Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Μακέτα στο μουσείο της Μονής βασισμένη στο σχέδιο του Μπάρσκι.

Ο ΔΟΜΗΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο ΔΟΜΗΜΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το κτιριακό συγκρότημα ήταν για χρόνια πολύ μικρότερο από σήμερα. Επεκτάθηκε βορειοδυτικά μόλις στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, με το νέο Καθολικό και νέες πτέρυγες. Στο σχέδιο που έκανε το 1744 ο Ρώσος περιηγητής μοναχός, Βασίλειος Μπάρσκι, φαίνεται καθαρά η Μονή πριν την επέκταση. Η βόρεια πτέρυγα που βρισκόταν ακριβώς πίσω από το παλαιό Καθολικό καθώς και μία ενδιάμεση πτέρυγα στα νότιά του, εκεί που σήμερα είναι τα σκαλιά της νότιας αυλής, κατεδαφίστηκαν στις εργασίες επέκτασης που κράτησαν από το 1799 μέχρι και την ολοκλήρωση του νέου Καθολικού τη δεκαετία του 1830. Στο σχέδιο του Μπάρσκι διακρίνεται και «το περί την μονήν φρούριον», το οποίο σύμφωνα με τις πηγές «ηύξησε» στα 1078 ο Συμεών, ο δεύτερος κτήτορας: ένας εσωτερικός περίβολος γύρω από το Καθολικό, ο οποίος προστατευόταν από μια δεύτερη γραμμή τειχών έξω από τη δυτική και τη νότια πλευρά του, τα οποία εν μέρει διατηρούνται ακόμη.

Μαρτυρία του Σταυρού, η χιλιετής παρουσία των μοναχών.

ΗΛΙΚΙΑ

ΗΛΙΚΙΑ

Σπάνια στην Ελληνική επικράτεια συναντά κανείς έναν θεσμό ή ένα ίδρυμα που παραμένει ζωντανό εδώ και περισσότερα από χίλια χρόνια. Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα βατοπαιδινό έγγραφο του 998, που υπογράφει ο πρώτος κτήτοράς της, ο όσιος Ξενοφών, ως «μοναχός και ηγούμενος Μονής του Αγίου Γεωργίου». Αποτελεί λοιπόν ένα από τα πρώτα αθωνικά κοινόβια που ιδρύθηκαν την εποχή του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Μια μεγάλη συλλογή εγγράφων, επιγραφές, χειρόγραφα και κειμήλια, αλλά και η παράδοση και η προφορική ιστορία, στηρίζουν την μνήμη και την ιστορία αυτής της μακράς ζωής. Η μεγάλη ηλικία του Μοναστηριού είναι μοναδική παρακαταθήκη για την συλλογική μνήμη, που εορτάστηκε το 1998 όπως αρμόζει.

Προσκυνητές στον αρσανά (λιμανάκι) της Μονής χρησιμοποιούν το ταχύπλοο της γραμμής, που την ενώνει με την Ουρανόπολη και τις άλλες Μονές.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Ο επισκέπτης φτάνει είτε με καραβάκι που δένει στον αρσανά (νεώριο), είτε βαδίζοντας παραλιακά από μία από τις δύο γειτονικές Μονές, είτε ακολουθώντας κάποιο από τα μονοπάτια που κατεβαίνουν την κατάφυτη πλαγιά από την ενδοχώρα, όπου βρίσκονται και οι Καρυές, το κέντρο της Αθωνικής πολιτείας. Όσο διεισδύει στο περιβάλλον του Μοναστηριού περνάει από παρεκκλήσια και κελλιά, ίσως και την σκήτη του Ευαγγελισμού, που τον προετοιμάζουν για την συνάντηση.

Φωτογραφία της Μονής από το 1870.

ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ

ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ

Μπροστά στη θάλασσα, δίπλα στον χείμαρρο του Νευροκόπου και στην σκιερή του βλάστηση, το Μοναστήρι του Ξενοφώντος διανύει ήδη τον ενδέκατο αιώνα του σε αυτόν τον τόπο: περίπου στην μέση της δυτικής όχθης της χερσονήσου του Άθω, ανάμεσα στις Ιερές Μονές Δοχειαρίου και Παντελεήμονος. Ο δομημένος χώρος του δεν σταμάτησε να μετασχηματίζεται με σύνεση, σύμφωνα με τις ανάγκες των μοναχών που τον κατοικούν και με σεβασμό στην μνήμη. Τόσο στο κύριο κτιριακό συγκρότημα, όσο και στα εξαρτήματά του, οι οικοδόμοι πάντοτε φρόντιζαν να διατηρούν σχέση αρμονικής συμβίωσης με το φυσικό περιβάλλον.

Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος, έργο του Edward Lear με μολύβι και νερομπογιά (1856).

ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ

ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ

Όταν βλέπει κανείς για πρώτη φορά ένα αγιορείτικο μοναστήρι, όπως η Ιερά Μονή Ξενοφώντος, νιώθει πως στέκεται μπροστά σε κάτι που έρχεται από έναν άλλο κόσμο. Οι μνημειακές διαστάσεις, η όψη των κτιρίων, τα υλικά, ανήκουν σαφώς σε άλλες εποχές της αρχιτεκτονικής και μοιάζουν να υπηρετούν τις λειτουργίες μιας άλλης κοινωνίας. Ωστόσο, πρόκειται για έναν ζωντανό οργανισμό που αγωνίζεται και εξελίσσεται σε αυτόν τον χώρο για περισσότερα από χίλια χρόνια: μια μοναστική αδελφότητα. Ανάβουν τα καντήλια μπροστά στις εικόνες, μνημονεύουν τους κτήτορες και τους κεκοιμημένους αδελφούς, δέχονται τους επισκέπτες, ψάλλουν, διαβάζουν, καλλιεργούν, ζωγραφίζουν. Το Μοναστήρι είναι η αδελφότητα των χιλίων χρόνων σε μια συγχρονία.

Η είσοδος του εξωτερικού πρόναου.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,
ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
ΚΑΙ ΤΗ ΒΛΑΧΙΑ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΒΛΑΧΙΑ

Η Μονή απέκτησε σημαντικό αριθμό μετοχίων και εκτός του Αγίου Όρους ήδη από την εποχή της ιδρύσεώς της, με δωρεές των κτητόρων και άλλων προσώπων. Τα σημαντικότερα, τα οποία μνημονεύονται κατ᾽ εξακολούθησιν στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα του αρχείου της Μονής, βρίσκονταν στην ανατολική Μακεδονία και σε νησιά του βορείου Αιγαίου, δηλαδή είτε σε περιοχές που κατείχαν οι αδελφοί Αλέξιος και Ιωάννης, είτε που αποτελούσαν τον φυσικό χώρο πρόσβασης από την Μονή δια θαλάσσης. Στη συνέχεια καταγράφονται με συνοπτικό τρόπο.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ

1. Μετόχι του Μαρμαρίου. Στον κάτω ρου του Στρυμόνα η Μονή κατείχε το Μετόχι του Μαρμαρίου, δωρεά των κτητόρων της. Περιελάμβανε εκτεταμένη περιοχή γύρω από τον βυζαντινό οικισμό Μαρμάρι που εντοπίζεται πολύ κοντά στο σύγχρονο οικισμό της Αμφιπόλεως.
Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα μετόχια της Μονής, με προσόδους που προέρχονταν εκτός από την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της γης, από εκμετάλλευση μύλων και βιβαρίων (ιχθυοτροφείων). Στην διάρκεια της οθωμανικής περιόδου το μετόχι εμφανίζεται κολοβομένο. Τόσο οι συχνές καταπατήσεις των τοπικών αγιάνηδων (Τούρκων αξιωματούχων) όσο και η εγκατάσταση μουσουλμάνων εντός των ορίων του προκάλεσαν την έκδοση πλήθους σουλτανικών φιρμανίων και άλλων οθωμανικών εγγράφων υπέρ των δικαίων της Μονής. Στην ύστερη οθωμανική περίοδο, διακρίνεται σε τρεις περιοχές: πρώτη, μετόχι του Γενήκιοϊ (περίπου όπου ο σύγχρονος οικισμός της Αμφιπόλεως), δεύτερη, Μετόχι του Αγιασμάτ (δίπλα στο σύγχρονο χωριό της Νέας Μεσολακκιάς), τρίτη, Μετόχι της Πραβίστας (σήμερα Παλαιοκώμη).

