Ο εξαιρετικής αρχιτεκτονικής Πύργος.

[:en]ΜΕΤΟΧΙΑ[:el]ΜΕΤΟΧΙΑ[:]

ΜΕΤΟΧΙΑ

Στη Μονή, λόγω της σημαντικής αύξησης των μοναχών της, παραχωρήθηκαν κτήματα στη Θεσσαλονίκη, στον Στρυμόνα, στη Λήμνο και σε άλλες περιοχές. Με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου του 1294, επικυρώθηκαν στη Μονή το χωριό Καλλίστη, το Μετόχι του Αγίου Νικολάου στο Στρυμόνα, επονομαζόμενο «Κρύον Νερόν», ο αγρός του Αγίου Υπατίου στο Άγιον Όρος, το Μετόχιο του Αγίου Παντελεήμονος στη Θάσο, το Μετόχιο του Αγίου Γεωργίου του Καλλινίκου στη Λήμνο και το Μονύδριο του Σωτήρος Χριστού του Αγιομαυρίτου στη Θεσσαλονίκη. Το 1330 προσκήθηκαν κτήματα στην τοποθεσία Αγίου Θωμά του Λιμοϊωάννου, στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης.
Το 1357, ο επίσκοπος Καισαρουπόλεως αφαίρεσε από τη Μονή τους ναούς του Αγίου Νικολάλοου, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Φωτεινής στον Στρυμώνα. Στην Ιερισό της Χαλκιδικής απέκτησε η Μονή το μετόχι του Αγίου Νικολάου. Επίσης, στην περιοχή της Κρούσιοβας (Νέα Κερδύλια) απέκτησε, πιθανότατα τον 17ο αιώνα, τη Μονή του Αγίου Δημητρίου που ιδρύθηκε το β΄ μισό του 16ου αιώνα, ωστόσο είναι γνωστή από το 1632. Το 1638, σε επιστολή του ιερομονάχου Σαμουήλ, προηγούμενου της Μονής, αναφέρεται το Μετόχιο του Αγίου Παντελεήμονος στις Μαριές Θάσου, του οποίου τα κτήματα είχαν καταπατήσει οι κάτοικοι. Το 1648 σε πατριαρχικό σιγγίλιο του Ιωαννικίου Β΄, ο ναός του Αγίου Νικολάου στην πόλη Ισμαήλιο της επαρχίας Προϊλάβου κτίσθηκε με δαπάνες της Μονής, έγινε σταυροπήγιο και Μετόχι της και με νέο σιγγίλιο του πατριάρχη Σωφρονίου Β΄ ανανεώθηκε η αναγνώρισή του.
Η Μονή απέκτησε τη Μονή της Μεταμορφώσεως του Φωτεινού στο νησί του Αγίου Ευστρατίου. Το 1661, ο ιερομόναχος Νικήτας ανοικοδόμησε το ερειπωμένο Μοναστήρι και το 1667 ανακηρύχθηκε Πατριαρχικό Σταυροπήγιο. Το 1732 το Μοναστήρι ανήκε στην Μονή. Σε εγχάρακτη επιγραφή του 1741 που βρίσκεται πάνω από την είσοδο του ναού, φαίνεται πως ανήκε «από χρόνων παλαιών» στην Ιερά Μονή Καρακάλλου. Επίσης, αναφέρεται ως εξάρτημα της Μονής στον Κατόλογο του 1758 και το 1794 έγιναν εργασίες από τον προηγούμενο Γαβριήλ. Το Μοναστήρι μνημονεύεται μέχρι τον 20ο αιώνα.
Στον ίδιο Κατάλογο του 1758 έχουμε πληροφορίες για μετόχια στην Πελοπόννησο, στη Ρόδο, τη Νάουσα της Πάρου, το Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, την Κίο της Βιθυνίας και την Καλλίπολη, όπου υπήρχε το Μετόχι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Πλαγιάρι που λειτουργούσε μέχρι το 1829.
Το 1648, μοναχοί της Μονής ανακαίνισαν τον ερηπωμένο ναό του Αγίου Νικολάου στο Ισμαϊλιο, λιμάνι της Βεσσαραβίας, που έγινε Σταυροπήγιο από τον πατριάρχη Ιωαννίκιο Β΄. Επίσης στη Μονή υπήχθη το Μετόχι του Αγίου Δημητρίου Νέων Κερδυλλίων Σερρών, καθώς και το Μετόχι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Μαργαριτών Ρεθύμνου (επαρχία Μυλοποτάμου) Κρήτης, το οποίο πιθανώτατα το 1654 κατέστη Πατριαρχική εξαρχία.

