Εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος με τους κτήτορες της Μονής στο πλαίσιο, 1363. Σήμερα βρίσκεται στην συλλογή του μουσείου Ερμιτάζ.

ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Αρκετά μεγάλος αριθμός φορητών εικόνων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου έχει διασωθεί και φυλάσσεται σήμερα στο Σκευοφυλάκιο και το Εικονοφυλάκιο της Μονής, σχηματίζοντας, όπως έχει επισημανθεί, μια από τις πιο αξιόλογες συλλογές φορητών εικόνων στο Άγιον Όρος. Ορισμένες μάλιστα από αυτές θεωρείται ότι προέρχονται από την δωρεά των κτητόρων, όπως η εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος (σήμερα στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρουπόλεως), στο πλαίσιο της οποίας απεικονίζονται εκατέρωθεν οι μορφές των κτητόρων Αλεξίου και Ιωάννου, αλλά και δύο μεγάλες αμφίγραπτες εικόνες που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνος.
Στον 14ο αιώνα ανήκουν συνολικά δέκα εικόνες, με σημαντικότερες μια εικόνα του Χριστού Παντοκράτορος, που εμφανίζει τεχνοτροπική συγγένεια με την προαναφερθείσα εικόνα όπου απεικονίζονται οι κτήτορες, μια δεύτερη του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, η αρχαιότερη φορητή εικόνα του ιδρυτού του κοινοβιακού μοναχισμού στο Άγιον Όρος, και μια αμφιπρόσωπη, στην μια όψη της οποίας εικονίζεται ο Τίμιος Πρόδρομος σε προτομή, ενώ στην άλλη υπάρχει μια μοναδική ως προς τη θεματολογία της παράσταση με τη Θεοτόκο βρεφοκρατούσα και τον Τίμιο Πρόδρομο στραμμένο προς αυτήν. Στην ίδια περίοδο ανήκει και ένας γραπτός σταυρός, με απεικόνιση του Χριστού στο κέντρο, των μορφών της Παναγίας και του Ιωάννη στην οριζόντια κεραία και την Ετοιμασία του Θρόνου στο άνω άκρο της κάθετης κεραίας.
Ανάλογος αριθμός εικόνων ανήκει στον 15ο αιώνα και προέρχεται από ελληνικά αλλά και σλαβικά εργαστήρια. Ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία έχουν μια εικόνα της Υπαπαντής, ένα Λυπηρό και μια εικόνα της Μεγάλης Δεήσεως.
Μία άλλη ομάδα εξαιρετικά σημαντικών φορητών εικόνων ανήκει στην Κρητική Σχολή του 16ου αιώνος, όπου κυριαρχεί το πνεύμα των αυστηρών και ταυτοχρόνως γαλήνιων ασκητικών μορφών. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη θέση κατέχουν δύο εικόνες του Παντοκράτορος Χριστού και της Παναγίας της Πάντων Χαράς (στο Καθολικό της Μονής), καθώς και μια εικόνα της Μεταμορφώσεως, που έχουν αποδοθεί στον Θεοφάνη «Στρελίτζα τουπίκλην Μπαθά» και θεωρούνται έργα της καλλιτεχνικής του ωριμότητας (π. 1535). Στον ίδιο καλλιτέχνη αποδίδεται και η δεύτερη εικόνα της Μεταμορφώσεως, καθώς και η εικόνα της Βαπτίσεως, που συνδέονται με την καλλιτεχνική του δραστηριότητα στη γειτονική Μονή Σταυρονικήτα μαζί με τον γιο του Συμεών (1545/6).
Με το έργο του Θεοφάνους σχετίζεται και μια άλλη ομάδα εικόνων της ίδιας περιόδου, όπως η εικόνα του Επιταφίου Θρήνου, που εμφανίζει κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά με την αντίστοιχη παράσταση του καθολικού της Μονής Σταυρονικήτα, και η εικόνα της Σταυρώσεως. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης και δύο αμφιπρόσωπες εικόνες, με πολυπρόσωπες μικρογραφικές παραστάσεις, έργα του Χανιώτη μικρογράφου Αμβροσίου Εμπόρου περί το 1600, καθώς και μια εικόνα του αγίου Γεωργίου με παραστάσεις από το μαρτύριό του, προερχόμενη επίσης από κρητικό εργαστήριο. Πρόκειται για εικόνες των οποίων οι ανώνυμοι δημιουργοί μιμούνται σαφώς την τεχνοτροπία του Θεοφάνους του Κρητός, αλλά και διαφοροποιούνται ουσιωδώς απ᾿ αυτήν.
Εξαιρετικής ποιότητας και αξίας είναι και το ξυλόγλυπτο επιστύλιο του 16ου αιώνος, με τριάντα μία σκηνές από το Δωδεκάορτο, τον κύκλο των Παθών, των θαυμάτων του Χριστού και τον βίο της Παναγίας, που κινούνται καλλιτεχνικά μεταξύ της Κρητικής Σχολής και της λεγόμενης Σχολής των Θηβών.
Αρκετές αξιόλογες φορητές εικόνες χρονολογούνται και στον 17ο και 18ο αιώνα, προερχόμενες κυρίως από τον χρωστήρα αγιορειτών αγιογράφων που ακολουθούν καλλιτεχνικά τη Σχολή του Διονυσίου του εκ Φουρνά.
Σήμερα ο μεγαλύτερος αριθμός των φορητών εικόνων, περίπου 700 στον αριθμό, φυλάσσεται στο Εικονοφυλάκιο της Μονής, το οποίο στεγάζεται στον πέμπτο όροφο του Πύργου.

Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, τοιχογραφίες μονής Παντοκράτορος, περίπου 1372/3.

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ

Η πρώτη αγιογράφηση του Καθολικού της Μονής χρονολογείται στο δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνος, και ειδικότερα στη δεκαετία 1360-1370, στην περίοδο δηλαδή ιδρύσεως της Μονής. Οι σωζόμενες δε από αυτήν την περίοδο τοιχογραφίες διακρίνονται, σύμφωνα με τον καθηγητή Ευθύμιο Τσιγαρίδα, ο οποίος τις μελέτησε διεξοδικά, «για την υψηλή τους καλλιτεχνική ποιότητα» και δικαίως θεωρούνται έργα που ανήκουν στη Σχολή του Πανσέληνου.
Σήμερα, μετά τις έρευνες και τον μερικό καθαρισμό τους διαπιστώνεται ότι οι τοιχογραφίες του Καθολικού ανήκουν σε διάφορες φάσεις. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες εντοπίζονται στους κάθετους τοίχους του Κυρίως Ναού και των τόξων που στηρίζουν την οροφή, και ειδικότερα· α) στον ανατολικό τοίχο της Λιτής, όπου κυριαρχεί η εντυπωσιακή Δέηση, με δεσπόζουσα την επιβλητική μορφή του ένθρονου Χριστού, που περιστοιχίζεται από τις δεόμενες μορφές της Θεοτόκου και του Προδρόμου, β) στον δυτικό τοίχο του Κυρίως Ναού, όπου απεικονίζονται η Κοίμηση της Θεοτόκου και μεγάλες οσιακές μορφές του Μοναχισμού (Μέγας Αντώνιος, οσ. Ευθύμιος ο Μέγας, οσ. Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης, Μέγας Παχώμιος, οσ. Αθανάσιος ο Αθωνίτης κ.ά.) και γ) στους χορούς, όπου πρόσφατος καθαρισμός απεκάλυψε στη δεύτερη ζώνη του αριστερού χορού ωραιότατες απεικονίσεις των προπατόρων και του Ιωσήφ του μνήστορος, εικονογραφικό πρόγραμμα που, κατά τον καθηγητή Τσιγαρίδα, παραπέμπει στο αντίστοιχο του ναού του Πρωτάτου.
Οι παλαιολόγειες αυτές τοιχογραφίες έχουν στο σύνολό τους σχεδόν επιζωγραφηθεί κατά τη νεότερη αγιογράφηση του Καθολικού, που πραγματοποιήθηκε το 1854 από τον γνωστό Ναουσαίο αγιογράφο Ματθαίο Ιωάννου, όπως μαρτυρείται σε σχετική επιγραφή πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής πύλης που οδηγεί από τον Κυρίως Ναό στην Λιτή.
Στη νεότερη φάση αγιογράφησεως του Καθολικού από τον Ματθαίο Ιωάννου ανήκουν, εκτός των επιζωγραφήσεων, και οι παραστάσεις των οικουμενικών συνόδων, των λόγων του Χριστού (Ματθ. 25, 35-36· 42-43) και της παραβολής των δέκα Παρθένων στο νάρθηκα, καθώς και οι τοιχογραφίες του τρούλλου, των καμαρών και των μικρών θόλων.
Πρόσφατα, επίσης, έχει αποδοθεί στο χρωστήρα του Θεοφάνους του Κρητός και το σπάραγμα τοιχογραφίας με τον προφήτη Ιεζεκιήλ (σώζεται σήμερα στο Σκευοφυλάκιο), που προέρχεται πιθανότατα από τον τρούλλο του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών, το οποίο βρισκόταν στο νότιο τμήμα της Λιτής και κατεδαφίστηκε το 1847. Κατά συνέπεια θεωρείται ότι το σύνολο του κατεδαφισθέντος παρεκκλησίου είχε αγιογραφηθεί από το Θεοφάνη.