Περίτεχνη μεταλλική θύρα.

ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ

ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ

Η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου διαθέτει, όπως όλες οι αθωνικές Μονές, πλούσιο αρχείο, το οποίο το ταξινομείται με βάση τη γλώσσα των εγγράφων. Έτσι, αναφερόμαστε στο ελληνικό, το οθωμανικό και το ρουμανικό αρχείο. Έγγραφα, πάντως, διαφορετικής γλώσσας έχουν παρεισφρήσει μέσα σε κάθε ενότητα με το πέρασμα των αιώνων. Ως εκ τούτου, στο ρουμανικό και το οθωμανικό αρχείο απαντούν και λίγα ελληνικά έγγραφα. Το αρχείο γενικά παρουσιάζει χάσματα, παρ’ όλο που η Μονή δεν υπέστη καταστροφές από πυρκαγιές, πέραν αυτής του 1902, στην οποία κάηκαν οι περίπου 250 σλαβικοί κώδικες. Το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ χωρίζεται σε βυζαντινό, μεταβυζαντινό και νεότερο. Το βυζαντινό αρχείο αποτελείται από 58 φακέλους, οι οποίοι περιέχουν από ένα έγγραφο έκαστος. Εδώ εντάσσονται και τα 17 σερβικά έγγραφα του 15ου αιώνα που φυλάσσονται στο αρχείο της Μονής, 6 από τα οποία αποτελούν μεταφράσεις αντίστοιχων ελληνικών. Επίσης εντάσσονται ένα ρουμανικό και ένα οθωμανικό. Για την περίοδο από τις απαρχές της Μονής μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα σώζονται 34 έγγραφα – από τα οποία μόνο 4 για την πρώτη φάση της ιστορίας της Μονής – ενώ για τον 16ο και τον 17ο σώζονται από ένα έγγραφο. Το μεταβυζαντινό αρχείο χωρίζεται σε δώδεκα φακέλους με ποικίλο αριθμό εγγράφων εντός εκάστου. Ο 18ος αιώνας εκπροσωπείται από περίπου 50 έγγραφα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία από το δεύτερο μισό. Μέσα σε αυτά υπάρχουν λίγα που αφορούν τα μετόχια στη Ρουμανία. Το νεότερο αρχείο, που περιλαμβάνει έγγραφα του 19ου και του 20ού αιώνα, είναι τοποθετημένο σε 196 μεγάλους φακέλους και άλλους 41 μικρούς. Η πλήρης ταξινόμησή του δεν έχει ολοκληρωθεί. Το ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ βρίσκεται σε 20 αριθμημένους φακέλους, ενώ άλλοι πέντε περιέχουν ανάμεικτα οθωμανικά και ελληνικά έγγραφα. Συνολικά υπάρχουν περίπου 1.000 οθωμανικά έγγραφα, τα μισά από τα οποία προέρχονται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι το 1912. Στη Μονή φυλάσσεται το παλαιότερο πρωτότυπο οθωμανικό έγγραφο εντός της Αθωνικής χερσονήσου και ένα από τα παλαιότερα στον κόσμο, χρονολογημένο το 1386. Γύρω στα 17 είναι τα έγγραφα του 15ου αιώνα, ενώ περίπου 180 χρονολογούνται από τον 16ο. Περίπου 200 έγγραφα προέρχονται από τον 17ο, 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα, με τα περισσότερα από αυτά να ανήκουν στην τελευταία χρονικά φάση. Το ΡΟΥΜΑΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ αποτελείται από 994 έγγραφα, ταξινομημένα σε 7 φακέλους. Χρονικά, τα έγγραφα εκτείνονται από τον 15ο μέχρι τον 20ό αιώνα, με πύκνωση στον 19ο αιώνα από όπου προέρχονται 525 έγγραφα, ενώ 100 προέρχονται από τον 17ο αιώνα και 357 από τον 18ο. Μέσα σε αυτά υπάρχουν και λίγα έγγραφα στην ελληνική γλώσσα. Ο χωρισμός των εγγράφων του αρχείου σε φακέλους είχε γίνει αρχικά από τους μοναχούς και εξυπηρετούσε τα τρέχοντα θέματα της Μονής, τα οποία για το σημερινό μελετητή δεν είναι γνωστά, όπως και η λογική οργάνωσης του αρχείου σε φακέλους. Με βάση τις αριθμοδοτήσεις που υπάρχουν πάνω στα έγγραφα μπορεί να υποστηριχθεί γενικά ότι μια πρώτη ταξινόμηση θα συνέβη στις αρχές του 19ου αιώνα, πιθανώς στο πλαίσιο της γενικότερης ανακαίνισης της Μονής από τον Άνθιμο Κομνηνό. Μια δεύτερη ταξινόμηση έγινε τις δεκαετίες 1920 και 1930, όταν, λόγω της απαλλοτρίωσης, η Μονή είχε χάσει όλα τα μετόχια της και έπρεπε να έχει μια συνολική εικόνα των εγγράφων της. Τέλος, τη δεκαετία του 1960 ο τότε βιβλιοθηκάριος γέρων Θεοδόσιος έβαλε για πρώτη φορά σε φακέλους τα έγγραφα και προσπάθησε να κάνει μια ταξινόμηση, σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1970 από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών για τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα, από το Πανεπιστήμιο Κρήτης για τα οθωμανικά, ενώ γύρω στο έτος 2000 ένας Ρουμάνος ερευνητής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών ταξινόμησε και εξέδωσε τα ρουμανικά έγγραφα. Τα είδη των εγγράφων καλύπτουν μια μεγάλη κλίμακα. Το ίδιο ευρεία είναι και η ταυτότητα των εκδοτών τους: η ίδια η Μονή, μεμονωμένοι μοναχοί, Αθωνικά θεσμικά όργανα (π.χ. η Ιερά Κοινότητα), άλλες Μονές, κρατικές ή τοπικές αρχές (βυζαντινές, οθωμανικές, ρουμανικές), απλοί άνθρωποι αποτελούν εκδότες ή παραλήπτες εγγράφων που φυλάσσονται στο αρχείο. Τα θέματα που συνήθως ενδιαφέρουν αφορούν κτηματικά ζητήματα, φορολογικά, υποθέσεις δανεισμών, ενώ λιγότερα είναι αυτά που σχετίζονται με πολιτικά ή πνευματικά θέματα. Μέσα από τα έγγραφα αναδύεται ο κόσμος των μοναχών, η καθημερινότητά τους, τα προβλήματα που τους απασχολούσαν για την υλική επιβίωσή τους και ο τρόπος επίλυσής τους. Παρ’ όλα τα χάσματα, η μεγάλη χρονική διάρκεια του αρχείου από τον 11ο μέχρι τον όψιμο 20ό αιώνα δίνει την αίσθηση της συνέχειας αλλά και των αλλαγών που υπέστη η Μονή, ξαναζωντανεύοντας τις εναλλαγές των εποχών και των κυριάρχων στην περιοχή της Μακεδονίας.