2. Μετόχι-μονύδριο του Παντοκράτορος στην Ελευθερούπολη. Σε δύο έγγραφα της Μονής, το χρυσόβουλλο του Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου, που χρονολογείται τον Ιανουάριο του 1394, και το πατριαρχικό σιγίλλιο του Αντωνίου Δ´, που απολύθηκε τον Ιούνιο του 1394, το ομώνυμο μονύδριο εμφανίζεται μεταξύ των κτήσεών της στον μακεδονικό χώρο. Το εν τη Ελευθερουπόλει (σήμερα Λιμήν Έλευθερων) μονύδριον εις όνομα τιμώμενον του Παντοκράτορας εμφανίζεται να κατέχει οικήματα, αμπέλια, χωράφια και υδρόμυλο, περιγραφή που δημιουργεί την εικόνα ενός μεγάλου και εύρωστου οικονομικά μετοχίου.

3. Μετόχι -μονύδριο της Θεομήτορος στη Χρυσούπολη, στις ανατολικές εκβολές του Στρυμόνος, κοντά στο Διονυσιάτικο Μετόχι του Ορφανίου. Μνημονεύεται στα ίδια έγγραφα, στα οποία και το προηγούμενο μετόχι της Μονής. Κατείχε και αυτό οικήματα, αμπέλια και τζιμηλλαρείον, δηλαδή ελαιοτριβείο. Θεωρείται πολύ πιθανό ότι, αν και δεν εμφανίζεται σε μεταγενέστερα έγγραφα του αρχείου της Μονής, συνέχισε να υφίσταται ως τον 16ο αιώνα, όταν μνημονεύεται για τελευταία φορά η οθωμανική πλέον Χρυσούπολη, και ότι ακολούθησε και αυτό την ερήμωση και τη σταδιακή καταστροφή της πόλεως.

4. Το χωριό Βομπλιανή (σήμερα Ακροπόταμος) στο Λυκόσχισμα, μαζί με τα εδάφη του.
5. Μετόχι-μονύδριο Παναγίας της Καμμυτζιωτίσσης στη Χριστούπολη (σήμερα Καβάλα), με οικήματα, χωράφια και αμπέλια. Μνημονεύεται και στον Βίο του οσίου Φιλοθέου του Αθωνίτου, ενώ η θέση του προσδιορίζεται όπου ο σημερινός ναός της Παναγίας στην Καβάλα.

6. Στις εκβολές του Νέστου επίσης η Μονή κατείχε βιβάριον, δηλ. ιχθυοτροφείο στην Παπαγιαννία.

7. Στη Θάσο, νησί το οποίο κατείχαν και προστάτευαν, οι κτήτορες δώρισαν στη Μονή μεγάλες εκτάσεις και μετόχια, κυρίως με τη μερική διαθήκη του Ιωάννου πριμικηρίου. Ειδικότερα, στον Λιμένα (σήμερα Μαρμαρολιμένας) παραχώρησε στη Μονή τον πύργο και το φρούριο που είχε ανεγείρει ο ίδιος, μαζί με τα περικλειόμενα οικήματα, το ναό του Τιμίου Προδρόμου, τον παλαιό ναό του Αγίου Γεωργίου, καθώς και ολόκληρη την περιοχή με κήπους, αμπελώνες και ένα νερόμυλο, όπως και αρκετές εκτάσεις γης σε άλλες περιοχές. Ήδη σε έγγραφο του 1363 μνημονεύεται το Μετόχι-μονύδριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη θέση Προάστειο.

8. Στην Κακή Ράχη (σήμερα Καλλιράχη) Μετόχι μονύδριο των Αγίων Αναργύρων, το οποίο απέκτησε η Μονή μετά τον θάνατο των κτητόρων. Κατείχε αμπέλια, χωράφια, ελιές και αμυγδαλιές στην τοποθεσία των Κελαδηνών. Ο ναός του μετοχίου σώζεται ως σήμερα, ανακαινισμένος στα τέλη του 19ου αιώνος. Σε εικόνες του Χριστού και των Αγίων Αναργύρων αυτής της περιόδου υπάρχουν επιγραφές που συνδέουν την προέλευσή τους με τη Μονή.