Το κωδωνοστάσιο.

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ

Στη Μονή υπάγονται δύο Καθίσματα που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, το Κάθισμα της Αγίας Παρασκευής, όπου και το ομώνυμο παρεκκλήσιο και το Κάθισμα των Αγίων Πάντων, όπου βρίσκεται και ο κοιμητηριακός ναός της Μονής.

Τρούλος και μέρος του Πύργου.

ΣΚΗΤΕΣ

ΣΚΗΤΕΣ

Στη Σκήτη της Γλωσσίας, που πρέπει να τεθεί στα όρια της Μονής, εγκαταβίωσε για δύο έτη (1322-1324) ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, κοντά στον ασκητή Γρηγόριο τον Δριμύ. Η Σκήτη ερημώθηκε λίγο πριν το 1353 από Τούρκους πειρατές.
Σε γράμμα του Πρώτου Καλλίστου, του 1476, γίνεται αναφορά στην ύπαρξη Σκήτης που υπάγεται στη Μονή και εγκαταβιούσαν εκεί εξαρτηματούχοι μοναχοί. Το 1509/1510 μαρτυρείται το Κελλίον της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου ζούσε ο μετέπειτα επίσκοπος Ιερισού Συμεών (1514).
Σύμφωνα με τους βίους του οσίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, γύρω στα 1520 αποσύρθηκε στη «σκήτη» της Μονής, όπου οικοδόμησε κελλί και τον ναό της Αγίας Τριάδος. Στη «σκήτη» επέστρεψε μετά από ταξίδι στα Ιεροσόλυμα και οικοδόμησε το ναό των Αγίων Πατέρων.
Τον 15ο και 16ο αιώνα υπήρχαν κελλιά πέριξ της Μονής, που υπάγονταν στην Σκήτη, όμως η λειτουργία τους ήταν άτυπη και εφήμερη. Πληροφορίες αντλούμε από τον Κώδικα των Κελλιών της Μονής, του 1707, όπου αναφέρονται συνολικά περί τα εικοσιπέντε κελλιά στην περιοχή της Μονής και στις Καρυές.

Θέα του αύλειου χώρου.