Θέα από το εσωτερικό της Μονής.

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Όταν στο πρώτο ταξίδι του στο Άγιον Όρος το 1725 επισκέφτηκε την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου, ο Μπάρσκι, όπως γράφει, βρήκε ότι «η ανάγνωση και η υμνωδία και όλη η εξουσία [στη μονή] ήσαν βουλγαρικά», ενώ μία εικοσαετία αργότερα, στη δεύτερη επίσκεψή του το 1744, παρατήρησε ότι «δεν σώζεται τίποτε από αυτά, εκτός από τη σλαβονική βιβλιοθήκη, όπου βρίσκονται και πολλά και διάφορα βιβλία, τυπωμένα και χειρόγραφα». Σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα, το 1837, ο βρετανός περιηγητής Robert Curzon έγραψε ότι βρήκε σε ένα μικρό κλειστό δωμάτιο περίπου 250 σερβικά και μερικά βουλγαρικά χειρόγραφα και μόνον έναν ελληνικό κώδικα του 12ου ή 13ου αιώνα. Όπως αναφέρει μάλιστα, ο ηγούμενος της μονής τού χάρισε ως ενθύμιο της επίσκεψής του στον Άγιο Παύλο τρεις σλαβικούς κώδικες που περιείχαν αντίγραφα ευαγγελίων. Στη δική του ιστορική και κριτική μελέτη για τη Χερσόνησο του Αγίου Όρους, τις μονές και τους μοναχούς της, την οποία εξέδωσε στις αρχές του 20ού αιώνα (1903), ο αγιοπαυλίτης μοναχός Κοσμάς Βλάχος αναφέρει ότι στην εποχή του η Βιβλιοθήκη περιείχε 94 ελληνικά χειρόγραφα, από τα οποία πέντε ήταν περγαμηνά που χρονολογούνταν από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα, ενώ τα υπόλοιπα ήταν χαρτώα, από τον 14ο ως τον 18ο αιώνα. Κατά την καταγραφή του Σπυρίδωνος Λάμπρου το 1888, η οποία συμπληρώθηκε το 1894, υπήρχαν στη Βιβλιοθήκη 1.500 βιβλία, από τα οποία τα 94 χειρόγραφα. Κατά τον επί αρκετά χρόνια βιβλιοθηκάριο, μακαριστό γέροντα λόγιο Θεοδόσιο Αγιοπαυλίτη (1901-1987), οι ιστορικοί του Αγίου Όρους, αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον, γράφουν ότι η Βιβλιοθήκη της Μονής καταστράφηκε κατά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1901, πράγμα αναληθές. Εκείνο που πιθανότατα συνέβη είναι ότι καταστράφηκαν οι 250 χειρόγραφοι, κατά το πλείστον σερβικοί και λίγοι βουλγαρικοί, κώδικες, τους οποίους είχε από παλιά η μονή (ίσως να ήταν αυτοί που είχε δει και ο Curzon), οι οποίοι όμως δεν είχαν τεθεί υπόψη του καθηγητή Σπ. Λάμπρου. Απεναντίας, ανέφερε ο μακαριστός Θεοδόσιος, όλα τα σερβικά και σλαβονικά έγγραφα είχαν διασωθεί άπαντα και αποτελούσαν σημαντικό κειμηλιακό πλούτο για τη μονή. Στις μέρες μας η Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου στεγάζεται στον όροφο της νότιας πτέρυγας της μονής και είναι πολύ καλά οργανωμένη. Περιλαμβάνει 494 χειρόγραφα και περίπου 20.000 έντυπα βιβλία. Από αυτά τα τελευταία το αρχαιότερο είναι η Γραμματική του Χρυσολορά, τυπωμένη στη Βενετία το 1483. Από τα χειρόγραφα, το σημαντικότερο είναι ο περγαμηνός κώδικας με τις Πράξεις των Αποστόλων, με παρασελίδια σχόλια, που χρονολογείται στον 10ο ή 11ο αιώνα. Η αγιοπαυλίτικη συλλογή μουσικών χειρογράφων είναι μία από τις μεγαλύτερες στο Άγιον Όρος με 177 χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένας σπουδαίος κώδικας του 1758, που περιέχει τον Ακάθιστο Ύμνο και Κρατηματάριο, έργο του γραφέα Θεοδοσίου του Χίου, ιεροδιακόνου και πρωτοψάλτη τη Σμύρνης.