9. Μετόχι στην Αδριανούπολη. Αφιερώθηκε στη Μονή από τους αδελφούς Θωμά και Γεώργιο Κριτόπουλο και μαρτυρείται από τα τέλη του 16ου αιώνος. Ως μετόχι υπήγαγαν τη Μονή της Αγίας Τριάδος του Ανυποδύτου, την οποία είχαν ανεγείρει οι ίδιοι έξω από την Αδριανούπολη, καθώς και ένα σταυροπηγιακό ναό, αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο στο κάστρο της Αδριανουπόλεως, τον οποίο αφιέρωσαν στη Μονή το 1591. Δυστυχώς, ο ναός αυτός αποτεφρώθηκε από πυρκαγιά το 1760 και δεν ανοικο¬δομήθηκε.
10. Μετόχι στη συνοικία του Αγίου Μηνά Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για αστικά ακίνητα, τα οποία απώλεσε η Μονή κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως (1821-1828).
11. Στη βόρεια Μακεδονία και ειδικότερα στο Μελένικο, η Μονή κατείχε επίσης ένα μετόχι από τα Μέσα του 16ου αιώνος.

ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

12. Μετόχι «αζάπικο» στο Λογγό. Πρόκειται για το μετόχι της Moνής στη Σιθωνία, νοτίως του σημερινού Νέου Μαρμαρά, το οποίο είχε περιέλθει στη Μονή κατά τα τέλη του 14ου αιώνος και μνημονεύεται σε αρκετά έγγραφα του Αρχείου της, με παλαιότερο του έτους 1491 που ρύθμιζε τα σύνορα του εν λόγω μετοχίου της Moνής με το γειτνιάζον μετόχι της Σιμωνόπετρας. Καταγράφεται και από νεότερους ιστοριοδίφες ως «παρά τω Κωφώ λιμένι κείμενον».

13. Μετόχι Νικήτης. Η Μονή κατείχε επίσης μετόχι στη γειτονική Νικήτη, που μαρτυρείται από το 1499. Πρόκειται για το γνωστό σήμερα ως Μετόχι «Καμάρα» .

14. Μετόχι στην Ορμύλια. Μαρτυρείται για πρώτη φορά το 1508. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνος τα χωράφια του μετοχίου είχαν καταπατηθεί από κατοίκους της Ορμύλιας, αλλά επιστράφηκαν στη Μονή, η οποία εν συνεχεία τους τα εκμίσθωνε.

15. Μετόχι «αζάπικο» στη Βάλτα (σήμερα Κασσάνδρα). Μικρό μετόχι της Moνής, το οποίο μαρτυρείται σε οθωμανικά έγγραφα του Αρχείου.

16. Λειβάδι και ιχθυοτροφείο στην Κομίτισα (σήμερα Νέα Ρόδα).

17. Τρία λειβάδια στο Παλαιοχώρι.

18. Οικίες, νερόμυλοι και μποστάνι στο Μεταγγίτσι.

19. Νερόμυλος στα Βραστά.

ΝΗΣΙΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

20. Στη Λήμνο η Μονή κατείχε μεγάλες εκτάσεις που της είχαν παραχωρηθεί με δωρεές ήδη από την εποχή της ιδρύσεώς της. Σε αρκετά έγγραφα του αρχείου της μνημονεύονται κτήσεις αγροτικού χαρακτήρα στο Άνω Χωρίον, την Παρανησία, την Ακτή, το Ακρωτήριον και τον Φακό.
Από τα σημαντικότερα μετόχια της στη Λήμνο είναι το Μετόχι του Αλεξόπυργου, το οποίο αναφέρεται ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνος. Είχε αναπτυχθεί στην περιοχή που είχε παραχωρήσει στη Μονή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος, κοντά στο χωριό Πισπέραγος, με ανοικοδόμηση μάλιστα από τους Παντοκρατορινούς μοναχούς και ενός πύργου. Το μετόχι απέκτησε ακόμη περισσότερες εκτάσεις, τις οποίες παραχώρησε ο Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος. Αιώνες αργότερα, το 1792, το μετόχι εμφανίζεται υποθηκευμένο σε έναν αγά της Λήμνου, εξαιτίας του μεγάλου χρέους της Moνής προς τον Καπουδάν πασά. Ο ναός του μετοχίου σώζεται ως σήμερα ανακαινισμένος, όπως και κάποια από τα παλαιά βοηθητικά κτίσματα.