ΚΕΛΛΙΑ

ΚΕΛΛΙΑ

Στην Ιερά Μονή Καρακάλλου υπάγονται τρία Κελλιά που βρίσκονται στις Καρυές. Τα υπόλοιπα δεκατέσσερα κελλιά είναι διάσπαρτα στο δάσος βορειοδυτικά της Μονής.
α) Το Κελλί των Αγίων Πάντων, το οποίο βρίσκεται βόρεια του Κελλιού των Γαλατσιανών, πίσω από το κτήριο της Ιεράς Κοινότητας, όπου εγκαταβίωνε η αδελφότητα των Καρπενησιωτών ζωγράφων, που ιδρύθηκε από τον Νικηφόρο. Το Κελλί ιδρύθηκε από τον ιερομόναχο Γαβριήλ από το Καρπενήσι, που ανήγειρε σ’ αυτό το 1681 το ναό των Αγίων Πάντων. Ο πρώτος ζωγράφος του Κελλίου που έγινε γνωστός από έγγραφο του 1788, ήταν ο Δαμασκηνός. Τον διαδέχθηκε ο Νικηφόρος Α΄, που εκοιμήθη το 1816 στην Ιερά Μονή Ζωγράφου, και αυτόν ο Μητροφάνης o εκ Βιζύης, ο οποίος πιθανότατα εκάρη εκεί μοναχός. Μέλη της συνοδείας του ήταν οι Γεράσιμος και Ιωάσαφ. Σήμερα εκεί φιλοξενείται το Αντιπροσωπείο της Μονής. Εργασίες αποκατάστασης τοτ Κελλίου πραγματοποιήθηκαν το 1999.
β) Το Κελλί των Τριών Ιεραρχών, όπου έγιναν εργασίες συντήρησης το 1997.
γ) Το Κελλί του Τιμίου Προδρόμου.
Σε έγγραφο της συνάξεως των Καρυών, του 1648 αναφέρεται το πρωτατινό Κελλί της Παναγίας, που παραχωρείται στον μοναχό Νικηφόρο.
δ) Το Κελλί του Αγίου Νικολάου, όπου εγκαταβιεί η συνοδεία του ιερομονάχου Νικολάου. Στο Κελλί αυτό έγιναν επίσης πρόσφατα επισκευαστικές εργασίες.
ε) Το Κελλί το Τιμίου Σταυρού, που βρίσκεται μεταξύ της Ιεράς Μονής Καρακάλλου και του Λαυρεώτικου Κελλίου του Αγίου Αρτεμίου, σε λόφο στην περιοχή Προβάτα, σε απόσταση μισής ώρας από τη θάλασσα και σε περιοχή κατάφυτη από καστανιές και κυπαρίσσια. Στο Κελλί ανήκει συνολική έκταση τεσσάρων στρεμμάτων και εκεί υπήρχε τσαγκαράδικο, κουρείο, υφαντουργείο, σιδηρουργείο, ξυλουργείο και φωτογραφείο. Ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα και στο ναό του φυλάσσονται τεμάχια Τιμίου Ξύλου και αρκετά ιερά λείψανα, μεταξύ των οποίων τμήμα της κάρας του αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος. Το 1896 το Κελλί πουλήθηκε με ομόλογο από την Μονή σε ρώσους μοναχούς, που αθέτησαν όμως τους όρους, προχωρώντας σε νέες προσθήκες στο κτηριακό του συγκρότημα με προφανή σκοπό να το μετατρέψουν σε Σκήτη. Το 1913 στο Κελλί ζούσαν 70 μοναχοί, όμως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917 άρχισε η σταδιακή παρακμή του, που οδήγησε εν τέλει στην ερήμωσή του. Στο Κελλί έγιναν επισκευαστικές εργασίες το 1995, το 1997 και το 1999. Σήμερα, Γέροντας του Κελλίου είναι ο ιερομόναχος Δαυίδ Σταυριώτης και το διακόνημά του είναι η κατασκευή θυμιάματος και περίτεχνων μαρμάρινων και ξυλόγλυπτων ειδών. Στο Κελλί εορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου (νέο ημερολόγιο) η Απόδοση της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού με πανήγυρη. Το 2017 έγινε η Τελετή Εγκαινίων της Τράπεζας από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ελενουπόλεως κ. Ιωακείμ.
στ) Το Κελλί των Εισοδίων/Γεννήσεως της Θεοτόκου (Γαλατσάνων), απέναντι από τη βορειοδυτική γωνία του Πρωτάτου, όπου το 1819 εγκαταβίωνε ο ιερομόναχος Μακάριος Γαλατσίανος, ιδρυτής της ομώνυμης αγιογραφικής αδελφότητας. Το Κελλί «Παναγία τα Εισόδεια κάτωθεν της Ψωραρέας» ανήκε στο Πρωτάτο και παραχωρήθηκε στη Μονή το 1661. Στο Κελλί διέμενε και ο ιερομόναχος Ευθύμιος Σταυρουδάς, που υπήρξε ο πρώτος βιογράφος του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Στο Κελλί έγιναν εργασίες το 1986.
ζ) Το Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή του «Εξυπολύτου», που αρχικά ήταν ανεξάρτητο και το 1324 με έγγραφο του Πρώτου Ισαάκ παραχωρήθηκε στη Μονή, ενώ αναγνωρίστηκαν και οι «παλαιές» κτήσεις της. Σήμερα σώζεται μόνο ο ναός.
η) Το Κελλί της Αγίας Παρασκευής, όπου το 1986 έγιναν επισκευές στη στέγη και συντήρηση του παρεκκλησίου.
θ) Το Κελλί του Αγίου Υπατίου, το οποίο αναφέρεται σε έγγραφο του Πρώτου Υπατίου και της συνάξεως των Καρυών, του έτους 1568, με αφορμή διένεξη για τα όριά του. Επίσης σε ομολογία και αποδειξη της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου, του 1640, αναγνωρίζεται η κυριότητα της Μονής και τα όρια του Κελλίου.