Ο βαρύς μπρούτζινος σταυρός που φορούσε ο όσιος Παύλος φυλάσσεται στο Μοναστήρι.

ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ,
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

ΜΙΚΡΟΤΕΧΝΙΑ, ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ

Στα πολύτιμα έργα μικροτεχνίας της Μονής εντάσσεται ένα μικρό ξύλινο δίπτυχο που φέρει 26 μικρογραφίες με το Δωδεκάορτο και τους τέσσερις Ευαγγελιστές καθώς και άλλους αγίους (τέλος 13ου - αρχές 14ου αιώνα) και ένα ξύλινο φορητό εικονίδιο (προσκυνητάρι) με σπάνια υάλινη παράσταση ένθρονου Ιησού με τη Δέηση (Παναγία, άγιο Ιωάννη και δύο αρχαγγέλους) πλαισιωμένο από μετάλλια με προτομές αγίων, πολυτελές έργο βενετσιάνικου εργαστηρίου (τέλος 13ου αιώνα). Επίσης, μεταξύ των κειμηλίων της Μονής εντυπωσιάζει ένας ξύλινος σταυρός με μικρογραφίες Δωδεκαόρτου, ο οποίος στηρίζεται σε ορειχάλκινη βάση με αραβικές επιγραφές. Πέραν των ιερών λειψάνων και των πολύτιμων έργων μικροτεχνίας, η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου διαφυλάττει μια πολύ σημαντική και αξιόλογη συλλογή βυζαντινών φορητών εικόνων που χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα και κυρίως στην ύστερη βυζαντινή/παλαιολόγεια περίοδο. Η παλαιότερη από αυτές είναι μία εικόνα της Παναγίας, γνωστή ως «Καθρέφτης», που ανάγεται σύμφωνα με την παράδοση στα χρόνια της Εικονομαχίας και θεωρείται ότι ανήκε στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγο του Θεοφίλου, η οποία την έκρυβε πίσω από τον καθρέφτη της στην κάμαρά της, εξ’ ού και το όνομα της εικόνας. Τα τεχνοτροπικά και εικονογραφικά στοιχεία της την τοποθετούν στο τέλος του 12ου αιώνα. Μια ακόμη εικόνα, αμφιπρόσωπη με την Παναγία Οδηγήτρια που φέρει επιγραφή: ΥΠΕΡ/ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ από τη μια μεριά, και την Σύναξη των Αρχαγγέλων από την άλλη, αποδίδεται στην καλλιτεχνική παραγωγή της Θεσσαλονίκης του τέλους του 13ου αιώνα και θεωρείται κορυφαίο έργο της αναγέννησης των Παλαιολόγων. Από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα σώζονται πέντε εικόνες: η εικόνα της Παναγίας Γλυκοφιλούσας, η λεγόμενη «Νησιώτισσα» ή «Μεσονησιώτισσα», η εικόνα του Αγίου Γεωργίου, της Παναγίας Οδηγήτριας, γνωστής ως «Φυλάττουσας», η αμφιπρόσωπη εικόνα με την Παναγία Οδηγήτρια στη μία πλευρά και την Σταύρωση στην άλλη, και η εικόνα της Παναγίας Ελεούσας. Πρόκειται για υψηλής αξίας έργα που φιλοτεχνήθηκαν σε καλλιτεχνικά εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Επίσης, η Μονή διαθέτει μεγάλο αριθμό εικόνων τέμπλου και προσκυνηματικών εικόνων που χρονολογούνται μεταξύ του 15ου και του 19ου αιώνα και παρουσιάζουν πολύ ενδιαφέροντα τεχνοτροπικά και εικονογραφικά χαρακτηριστικά, ως απόρροια επιδράσεων από την κρητική τέχνη, από τα εργαστήρια της Μολδοβλαχίας καθώς και από τοπικά εργαστήρια.


Από τα δώρα των Μάγων στον γεννηθέντα Χριστό.

ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΞΥΛΟ, ΤΑ ΔΩΡΑ
ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΚΑΙ
ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΞΥΛΟ, ΤΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ

Αναμφίβολα, το σημαντικότερο κειμήλιο της Μονής είναι το τεμάχιο Τιμίου Ξύλου που φέρει και την οπή από τα καρφιά του Εσταυρωμένου. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα τεμάχια Τιμίου Ξύλου που σώζονται, το οποίο δώρισε ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός στον κτήτορα της μονής, όσιο Παύλο τον Ξηροποταμινό. Επίσης, η Μονή διαθέτει δέκα πολύτιμα κιβωτίδια που περιέχουν πλακίδια των Τιμίων Δώρων (χρυσό, λίβανο και σμύρνα), τα οποία προσέφεραν οι μάγοι στον γεννηθέντα Χριστό. Τα Τίμια Δώρα προσέφερε στη Μονή η ευσεβής βασίλισσα Μάρω, κόρη του Σέρβου Μπράνκοβιτς (1428-1456), μεγάλου ευεργέτη της Μονής. Στους θησαυρούς της Μονής εντάσσεται το πλήθος θαυματουργών και μυροβλυζόντων τιμίων λειψάνων που ανήκουν σε περισσότερους από εκατό Αγίους της Εκκλησίας μας. Τα λείψανα φυλάσσονται σε περίτεχνες λειψανοθήκες στο Ιερό Βήμα του καθολικού και βγαίνουν για προσκύνηση κατά τη μνήμη των εορταζόμενων αγίων.


Ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, ιερομόναχος Παρθένιος, σε πρόσφατο κτητορικό μνημόσυνο.

Η Σημερινή Συνοδεία

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΝΟΔΕΙΑ

Σήμερα, η Μονή Αγίου Παύλου διαθέτει μια νέα και δυναμική συνοδεία, η οποία υπό την πνευματική καθοδήγηση του αγίου καθηγουμένου, αρχιμανδρίτη Παρθενίου (ηγούμενος από το 1974), διατηρεί τη σημαντική παρουσία της στον αγιορείτικο και στον ευρύτερο ορθόδοξο χώρο. Η παρουσία Ρουμάνων μοναχών έδωσε νέα ώθηση στην αδελφότητα. Οι οικοδομικές εργασίες που αναλήφθηκαν τα τελευταία χρόνια δείχνουν τη ζωντάνια της αδελφότητας και την αγάπη της για την ευπρεπή παρουσία της Μονής στο σύγχρονο κόσμο, με σεβασμό στην ιστορία της και στους προαπελθόντες πατέρες της.


Οι δύο σημαίες, της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Εκκλησιαστική, συνέχεια των βυζαντινών συμβόλων.

Η Μονή κατά την
Ελληνική Επανάσταση

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η Επανάσταση στη Χαλκιδική το 1821 και η συμμετοχή των Αγιορειτών σε αυτήν είχε ως αποτέλεσμα, μετά την αποτυχία της, να φύγουν μοναχοί και να εγκατασταθούν Οθωμανοί στρατιώτες σε κάποιες Μονές. Μία από αυτές ήταν και η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Οι Αγιοπαυλίτες, εκτός δύο ή τριών μοναχών, είχαν καταφύγει σε νησιά του Αιγαίου (π.χ. Σκόπελος, Ύδρα), ενώ τα κειμήλια της Μονής είχαν μεταφερθεί στα νησιά του Ιονίου (π.χ. Ζάκυνθος). Όταν αποχώρησαν τα οθωμανικά στρατεύματα από την Αθωνική χερσόνησο και άρχισε ο τόπος να βρίσκει την κανονικότητά του, η Μονή προσπάθησε να επαναφέρει τα κειμήλιά της και να ανορθωθεί οικονομικά. Μάλιστα, αναφέρεται ότι δύο Αγιοπαυλίτες, οι Σάββας Ρωσιανός και Γεράσιμος Λοβέρδος, απευθύνθηκαν μέχρι και στους τσάρους της Ρωσίας Αλέξανδρο Α΄ και Νικόλαο Α΄ και έλαβαν χρηματική βοήθεια για να επανακτήσουν τα καταπατημένα μετόχια της Μονής. Η δεκαετία του 1830 ήταν η σημαντικότερη της νεότερης ιστορίας του Μοναστηριού. Οι μοναχοί συνέχισαν το έργο της ανέγερσης νέου καθολικού, που είχε μείνει ημιτελές από τον Άνθιμο Κομνηνό. Ωστόσο, εξίσου σημαντικό γεγονός αποτελεί η κοινοβιοποίηση της Μονής το 1839, που επικυρώθηκε με σιγίλιο του πατριάρχη Γρηγορίου ΣΤ΄ το 1840. Πρώτος ηγούμενος έγινε ο ιερομόναχος και προηγούμενος της Μονής Διονυσίου, Στέφανος. Το 1839 ήταν και το έτος που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του νέου καθολικού, το οποίο καθιερώθηκε το 1844. Κεντρικό πρόσωπο στην όλη ανακαινιστική προσπάθεια υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Καλλιγάς, ο οποίος όχι μόνο βοήθησε στην ολοκλήρωση του έργου, αλλά διετέλεσε και ηγούμενος, με κάποιες διακοπές, για μακρά χρονική περίοδο, μεταξύ των ετών 1843-1882. Το νέο καθολικό εγκαινιάστηκε να εορτάζει στην εορτή της Υπαπαντής, γιατί κατά παράδοση της Μονής, ο κτήτορας άγιος Παύλος είχε ανεγείρει το πρώτο ναΐδριο επ’ ονόματι της Υπαπαντής του Κυρίου. Οι ανακαινιστικές εργασίες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Σημαντικό για την ιστορία γεγονός ήταν η ιδιαίτερα καταστρεπτική πυρκαγιά κατά τη νύχτα της 3ης προς 4η Ιανουαρίου του 1902. Από αυτή την πυρκαγιά κάηκε σημαντικό μέρος της νοτιοδυτικής πτέρυγας του συγκροτήματος και οι περίπου 220 σλαβικοί κώδικες της Μονής, αφήνοντας στη λήθη μεγάλο μέρος της ιστορίας της. Όπως και η οθωμανική κατάκτηση του 1423/4, έτσι και η απελευθέρωση του 1912 βρήκε τη Μονή σε φάση αναδιοργάνωσης. Διέθετε ένα καινούργιο και άνετο καθολικό, όπως και ένα ευρύχωρο μοναστικό συγκρότημα, το οποίο ήταν έτοιμο να δεχθεί νέους μοναχούς. Ήδη από τη δεκαετία του 1830 είχαν αρχίσει να καταφθάνουν Κεφαλλήνες, οι οποίοι έκτοτε και μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα θα αποτελέσουν την πλειονότητα των Ελλήνων μοναχών της αδελφότητας. Η έλευση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922 οδήγησε στην απώλεια των αγιοπαυλίτικων μετοχιών στη Χαλκιδική, αφού αυτά απαλλοτριώθηκαν από το ελληνικό κράτος, όπως και όλα τα αγιορείτικα μετόχια, για την αποκατάσταση των προσφύγων. Σήμερα, η περιουσία της Μονής έχει προσανατολιστεί στην κατοχή αστικών ακινήτων, από τα μισθώματα των οποίων συντηρείται. Η πλούσια σε ξυλεία περιοχή νοτίως του Άθω, την οποία εκμεταλλεύεται η Μονή, της προσφέρει ένα επιπλέον σημαντικό έσοδο. Πέραν των προσώπων που αναφέρθηκαν και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μονής, θα πρέπει να προστεθεί και ο αρχιμανδρίτης Σεραφείμ Πανταζάτος, ο οποίος διετέλεσε ηγούμενος μεταξύ 1920-1932 και 1934-1960. Μεταξύ άλλων, εξέδωσε επί δεκαετία το περιοδικό «Άγιος Παύλος ο Ξηροποταμίτης», που αποτέλεσε σημαντικό εκδοτικό γεγονός για το Άγιον Όρος αλλά και τη μοναδική εκδοτική απόπειρα της Μονής, συνέβαλε δε στο να καταστεί γνωστή η ιστορία της σε ευρύ αναγνωστικό κοινό.


