής του αγίου Γερμανού Μαρούλη, μολονότι δεν είναι ακριβώς γνωστή η μεταξύ τους συγγένεια. Ο Υάκινθος, ηγούμενος για 23 χρόνια περίπου (1310-1333), επηρέασε βαθύτατα την τύχη της Μονής στην εποχή του.
Ο Βίος του επίσης θεσσαλονικέως αγίου Γερμανού, γραμμένος από τον παλιό αγιορείτη πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για τις σχέσεις με τους μεγάλους ασκητές της εποχής, αλλά και για το ησυχαστικό κλίμα που επικρατούσε στη Μονή. Ο ίδιος ο άγιος και μέλη της οικογένειάς του, όπως ο αδελφός του Ανδρόνικος Μαρούλης και ο γιος του Ιωάννης, συνδέονταν με τη Μονή. Ο Ανδρόνικος εκάρη μοναχός, ενώ ο Ιωάννης θεραπεύτηκε από τον άγιο θείο του όταν ασθένησε βαρύτατα στη Μονή. Ο συνασκητής του αγίου Γερμανού, ιερομόναχος Πεζός, υπήρξε αδελφός στη Μονή, ενώ και ο ίδιος ο πατριάρχης Φιλόθεος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Υάκινθο. Στη μονή πιθανότατα ησύχαζε το 1324 ο πρώην μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μαλαχίας. Ο Μαλαχίας υπήρξε μαθητής του πατριάρχη Αθανάσιου και πνευματικός πατέρας του Γερμανού, και πριν γίνει μητροπολίτης Θεσσαλονίκης χρημάτισε ηγούμενος στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Στη σκήτη της Γλωσσίας της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, άλλωστε, εγκαταβίωσε για δύο χρόνια (1322-1324) ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, κοντά στον ασκητή Γρηγόριο τον Δριμύ. Η αποχώρησή τους πρέπει να συνδέεται με τις συχνές επιδρομές πειρατών εναντίον της Μονής.
Ανάμεσα στους μορφωμένους μοναχούς που εγκαταβιώνουν στη Μονή την εποχή αυτή και αναπτύσσουν καλλιγραφικές δραστηριότητες είναι και ο μοναχός Ισαάκ, χορηγός και αντιγραφέας πολυτελούς ευαγγελίου, το οποίο προσήλωσε στη μονή το 1290.
Μετά την επιδρομή των λατίνων πειρατών το 1204, είναι πιθανό η Μονή να ερημώθηκε δεύτερη φορά από πειρατικές επιδρομές κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Καταλανών (1306-1308). Ανεξαρτήτως αν η νέα ερήμωση υπήρξε ιστορικό γεγονός, οι μαρτυρίες για πειρατικές επιδρομές στον Άθω από λατίνους και τούρκους πειρατές κατά τον 14ο αιώνα δεν είναι λίγες. Ο Πρώτος Ισαάκ σε έγγραφό του μαρτυρεί την άθλια κατάσταση της Μονής ύστερα από τις καταστροφικές επιδρομές των πειρατών και των λατίνων στρατιωτών καθ’ όλο τον 13ο αιώνα, ενώ, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εγκατέλειψε τη σκήτη της Γλωσσίας, όπου ασκήτευε, το 1324 από τον φόβο των πειρατών, και η ίδια η σκήτη ερημώθηκε λίγο πριν από το 1353 από τούρκους πειρατές.

Η είσοδος της Μονής, με τους Πρωτοκορυφαίους Αποστόλους, προστάτες της Μονής.

ΑΠΟ ΤΗΝ Δ’
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΩΣ
ΤΟΝ 14ο ΑΙΩΝΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ Δ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΩΣ ΤΟΝ 14ο ΑΙΩΝΑ