Το παρεκκλήσιο των Αγίων Θεοδώρων, κοντά στην είσοδο της Μονής.

ΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

Η Ιερά Μονή Καρακάλλου διασώζει πέντε παρεκκλήσια εντός και αρκετά εκτός του συγκροτήματος, στο δάσος που απλώνεται βόρειά της.
Εντός της Μονής, στο κωδωνοστάσιο βρίσκεται το παρεκκλήσιο των αγίων Παντελεήμονος και Γεωργίου, ενώ στις πτέρυγες του μοναστηριού έχουν διαμορφωθεί πέντε παρεκκλήσια: του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος, του Αγίου Ιωάσαφ, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και του Οσιομάρτυρος Γεδεών.
Απέναντι από την είσοδο του μοναστηριού, δίπλα στην κρήνη, βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, ενώ ένα ακόμη παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στην αγία Άννα, βρίσκεται στον πέμπτο όροφο του πύργου που περιλαμβάνει την είσοδο της μονής στο ισόγειό του.
Βόρεια από τον πλάτανο της Μονής, σε μικρή απόσταση από το μοναστηριακό συγκρότημα, βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός της κτισμένος το 1768 και αφιερωμένος στους Αγίους Πάντες. Ανήκει στον ιδιαίτερα συνηθισμένο ναοδομικό τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς ναού με τυφλό θόλο. Κατασκευάσθηκε εξαρχής με ισοπλατή νάρθηκα που στεγάζεται επίσης με τυφλό θόλο.
Ναός και νάρθηκας είναι κατάγραφοι. Ένα μέρος των τοιχογραφιών του νάρθηκα έχει χαθεί λόγω της ενίσχυσης των δύο τόξων που στηρίζουν τον τρούλο. Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, παρά τον σχετικά περιορισμένο χώρο, περιλαμβάνει έναν βασικό χριστολογικό κύκλο εννέα παραστάσεων. Ο θεομητορικός κύκλος περιορίζεται στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ενώ στο κέντρο της ανατολικής καμάρας υπάρχει η παράσταση της τριπρόσωπης Αγίας Τριάδος. Σε όλες τις υπόλοιπες επιφάνειες υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός μεμονωμένων μορφών σε μετάλλια στα μέτωπα των τεσσάρων κεραιών (24 στηθαίοι μάρτυρες), στα εσωρράχια των τόξων (12 ολόσωμοι προφήτες) και στην κάτω ζώνη που περιτρέχει τον ναό (30 ολόσωμοι άγιοι).
Στον νάρθηκα κυριαρχεί η παράσταση της Θεοτόκου στον θόλο περιβαλλόμενη από ζώνη έξι προφητών που προανήγγειλαν την Ενσάρκωση του Χριστού (Άνωθεν οι Προφήται). Στα τεταρτοσφαίρια υπάρχουν τέσσερις υμνωδοί της Παναγίας, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες επιφάνειες τοποθετούνται 30 μεμονωμένοι άγιοι με ιδιαίτερη έμφαση στους οσίους που κυριαρχούν αποκλειστικά στην κάτω ζώνη. Σύμφωνα με γραπτή κτητορική επιγραφή που συνοδεύεται από παράσταση των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου πάνω από την είσοδο, ο ναός οικοδομήθηκε «εκ βάθρων» το έτος ΑΨΞΗ΄ = 1768. Παράσταση και επιγραφή φιλοτεχνήθηκαν από το ίδιο εργαστήριο που τοιχογράφησε το εσωτερικό, γεγονός που οδηγεί στην διαπίστωση ότι ο εντοίχιος διάκοσμος πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την οικοδόμηση του ναού.
Στα νοτιοδυτικά του μοναστηριού, στην πλαγιά του βουνού, βρίσκεται το παρεκκλήσιο της αγίας Παρασκευής σε ερειπιώδη κατάσταση.
Στο δάσος βορειοδυτικά της μονής βρίσκονται τα κελλιά των Τριών Ιεραρχών, του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Νικολάου, και του Τιμίου Σταυρού.