Θέα προς τη θάλασσα.

Οι Σημαντικές Σκήτες
που Ανήκουν στη Μονή

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΚΗΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

Ο 18ος αιώνας, όμως, είναι η περίοδος ανάπτυξης και του σκητιώτικου μοναχισμού εντός της Αθωνικής χερσονήσου. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκαν οι μέχρι σήμερα λειτουργούσες Σκήτες της Μονής, η Νέα Σκήτη και η Σκήτη του Αγίου Δημητρίου (Λακοσκήτη). Η πρώτη, όπως προκύπτει από πατριαρχικό έγγραφο, είχε ιδρυθεί το 1713. Ενδεικτική εικόνα των κτιρίων και του πληθυσμού τους έχουμε από μια οθωμανική απογραφή που διενεργήθηκε στο Άγιον Όρος το 1764. Σύμφωνα με αυτήν, η Νέα Σκήτη διέθετε ήδη Κυριακό και είκοσι τρεις κατοικημένες Καλύβες, ενώ η Σκήτη του Αγίου Δημητρίου (Λακοσκήτη) διέθετε επίσης Κυριακό και δεκαοκτώ κατοικημένες Καλύβες. Κατά συνέπεια, αμφότερες οι Σκήτες θα πρέπει να είχαν ιδρυθεί στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, ώστε τα 1764 να είχαν ικανό αριθμό μοναχών. Καθ’ όλη τη διάρκεια από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν διαθέτουμε αξιόπιστα στοιχεία, η Μονή στέγαζε γύρω στους τριάντα με τριάντα πέντε μοναχούς. Ειδικά προς το τέλος της περιόδου που τα στοιχεία γίνονται πιο λεπτομερή, προκύπτει ότι σε αυτό τον αριθμό των μοναχών πρέπει να προστεθούν άλλοι τόσοι που ζούσαν στις δύο Σκήτες και άλλοι τόσοι που ζούσαν στα μετόχια. Έτσι, μόνο το ένα τρίτο των Αγιοπαυλιτών διέμενε εντός της Μονής, ενώ η συνολική δύναμή της ανερχόταν σε περίπου 100 μοναχούς.


Το καθολικό της Μονής. Διακρίνεται τμήμα του οχυρωματικού τείχους.