21. Μετόχι Λέσβου. Αναπτύσσεται τον 18ο αιώνα, με αφετηρία τη δωρεά μιας οικίας και ελαιοδένδρων από τον Παντοκρατορινό ιερομόναχο Καλλίνικο και τους γονείς του στο Μανταμάδο το 1729.

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

22. Μετόχι Αγίου Νικολάου στο Αϊβαλί. Ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνος στην ανατολική πλευρά των Κυδωνιών, στη θέση Λόγγος και γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τον επόμενο αιώνα, αυξάνοντας τη γη του και λαμβάνοντας από δωρεά των κατοίκων της πόλεως το 1803 το ναό του Αγίου Νικολάου, ο οποίος ανακαινίσθηκε εκ βάθρων κατά τις επόμενες δεκαετίες με έξοδα της Moνής. Το μετόχι αποτελούνταν από οικήματα, εμπορικά καταστήματα και σημαντικό αριθμό ελαιοδένδρων. Καταστράφηκε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

23. Μετόχι στη Σμύρνη. Εμφανίζεται σε έγγραφα του τέλους του 18ου αιώνος, απ᾽ όπου διαπιστώνεται ότι η λειτουργία του δεν ήταν εύρυθμη. Την κατάσταση προσπάθησε να αναστρέψει ο ηγούμενος του μετοχίου, ιεροδιδάσκαλος Ιάκωβος ο Παντοκρατορινός.

ΒΛΑΧΙΑ

24. Μετόχι Κατσόρι (Cascioarele) κοντά στο Βουκουρέστι. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μετόχια της Μονής, αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου, το οποίο παραχωρήθηκε από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Ilias στις 13 Φεβρουαρίου 1629, κατόπιν σχετικού αιτήματος των πατέρων της Μονής. Οικονόμοι αυτού του μετοχίου, όπως ο Μελέτιος Κατσοράνος στα μέσα του 19ου αιώνος, χρηματοδότησαν σημαντικές οικοδομικές εργασίες στη Μονή.

Τέλος, να σημειωθεί ότι η Μονή απέκτησε κατά τους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και αρκετά ακόμη μικρά μετόχια η ελάσσονος σημασίας κτήσεις σε διάφορες περιοχές στον ελλαδικό χώρο: Σέρρες, Μογλενά, Τύρναβο, Άμφισσα κ.α. Σήμερα η Μονή έχει στην κυριότητά της μικρό αριθμό σε σχέση με τα μετόχια που κατείχε κατά το παρελθόν, αφού μεγάλο μέρος των εκτάσεων των μετοχίων της δόθηκε στους πρόσφυγες που ξεριζώθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πράξη που συνιστά μείζονα εθνική προσφορά των αγιορειτικών Μονών στο νεότερο Ελληνισμό.


Το κελί του Ραβδούχου.

ΠΑΛΑΙΑ ΜΟΝΥΔΡΙΑ

ΠΑΛΑΙΑ ΜΟΝΥΔΡΙΑ

Η Μονή ιδρύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνος σε μια περιοχή όπου κατά τους παρελθόντες αιώνες είχαν ιδρυθεί έξι μονύδρια. Αυτά, με την πάροδο του χρόνου και για διαφόρους λόγους -κυρίως εξαιτίας των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών-, είχαν παρακμάσει και είτε είχαν διαλυθεί, είτε λειτουργούσαν πλέον ως κελλιά. Γι᾽ αυτό και οι κτίτορες μερίμνησαν εξάρχης να περιέλθουν είτε εξ αγοράς είτε δια δωρεάς στην κυριότητα της Μονής. Πρόκειται για τα παρακάτω έξι μονύδρια, τα οποία μνημονεύονται σε έγγραφα του Αρχείου της Μονής από το 1392 και εντεύθεν ως κελλία ή μετόχια :

Αγίου Αυξεντίου: Μαρτυρείται από το έτος 1287, όταν ο μοναχός του Θεόδουλος μνημονεύεται σε έγγραφο της Μεγίστης Λαύρας. ως επιτηρητής του Αγίου Όρους. Βρισκόταν βορειοδυτικά της Moνής, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Κελλί του Αγίου Προκοπίου.