Η είσοδος του Καθολικού.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ
ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Καρακάλλου είναι αφιερωμένο στους πρωτοκορυφαίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο και βρίσκεται στο κέντρο της αυλής του περίκλειστου μοναστηριακού συγκροτήματος, ελεύθερο από όλες τις πλευρές. Όπως γνωρίζουμε από γραπτές πηγές αντικατέστησε προγενέστερο Καθολικό, για το οποίο τίποτε δεν είναι γνωστό. Το υφιστάμενο συγκρότημα είναι τριμερές και ολοκληρώθηκε σε δύο κύριες φάσεις: ο ναός και λιτή σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν σε μία ενιαία οικοδομική φάση το 1548. Εξ΄αρχής ή λίγο αργότερα οικοδομήθηκε και εξωνάρθηκας, ο οποίος στις αρχές του 18ου αιώνα αντικαταστάθηκε από νεότερο στον οποίο ενσωματώθηκε κωδωνοστάσιο.
Ο ναός τυπολογικά ακολουθεί το καθιερωμένο πρότυπο του αθωνικού ναού, χωρίς καμία πρόθεση παραλλαγής ή διαφοροποίησης. Η ευρύχωρη κιονοστήρικτη λιτή είναι σχεδόν τετράγωνη σε κάτοψη και έχει εμβαδόν σχεδόν ίσο με εκείνο του κυρίως ναού. Η κάλυψή της γίνεται με τέσσερα σταυροθόλια και δύο τρούλους που καταλαμβάνουν αντίστοιχα το νοτιοδυτικό και βορειοανατολικό γωνιαίο διαμέρισμα.
Η τοιχοδομία του συγκροτήματος, με εξαίρεση τον εξωνάρθηκα και το κωδωνοστάσιο, είναι εξολοκλήρου επιχρισμένη εξωτερικά. Οι εξωτερικές επιφάνειες διαρθρώνονται με τυφλά αψιδώματα που καταλαμβάνουν όλο το διαθέσιμο ύψος και ενσωματώνουν τα παράθυρα.
Ο ισοπλατής με τον υπόλοιπο ναό εξωνάρθηκας είναι διώροφος και έχει τριμερή διάταξη. Στο κεντρικό τμήμα του εδράζεται ο πύργος του κωδωνοστασίου που αναπτύσσεται καθ΄ ύψος με την προσθήκη δύο επιπλέον ορόφων. Αρχικά, ο εξωνάρθηκας φαίνεται ότι ήταν ανοικτού τύπου με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα, διάταξη που επαναλαμβανόταν και στον όροφο. Σήμερα όλα τα τοξωτά ανοίγματα είναι τοιχισμένα. Τα μεγάλα ανοίγματα, για πρακτικούς προφανώς λόγους, περιορίστηκαν σε μικρά ορθογώνια παράθυρα, τοξωτά στην κάτω στάθμη και ορθογώνια στον όροφο.
Η τοιχοδομία του εξωνάρθηκα παραμένει ανεπίχριστη και μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την εργασία ενός έμπειρου οικοδομικού συνεργείου. Φαίνεται ότι εξ αρχής υπήρξε η επιλογή η εξωτερική τοιχοποιία να παραμείνει εμφανής, καθώς είναι ιδιαίτερα επιμελημένη. Σε γενικές γραμμές ακολουθείται ένα ατελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα με αδρά λαξευμένους λίθους και ιδιαίτερη έμφαση στην κατασκευή των τόξων, όπου εναλλάσσονται πλίνθοι με λίθινους θολίτες. Επιπρόσθετα, στα μέτωπα ανάμεσα στα τόξα τοποθετούνται εφυαλωμένα πινάκια και πλίνθινοι σταυροί. Το έτος ολοκλήρωσης της οικοδόμησης του εξωνάρθηκα ΑΨΙΔ΄ (=1714) αναγράφεται σε λίθινη ανάγλυφη επιγραφή στην οποία μνημονεύονται τα ονόματα των κτητόρων Νικοδήμου προηγουμένου και Γερασίμου ιερομονάχου από την Σινώπη του Πόντου.
Το τέμπλο του ναού είναι ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο και η χρονολόγησή του παραμένει ασαφής. Αν και τοποθετήθηκε μετά την τοιχογράφηση του ναού, ενσωματώνει παλαιότερες εικόνες όπως εκείνες του επιστυλίου που χρονολογούνται στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι τέσσερις κεντρικές δεσποτικές εικόνες είναι έργα του Διονυσίου του εκ Φουρνά που χρονολογούνται το έτος 1722 και αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της τάσης επιστροφής στα παλαιολόγεια εικαστικά πρότυπα.