Η Ελληνοφωνία της Μονής

Η ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Παρ’ όλες τις δωρεές και χορηγίες που έλαβε η Μονή, ο παραγωγικός της χώρος εκτός της Αθωνικής χερσονήσου γνώρισε συρρίκνωση στη συνολική έκταση των γαιών, όχι όμως στον αριθμό των μετοχιών, ο οποίος παρέμεινε λίγο-πολύ σταθερός. Οι καταπατήσεις των γαιών από χριστιανούς και μουσουλμάνους χωρικούς και οι φορολογικές υπερβάσεις από τοπικούς οθωμανούς αξιωματούχους αποτελούσαν σχεδόν καθημερινή πραγματικότητα για τους μοναχούς. Τα μετόχια της Μονής συχνά υποθηκεύονταν σε μουσουλμάνους, ακόμη και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, για να μπορέσουν οι μοναχοί να πληρώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους. Κατά τον 18ο αιώνα συμβαίνει μια σημαντική αλλαγή για την ιστορία της Μονής. Ο πληθυσμός των μοναχών από κυρίως σλαβικής καταγωγής (σερβικής ή βουλγαρικής) καθίσταται σταδιακά ελληνικής. Έτσι, ύστερα από τριακόσια πενήντα χρόνια κυριαρχίας σλαβόφωνων μοναχών, η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου αποκτά κυριαρχία ελληνόφωνου μοναχικού πληθυσμού. Δεν γνωρίζουμε την αιτία για αυτή την αλλαγή. Πιθανολογείται ότι ο αυστρο-οθωμανικός πόλεμος του 1684-1699 απέκοψε τον υπό οθωμανική κυριαρχία χώρο του Αγίου Όρους από τις περιοχές της μείζονος Μακεδονίας και της Σερβίας, από όπου προέρχονταν εν πολλοίς μέχρι τότε οι Αγιοπαυλίτες. Επιπλέον, η κυριαρχία των ελληνόφωνων Φαναριωτών στις παραδουνάβιες ηγεμονίες βοήθησε στον πολλαπλασιασμό των ελληνόφωνων μοναχών. Τέλος, η γενικότερη πνευματική και οικονομική ανάπτυξη του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα έδωσε ώθηση στην επικράτηση της ελληνοφωνίας και εντός της Αθωνικής χερσονήσου με την είσοδο Ελλήνων μοναχών. Η αλλαγή αυτή δεν βοήθησε άμεσα τη Μονή. Κατά τον 18ο αιώνα συνεχίστηκε η δύσκολη οικονομική κατάσταση και η διατήρηση των εκτός της Αθωνικής χερσονήσου κτήσεων αποτελούσε τιτάνιο έργο. Στα τέλη του αιώνα, όμως, εμφανίστηκε ένα πρόσωπο, το οποίο θα αλλάξει την εικόνα της Μονής και θα θέσει τις βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Πρόκειται για τον Άνθιμο Κομνηνό. Σύμφωνα με την παράδοση της Μονής, ο Άνθιμος, γόνος πλούσιας οικογένειας, γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης το 1762. Ήδη το 1788 αναφέρεται στις πηγές ως διάκονος της Μονής, ενώ το 1791 θα οριστεί επιστάτης του πλούσιου μετοχιού Ζιτιάνου στη Βλαχία. Αυτό το γεγονός θα του δώσει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια τεράστια περιουσία, την οποία επένδυσε στη Μονή της μετάνοιάς του. Το 1798 και το 1806 χρηματοδότησε την εκτύπωση δύο χαλκογραφιών της Μονής, οι οποίες αποτελούσαν απαραίτητο εξάρτημα των μοναχών που μετέβαιναν σε απομακρυσμένες περιοχές για συλλογή ελεημοσυνών (ζητείες). Το 1814 εγκατέλειψε τη Βλαχία και εγκαταστάθηκε στη Μονή, έχοντας εκπονήσει ήδη από το 1804, ένα φιλόδοξο οικοδομικό ανακαινιστικό πρόγραμμα. Στόχος του ήταν η επέκταση του μοναστικού συγκροτήματος προς νότο, για την οποία ήταν απαραίτητοι ευρείας κλίμακας εκβραχιονισμοί, προκειμένου να διαπλατυνθεί το εσωτερικό του μοναστηριού και να δημιουργηθεί ευρύχωρη αυλή. Στα σχέδιά του ήταν και η ανέγερση νέου καθολικού. Είναι γνωστό ότι μέχρι το 1821 ο Άνθιμος είχε καταφέρει να ανεγείρει νέο καμπαναριό και αρκετές κρήνες, να θεμελιώσει το νέο καθολικό και να χρηματοδοτήσει εργασίες στο νοσοκομείο και στην Τράπεζα της Μονής. Το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης διέκοψε απότομα το ανακαινιστικό έργο του, γιατί ο ίδιος, ως πιθανολογούμενο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, διέφυγε πρώτα στην Ιταλία και από εκεί στη Βλαχία. Πέθανε στο Βουκουρέστι το 1828. Με τη διαθήκη του, που σώζεται στο αγιοπαυλίτικο αρχείο, ο Άνθιμος άφηνε στη Μονή περίπου 430.000 γρόσια, ποσό υπέρογκο για την εποχή, απόδειξη της επιχειρηματικής ικανότητάς του και της προσφοράς του στη Μονή.


Το εσωτερικό του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου.