Με την τέταρτη σταυροφορία του 1204 και την ακόλουθη Φραγκοκρατία, η Ιερά Μονή Καρακάλλου υπέφερε ό,τι και το υπόλοιπο Άγιον Όρος. Λατίνοι πειρατές λυμαίνονταν ανενόχλητοι την αθωνική χερσόνησο λεηλατώντας και ερημώνοντας Μοναστήρια, μεταξύ των οποίων και την Ιερά Μονή Καρακάλλου, της οποίας τον ηγούμενο και την αδελφότητα αιχμαλώτισαν. Στους Βίους του Αγίου Σάββα, αρχιεπισκόπου Σερβίας και συνιδρυτή της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου, που συνέγραψαν οι Δομετιανός και Θεοδόσιος το 1204, αναφέρεται πως η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας προσέφερε τα λύτρα για την απελευθέρωση των μοναχών με την υποχρέωση, όμως, η Ιερά Μονή Καρακάλλου με όλα τα κτήματά της να καταστεί μετόχι της Λαύρας. Από την υποχρέωση απάλλαξε την Μονή ο Άγιος Σάββας, ο οποίος κατέβαλε τα λύτρα απελευθερώνοντας τη Μονή από την εξάρτηση από τη Λαύρα, κερδίζοντας αιώνιο μνημόσυνο για τον ίδιο και τους γονείς του. Αν και οι Βίοι θεωρούνται ασφαλής και αξιόπιστη πηγή, είναι ίσως η μοναδική φορά που αναφέρεται υπαγωγή Μονής σε άλλη Μονή του Αγίου Όρους και δεν επιβεβαιώνεται από καμία άλλη πηγή.
Με το τέλος της Λατινοκρατίας και την ανακατάληψη της Μακεδονίας από τους Βυζαντινούς, η Μονή άρχισε να ανακάμπτει και να αποκτά νέα κτήματα. Από το 1262 αναφέρονται πάλι στις πηγές ονόματα ηγουμένων: το 1262 ηγούμενος είναι ο μοναχός Νεόφυτος και το 1287 ο ιερομόναχος και καθηγούμενος Κοσμάς.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα, από τα χρόνια του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, κυρίως όμως επί του διαδόχου του Ανδρόνικου Β΄, η Μονή γνώρισε σημαντική ακμή, οφειλόμενη εν πολλοίς στη σχέση της με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Αθανάσιο Α΄ (1289-1293, 1303-1309). Με την ευεργετική παρέμβαση του τελευταίου, η Μονή κατοχύρωσε παλιές και νεότερες ιδιοκτησίες της.
Εκείνη την εποχή (1287) η Μονή ενεπλάκη σε διαμάχη, μακροχρόνια όπως έμελλε να αποδειχθεί (καθώς επιλύθηκε οριστικά στο τέλος του 16ου αι.), για οριακές διαφορές με την Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας και τη διευθέτηση των συνόρων στην περιοχή της Μονής των Αμαλφηνών, η οποία τότε είχε προσαρτηθεί στη Λαύρα. Σε έκταση της μονής Αμαλφηνών αναπτύχθηκε η μεταγενέστερη σκήτη της Προβάτας, που συνορεύει με την Ιερά Μονή Καρακάλλου. Ίσως αυτή η διαμάχη να προκάλεσε το 1294 την έκδοση χρυσόβουλου του Ανδρόνικου Β΄, του πρώτου που αποτυπώνει την περιουσιακή κατάσταση της Μονής, τα μετόχια και τα κτήματά της εκτός και εντός Αγίου Όρους.

Διάλογος της ιστορίας της Μονής, όμοιος με τον διάλογο των δύο υψηλών κατασκευών.

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΕΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη μνεία της μονής στις πηγές ανάγεται στο 1018/19, έτος κατά το οποίο ο Πρώτος Νικηφόρος και η Σύναξη των Καρυών αποπειράθηκαν να επιλύσουν τη συνοριακή διαφορά μεταξύ των τριών γειτονικών Μονών, Μεγίστης Λαύρας, Αμαλφηνών και Καρακάλλου. Από το έγγραφο εύκολα συμπεραίνει κάποιος πως η Μονή λειτουργούσε ήδη τότε και ότι διέθετε σημαντική έκταση γύρω της, η οποία συνόρευε με εκείνη τη Μονής Αμαλφηνών. Ίσως είχε ιδρυθεί λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 10ου ή στα πρώτα χρόνια του 11ου αιαώνα, και αφιερώθηκε εξαρχής στους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, αν και η αφιέρωση στους αγίους Αποστόλους μαρτυρείται για πρώτη φορά σε υπογραφή του ηγουμένου της Μονής Θεόδουλου το 1076.
Η επόμενη μνεία της Μονής στις πηγές είναι περίπου πενήντα χρόνια μετά, στα χρόνια του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη (1068-1071). Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μαρτυρεί πως στην εποχή του, τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, σωζόταν στη Μονή σπάραγμα αυτοκρατορικού εγγράφου που επικύρωνε στη Μονή την κατοχή μετοχίων σε διάφορους τόπους. Από το έγγραφο σπάραγμα που είχε δει ο άγιος Νικόδημος κρεμόταν ακόμη η σφραγίδα του αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη. Όμως, λίγο πριν από τα μέσα του επόμενου αιώνα, από το έγγραφο που είχε δει ο Νικόδημος σωζόταν πλέον μόνο η σφραγίδα, όπως μαρτυρεί στο σύντομο ιστορικό του, του 1842, ο ιερομόναχος Νεόφυτος. Η συγκεκριμένη σφραγίδα ακόμη διατηρείται στη Μονή. Η μαρτυρία του αγίου Νικόδημου πρέπει να είναι ακριβής, γεγονός που σημαίνει ότι μεταξύ 1068-1071 η Μονή κατείχε απροσδιόριστο αριθμό σημαντικών μετοχίων σε διάφορα μέρη και ότι συγκαταλεγόταν στις αναγνωρισμένες Μονές, ώστε να μπορεί να προκαλεί την έκδοση αυτοκρατορικού εγγράφου.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα οι πληροφορίες για τη Μονή είναι λιγοστές. Περιορίζονται σε ονόματα ηγουμένων και εκπροσώπων της που υπογράφουν διάφορα έγγραφα, και σε αναφορές γεγονότων σε αγιολογικές πηγές. Ωστόσο, τεκμηριώνουν τον αδιάσπαστο και συνεχή βίο, γεγονός που δεν συνάδει με διάχυτες αλλά μάλλον ατεκμηρίωτες πληροφορίες για περιοδικές ερημώσεις.