Σύννεφο πάνω από τον Άθωνα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ

Τα κειμήλια της Ιεράς Μονής Καρακάλλου περιλαμβάνουν και έργα χρυσοκεντητικής, όπως το επιτραχήλιο με την Παναγία, τον Πρόδρομο και τους ιεράρχες (17ος αιώνας), ζεύγος επιμανικίων που ανήκαν σύμφωνα με την κεντητή αφιερωματική επιγραφή στον ιερέα Κωνσταντίνο του έτους 1634/5, αρχιερατική ζώνη με πόρπη (18ος αιώνας) κ.ά.
Τέλος, στον κειμηλιακό πλούτο της Μονής περιλαμβάνεται και μεγάλος αριθμός χειρόγραφων κωδίκων, 331 της περιόδου μεταξύ του 9ου-18ου αιώνος και 400 της περιόδου από τον 19ο αιώνα και εξής, καθώς και 8.000 παλαίτυπα. Μεταξύ των χειρογράφων εντυπωσιάζει το περγαμηνό Ευαγγέλιο του 9ου αιώνα, ένα λειτουργικό ειλητάριο του 13ου αιώνα καθώς και ένα πολυτελές Τετραευάγγελο που είχε καλλιγραφηθεί στη μονή, από τον γραφέα Ισαάκ το έτος 1289-1290. Αρκετά από τα χειρόγραφα είναι εικονογραφημένα και αποτελούν σημαντικά κειμήλιά της. Το αρχείο περιλαμβάνει και έγγραφα, χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα και σουλτανικά φιρμάνια.

Η εικόνα των προστατών της Μονής, Πέτρου και Παύλου, στην είσοδο.

ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

ΦΟΡΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Τα κειμήλια της Ιεράς Μονής Καρακάλλου περιλαμβάνουν σημαντικά έργα τέχνης και κυρίως μια πολύ αξιόλογη συλλογή φορητών προσκυνηματικών εικόνων και εικόνων τέμπλου (δεσποτικές, βημόθυρα, εικόνες επιστυλίου, και σταυροί επίστεψης) που καλύπτουν χρονικά μια μεγάλη περίοδο από τον 14ο έως τον 20ο αιώνα. Ένας μεγάλος αριθμός εικόνων έχουν φιλοτεχνηθεί από τον ιερομόναχο Δαμασκηνό εξ Ιωαννίνων, ο οποίος διακόσμησε και το Καθολικό της μονής το έτος 1717, ενώ αρκετές άλλες εικόνες αποδίδονται σε ζωγράφους που έδρασαν στο Άγιον Όρος, όπως ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά, ο Μητροφάνης από τη Χίο, οι Αθανάσιος και Κωνσταντίνος από την Κορυτσά, ο Βενιαμίν και ο Μακάριος Β’ από το εργαστήριο των Γαλατσιάνων, ο Νικηφόρος και ο Μητροφάνης από τη Βιζύη της Θράκης κ.ά.
Οι παλαιότερες εικόνες της Μονής είναι τέσσερις και αποδίδονται στην περίοδο μεταξύ 14ου-16ος αιώνα. Πρόκειται για την εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα που είναι και η πρωιμότερη (τελευταίο τέταρτο 14ου αιώνος), του αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας (β΄μισό 15ου αιώνος), της Φιλοξενίας του Αβραάμ (15ος αιώνας) και του Ασπασμού των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που αποτελεί εξαίρετο δείγμα της κρητικής σχολής, μεταξύ 15ου-16ου αιώνα.
Από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα μέχρι και τα τέλη του, εποχή κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν και οι εργασίες ανακαίνισης ή ανέγερσης του Καθολικού (1548-1563), εντάσσεται μια μεγάλη σειρά εικόνων, κάποιες από τις οποίες προφανώς προέρχονται από το αρχικό, μή-σωζόμενο σήμερα τέμπλο του Καθολικού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μια εικόνα που αποδίδεται σε έναν ζωγράφο που δραστηριοποιήθηκε στο Άγιον Όρος στα μέσα του 16ου αιώνα, υπό την άμεση επιρροή του μεγάλου Κρήτα ζωγράφου Θεοφάνη. Η εικόνα παριστάνει στο κέντρο τον Χριστό ένθρονο, σε αυτόξυλο πλαίσιο, πλαισιωμένο με προτομές των δώδεκα Αποστόλων, και στο κέντρο, στο άνω πλαίσιο, με την Ετοιμασία του Θρόνου.
Στις πολύ ενδιαφέρουσες εικονογραφικά εικόνες είναι εκείνη του αγίου Δημητρίου, ένθρονου, να σκοτώνει τον τσάρο των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, περιβαλλόμενου με σκηνές του βίου του, έργο ενός αγιορείτικου εργαστηρίου του γ΄τετάρτου του 16ου αιώνα. Αντίστοιχο έργο είναι και το βημόθυρο με την παράσταση του Ευαγγελισμού, που φιλοτεχνήθηκε από ένα αγιορείτικο εργαστήριο στο τέλος του 16ου αιώνα, ενώ ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας είναι και το σύγχρονό του επιστύλιο του παλαιού τέμπλου με σκηνές Δωδεκαόρτου.
Οι εικόνες του 17ου αιώνα της Ιεράς Μονής Καρακάλλου είναι πολλές και απηχούν την καλλιτεχνική παραγωγή των αγιορειτικών εργαστηρίων, τα οποία αφομοιώνουν χαρακτηριστικά των εργαστηρίων του βορειοελλαδικού χώρου, αλλά και της κρητικής σχολής, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο έργο του Κρήτα ζωγράφου Θεοφάνη.
Ο 18ος αιώνας αντιπροσωπεύεται στην Ιερά Μονή Καρακάλλου με πλήθος εικόνων, συχνά ενυπόγραφων, που ανήκουν σε ζωγράφους και εργαστήρια που δραστηριοποιήθηκαν έξω και μέσα στο Άγιον Όρος. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν δέκα εικόνες, ένα βημόθυρο και ένα επιστύλιο, φιλοτεχνημένα από τον Διονύσιο εκ Φουρνά και το εργαστήριό του, και γύρω στις 25 εικόνες που αποδίδονται στον ιερομόναχο ζωγράφο Δαμασκηνό εξ Ιωαννίνων, που ιστόρησε και το Καθολικό. Τέλος, στα κειμήλια της Μονής εντάσσεται και μεγάλος αριθμός φορητών εικόνων του 19ου αιώνα, που αποτελούν την παραγωγή των δύο πιο δραστήριων καλλιτεχνικών εργαστηρίων του Αγίου Όρους των αρχών του 19ου αι.: του εργαστηρίου των Γαλατσιάνων και του Καρπενησιωτών μοναχών - ζωγράφων.