Η σκυτάλη στη Βλαχία
και τη Μολδαβία

Η ΣΚΥΤΑΛΗ ΣΤΗ ΒΛΑΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΛΔΑΒΙΑ

Από το 1500 περίπου και για τους δύο επόμενους αιώνες τη θέση των Σέρβων ηγεμόνων και ευγενών, ως δωρητών της Μονής, έλαβαν οι ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας (στη σημερινή Ρουμανία). Ήδη από το 1501 ορίστηκε ετήσια χρηματική χορηγία προς τη Μονή από μια οικογένεια ευγενών της Κραϊόβας στη Βλαχία, ενώ μέσα στον 16ο αιώνα, Βλάχοι ηγεμόνες ανήγειραν τον πύργο στον αρσανά της Μονής και ο ηγεμόνας της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ χρηματοδότησε τον πύργο του μοναστικού συγκροτήματος (1521). Λίγο πριν από το 1612 παραχωρήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου ως μετόχι της η Μονή Ζιτιάνου στη Βλαχία (κοντά στην Κραϊόβα) και το μετόχι της τελευταίας, η Σκήτη Τσιούτουρα. Το 1664, η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου θα αποκτήσει με αφιέρωση του διοικητή του φρουρίου Χοτίν Μολδαβίας, Μύρωνα Κόστιν, τη Μονή Τοδιρένι (Θεοδωρένι στις ελληνικές πηγές) ως μετόχι της στη Μολδαβία. Γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα θα αποκτηθεί και ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο Γαλάτσι. Και τις τρεις κτήσεις η Μονή θα τις διατηρήσει, επαυξάνοντας μάλιστα τον παραγωγικό τους χώρο, μέχρι την αναγκαστική απαλλοτρίωση όλων των αθωνικών περιουσιών από τον Ρουμάνο ηγεμόνα Αλέξανδρο Κούζα το 1863. Σε ό,τι αφορά τα κειμήλια, οι τρεις δεσποτικές εικόνες που κοσμούσαν το τέμπλο του παλαιού καθολικού, όλες του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα, ήταν δωρεές του Μολδαβού ηγεμόνα Πέτρου του Χωλού (1574-1587). Η συνέχιση των σερβικών και ρουμανικών χορηγιών κατά την οθωμανική περίοδο βρίσκουν την πλήρη έκφρασή τους σε άλλα δύο σημαντικά έργα για τη Μονή, τις τοιχογραφίες του νάρθηκα του παλαιού καθολικού και την επισκευή της δυτικής πτέρυγας μεταξύ 1690 και 1708. Εκτός από τους Σέρβους και τους Ρουμάνους ηγεμόνες, η Μονή απέκτησε επαφές και με τη Ρωσία. Κεντρικό πρόσωπο για την ανάπτυξη αυτών των δεσμών ήταν ο βλαχικής καταγωγής Ουκρανός Αγιοπαυλίτης, Ανατόλιος Μέλες, πρώην επίσκοπος Μελιτηνής. Αυτός επισκέφτηκε μεταξύ των ετών 1749-1754 τη Ρωσία και έδωσε στην τσαρίνα Ελισάβετ ως προσφορά τεμάχιο Τιμίου Σταυρού, που φυλασσόταν στη Μονή. Σε ανταπόδοση η τσαρίνα έδωσε χρηματική επιχορήγηση 4.000 ρουβλιών και το δικαίωμα σε τρεις ή τέσσερις μοναχούς της Μονής να περιέρχονται κάθε πενταετία τη Ρωσία για συλλογή ελεημοσυνών.