Λεπτομέρεια από τον Πύργο της Μονής.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ
ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ

Η Ιερά Μονή Καρακάλλου συγκαταλέγεται μεταξύ των Μονών που ιδρύθηκαν κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια από την εμφάνιση του οργανωμένου κοινοβιακού βίου στον Άθω, συμπίπτοντας χρονικά με την παρουσία του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη και την ίδρυση της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας.
Η προέλευση της ονομασίας της Μονής παραμένει αδιευκρίνιστη, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία ποικίλων θρύλων. Το 1677, ο Άγγλος περιηγητής J. Covel κατέγραψε τον θρύλο πως ιδρυτής της υπήρξε ο εθνικός ρωμαίος αυτοκράτορας του 3ου αιώνος Αντώνιος Καρακάλλας. Την άποψη αυτή υιοθέτησε πολύ γρήγορα ο Ιωάννης Κομνηνός στο Προσκυνηματάριό του (1698) και στα μέσα του επόμενου αιώνα ο ρώσος περιηγητής Βασίλειος Μπάρσκι (1744). Γενικώς, φαίνεται πως ο θρύλος του εθνικού αυτοκράτορα ως κτήτορα κυκλοφορούσε αρκετά στη μονή κατά τον 18ο αιώνα, τόσο ώστε να ιστορηθεί από τον ζωγράφο του κοιμητηριακού ναού των Αγίων Πάντων (1768), όπου σωζόμενη επιγραφή σε μισοκαταστραμμένη σήμερα τοιχογραφία αναγράφει: Βασ. Καρακάλλας. Παραλλαγή του συγκεκριμένου θρύλου θέλει ως ιδρυτή τον Νικόλαο Καρακ(α)λά, καταγόμενο από μικρή πόλη της Βλαχίας, ονομαζόμενη Caracal, την οποία φέρεται να έχτισε ο ίδιος αυτοκράτορας Καρακάλλας.
Άλλες εικασίες συνδέουν την ονομασία της Μονής με το επώνυμο της γνωστής, από τον 17ο αιώνα, πελοποννησιακής οικογένειας Καράκαλλου ή Καρακ(αλ)ά, από τη Δημητσάνα, από την οποία προήλθαν πολλοί αρχιερείς, ανάμεσα στους οποίους και ο Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ ο Καράκαλλος (1748-1751, 1752-1757). Αλλά κι αυτή η εξήγηση είναι μάλλον αμφισβητήσιμη. Παρομοίως, η ονομασία της Μονής δεν σχετίζεται με το επώνυμο της ιταλικής -αλλά με ελληνική καταγωγή- αρχοντικής οικογένειας των Caraccioli. Η εκδοχή αυτή προφανώς κυκλοφορούσε στη Δύση ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα, εφόσον μνημονεύεται από τον ιησουίτη μοναχό Branconnier, ο οποίος επισκέφτηκε τον Άθω το 1706. Τον 19ο αιώνα ο Ιταλός Francois Caracciolo, προφανώς γόνος της ομώνυμης οικογένειας, υπέθεσε πως η ονομασία της Μονής σχετιζόταν με την οικογένειά του, διεξήγαγε μάλιστα επίπονες έρευνες στην ίδια τη Μονή, οι οποίες όμως δεν επιβεβαίωσαν την υπόθεσή του.
Στην παλιότερη μνεία της στις πηγές, το 1018, η Μονή ονομάζεται Καρακάλου ή Καρκάλους. Στις επόμενες αναφορές μέχρι το 1142 αποκαλείται Μονή Καρακάλου. Το ίδιο έτος απαντάται και η αναφορά της ως Μονή του Καρακαλά. Ως τον 14ο αιώνα αναφέρεται και με τους δύο τρόπους, ωστόσο το Καρακάλου υπερέχει αισθητά και τελικά επικρατεί από τα τέλη του ίδιου αιώνα. Ούτε η υπόθεση ότι η ονομασία της μονής ίσως έχει τουρκική προέλευση και σημαίνει μαύρος πύργος (καρά+κουλές) πρέπει να ευσταθεί, εφόσον την εποχή της ίδρυσής της δεν είχαν εμφανιστεί ακόμη στο ιστορικό προσκήνιο οι Σελτζούκοι Τούρκοι.
Η προέλευση της ονομασίας πιθανότατα πρέπει να συνδεθεί με τον επιθετικό προσδιορισμό του ιδρυτή της. Την εικασία αυτή διατύπωσε τον 14ο αιώνα ο πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος στον Βίο του Αγίου Γερμανού Μαρούλη. Ωστόσο το επώνυμο Καράκαλ(λ)ος ή Καρακαλ(λ)άς δεν απαντάται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Γίνεται γνωστό ως Καράκαλος μόλις στα τέλη του 13ου αιώνα και αφορά τον μητροπολίτη Νικομηδείας (1289-1309) Καράκαλο, το όνομα του οποίου όμως δεν παραδίδεται.