Επιγραφή που δείχνει το έτος κατασκευής του εξωνάρθηκα (1714).

ΕΞΩΝΑΡΘΗΚΑΣ

ΕΞΩΝΑΡΘΗΚΑΣ

Όπως αναγράφεται στην γραπτή κτητορική επιγραφή, η τοιχογράφησή του εξωνάρθηκα πραγματοποιήθηκε το 1767 με δαπάνη του αρχιμανδρίτη Λεοντίου και του προηγουμένου Παρθενίου του Πελοποννησίου. Κατά την διακόσμηση του χώρου διατηρήθηκε άθικτη η κεντρική παράσταση της Συνάξεως των 12 Αποστόλων, έργο του Δαμασκηνού (1716), πάνω από την κεντρική δυτική είσοδο της λιτής. Ολόκληρος ο χώρος έχει θεματική αυτοτέλεια καθώς είναι αποκλειστικά αφιερωμένος στην Αποκάλυψη, έναν κύκλο που από τον 16ο αιώνα και εξής επικράτησε ως αναγκαία προέκταση των εικονογραφικών προγραμμάτων στα καθολικά του Αγίου Όρους και τοποθετείται κυρίως σε εξωνάρθηκες, όπως και στην περίπτωση της Ιεράς Μονής Καρακάλλου. Ο κύκλος αποτελείται από 14 παραστάσεις που παραπέμπουν σε συγκεκριμένα κεφάλαια της Αποκάλυψης και συνδυάζονται νοηματικά με παραστάσεις του Χριστού και της Παναγίας στους τρείς τυφλούς θόλους που στεγάζουν τον χώρο. Στις στενές επιφάνειες των παραστάδων και των εσωραχίων των τόξων που φέρουν τους θόλους, τοποθετούνται μεμονωμένες μορφές Ιεραρχών και Οσίων.

Ο νάρθηκας της Μονής.

ΤΗΣ ΛΙΤΗΣ

ΤΗΣ ΛΙΤΗΣ

Οι τοιχογραφίες της λιτής, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που τις συνοδεύει, ολοκληρώθηκαν το έτος 1750 από τους ιερομονάχους Σεραφείμ και Κοσμά από τα Ιωάννινα. Οι ζωγράφοι αυτοί δραστηριοποιήθηκαν και σε άλλα έργα στο Άγιον Όρος (τράπεζα Ιεράς Μονής Παντοκράτορος) και συνδέονται με το εργαστήριο των Κορυτσαίων ζωγράφων Κωνσταντίνου και Αθανασίου που μετέφεραν στο Άγιον Όρος εικαστικά πρότυπα που είχαν διαμορφωθεί τον 18ο αιώνα στον χώρο της Ηπείρου.
Στο εικονογραφικό πρόγραμμα της Λιτής κυριαρχεί ένα εκτεταμένο Μηνολόγιο, πρακτική που καθιερώθηκε στους αντίστοιχους χώρους των καθολικών από τον 16ο αιώνα. Συμπληρωματικά εντάσσονται ο σπάνιος κύκλος του Νώε, οι Αίνοι, τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι και ορισμένες άλλες παραστάσεις (Κοίμηση του Οσίου Εφραίμ του Σύρου, Φιλοξενία του Αβραάμ)