Μονή Αγ. Παύλου

“Επανίδρυση” και
Επέκταση της Μονής

«ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ» ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Τον 14ο αιώνα η Μονή ήταν ήδη ερημωμένη, αλλά διέσωζε την ανάμνηση της ίδρυσής της από τον όσιο Παύλο τον Ξηροποταμηνό. Η Μονή επανιδρύθηκε το 1383/4 από δύο Σέρβους μοναχούς, τον Χιλανδαρινό Γεράσιμο (κατά κόσμο Νικόλαο) Ραδώνια και τον Βατοπαιδινό Αντώνιο (πρώην Αρσένιο) Παγάση. Αμφότεροι υπήρξαν γόνοι ευγενικών οικογενειών της Σερβίας και μάλιστα ο πρώτος προερχόταν από την μετέπειτα ηγεμονική οικογένεια των Μπράνκοβιτς. Οι δύο μοναχοί αγόρασαν το ερημωμένο κελλίον του Αγίου Παύλου από τη Μονή Ξηροποτάμου, στην οποία είχε περιέλθει μετά την ερήμωσή του. Αξιοποιώντας την καταγωγή του, ο Αντώνιος, ο οποίος έγινε πρώτος ηγούμενος της ανακαινισθείσας Μονής, απέκτησε από τον αδελφό του, διοικητή της Έδεσσας, τη Μονή Θεοτόκου της Μεσονησιώτισσας κοντά στην Έδεσσα ως μετόχι της μαζί με την περιουσία της και τα ιερά κειμήλιά της. Η δωρεά αυτή ήταν η πρώτη χρονολογικά μαρτυρημένη περιουσία της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου εκτός Αθωνικής χερσονήσου. Επιπλέον, κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, η Μονή απέκτησε τρία κελλιά εντός του Αγίου Όρους (του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, του Σωτηριώτου και του Φιλογονίου) και το σημαντικότερο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, μετόχι της στην περιοχή του σημερινού χωριού Άγιος Παύλος, κοντά στη Ν. Καλλικράτεια της Χαλκιδικής. Το τελευταίο, το έλαβε ύστερα από δωρεά του Σέρβου ευγενή Ραδοσθλάβου Σάμπια, πνευματικού τέκνου του ηγουμένου Αντωνίου Παγάση. Καθ’ όλο τον 15ο αιώνα η Μονή συνέχιζε να αυξάνει τον παραγωγικό της χώρο εκτός Αθωνικής χερσονήσου. Λόγω της σερβικής καταγωγής των ανακαινιστών, η Μονή έλαβε ιδίως κατά τον 15ο αιώνα τόσο κτήματα, όσο και χρηματικές χορηγίες από Σέρβους ηγεμόνες και ευγενείς. Τα κτήματα βρίσκονταν στην περιοχή του Κοσόβου. Οι Σέρβοι δεσπότες Στέφανος-Γρηγόριος Μπράνκοβιτς και Γεώργιος Μπράνκοβιτς συναριθμούνται ανάμεσα στους εξέχοντες δωρητές της Μονής. Ο δεύτερος χρηματοδότησε την ανέγερση του νέου καθολικού το 1447 επ’ ονόματι του προστάτη του, Αγίου Γεωργίου, σε θέση λίγο νοτιότερα του αρχικού ναΐδριου που είχε χτίσει ο όσιος Παύλος τον 10ο αιώνα. Έκτοτε η Μονή θα τιμάται εξίσου στο όνομα του Αγίου Γεωργίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Από δωρεές Σέρβων ηγεμόνων και ευγενών προέρχονται αρκετά από τα κειμήλια που φυλάσσονται σήμερα στη Μονή. Μετά την κατάλυση του σερβικού δεσποτάτου από τους Οθωμανούς το 1459, η κόρη του Σέρβου ηγεμόνα (δεσπότη) Γεωργίου Μπράνκοβιτς και σύζυγος του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Β΄, Μάρα Μπράνκοβιτς, αναδείχθηκε σε σημαντικό προστάτη και χορηγό της Μονής. Η «Μάρω, η κυρά από την Έζοβα», όπως αναφέρεται σε αθωνικές πηγές, αφιέρωσε στη Μονή πολύ σημαντικά μετόχια. Οι χρηματικές χορηγίες των Σέρβων ευγενών προς τη Μονή δεν θα σταματήσουν μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα. Από τις αρχές του επόμενου αιώνα η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου μαζί με την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου θα αποκτήσουν το δικαίωμα είσπραξης μιας χρηματικής εισφοράς της Δημοκρατίας της Ραγούσας (το σημερινό Ντουμπρόβνικ) προς τους πρώην Σέρβους ηγεμόνες. Έτσι, τα δύο αθωνικά μοναστήρια θα λειτουργήσουν ως διάδοχοι, κατά κάποιο τρόπο, των μεσαιωνικών Σέρβων ηγεμόνων στο θέμα αυτό. Τέλος, από τη Μάρα Μπράνκοβιτς, σύμφωνα με την παράδοση της Μονής, προέρχεται ως δωρεά και το σημαντικότερο κειμήλιό της, τα Τίμια Δώρα που είχαν προσφέρει οι Μάγοι στο νεογέννητο Χριστό. Μεταγενέστερη ανάμνηση της σχέσης της Μονής με σερβικούς κύκλους αποτελεί μια χρηματική δωρεά ύψους 600 πολωνικών «γκρόσεν» προς την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Η σχετική πηγή εντοπίστηκε πρόσφατα σε πολωνικό αρχείο. Σύμφωνα με αυτήν, το 1547 ο Πολωνός πρίγκιπας Φεντόρ Σανγκούσκο με διαθήκη του χορήγησε στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου το παραπάνω ποσό. Η Μονή μάλιστα υπήρξε η μοναδική ανάμεσα στα μοναστήρια του Αγίου Όρους που ευεργετήθηκε από τον Πολωνό ευγενή. Η σχέση του Σανγκούσκο με την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου οφείλεται στο ότι η γυναίκα του Άννα ήταν κόρη του τελευταίου τιτουλάριου δεσπότη Σερβίας, Ιωάννη Μπράνκοβιτς. Ο ίδιος ο Ιωάννης, μάλιστα, είχε προσφέρει μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο και τη μητέρα του Αγγελίνα την τελευταία γνωστή σερβική χρηματική χορηγία προς την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου το 1495. Η οριστική υποταγή του Αγίου Όρους στους Οθωμανούς το 1423/4 βρήκε τη Μονή σε φάση ανάπτυξης. Παρ’ όλο που η περιουσία της εκτός της Αθωνικής χερσονήσου, με την έλευση των Οθωμανών, γνώρισε κάποια μείωση, όπως και των υπολοίπων μονών, η Μονή κατάφερε να αυξήσει συνολικά τον παραγωγικό της χώρο και να βγει αλώβητη από τον περιπετειώδη για το Άγιον Όρος 15ο αιώνα.