Αγίου Δημητρίου του Κυνόποδος: Μνημονεύεται ήδη το έτος 1048 και συνόρευε με το μονύδριο του Φαλακρού. Έγγραφο Υπόμνημα του Πρώτου του Αγίου Όρους Ιωάννη Ταρχανιώτη, με το οποίο ρυθμίζονταν τα σύνορα μεταξύ των δύο ανωτέρω μονών, που χρονολογείται το Νοέμβριο του 1107, αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο πρωτότυπο έγγραφο του αρχείου της Μονής.

Ραβδούχου: Αποτελεί την πρώτη κτήση των ιδρυτών της Moνής στο Άγιον Όρος. Σύμφωνα με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορος Ιωάννου Ε´ Παλαιολόγου, χρονολογούμενο το 1357, το Κελλί του Ραβδούχου, το οποίο είχε καταστραφεί ολοσχερώς από επιδρομές των Τούρκων, παραχωρήθηκε από τον Πρώτο Δωρόθεο στους δύο αδελφούς, με την υποχρέωση να το ανοικοδομήσουν. Η Μονή του Ραβδούχου (ή Ραβδά) μνημονεύεται ήδη σε Βατοπεδινό έγγραφο του 998, ενώ στην ευρύτερη περιοχή αναπτύχθηκε και μια Σκήτη, μνημονευόμενη ως «τα ησυχαστήρια του Ραβδά».

Σωτήρος: Μνημονεύεται μεταξύ των μετοχίων της Moνής και θεωρείται ότι εξαιτίας της προϋπάρξεώς του στην περιοχή δημιουργήθηκε η παράδοση που ανάγει την ίδρυση της Moνής Παντοκράτορος στη βασιλεία του Αλεξίου Α' Κομνηνού. Δεν είναι γνωστή η ακριβής θέση της ούτε και δύναται να ταυτισθεί με βεβαιότητα με τη Μονή του Δωροθέου, η οποία γειτνίαζε με τις Μονές Φαλακρού, Ξυλουργού και Κυνόποδος και στην οποία εμφανίζεται σε έγγραφο του 1107 να ανήκει ο αγρός του Σωτήρος. Πιθανώς βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τη Μονή.

Φακηνού: Βρισκόταν σε απόσταση μισής ώρας νοτίως της Moνής, κοντά στη σημερινή «αμπελικιά», στα σύνορα με τη Μονή Σταυρονικήτα, και τιμώνταν στα Εισόδια της Θεοτόκου. Κτήτοράς της υπήρξε ο Ιωάννης Φακηνός, ο οποίος μνημονεύεται για πρώτη φορά το 985 και διετέλεσε Πρώτος του Αγίου Όρους από το 991 ώς το 996. Σήμερα σώζονται ο ναός με τοιχογραφίες του 17ου αιώνος και τα ερείπια της πάλαι ποτέ Moνής του Φακηνού.

Φαλακρού: Βρίσκεται σε απόσταση μιας ώρας βορειοδυτικά της Moνής, στα σύνορά της με τη Μονή Βατοπεδίου, και μνημονεύεται στις αγιορειτικές πηγές από το 991 ως το 1398 ως μονή του Ασωμάτου ή του Φαλακρού. Έλαβε την προσωνυμία του Φαλακρού προφανώς από τον ηγούμενο και πιθανό κτήτορά της Νικηφόρο Φαλακρό, ο οποίος μνημονεύεται σε έγγραφο της Μεγίστης Λαύρας το 991. Σήμερα διατηρούνται σε ερειπιώδη μορφή το καθολικό και ο πύργος της. Στον βόρειο τοίχο του ναού (σήμερα στο Σκευοφυλάκιο) βρισκόταν τοποθετημένη επιγραφή του έτους 1647/8, στην οποία μνημονεύεται ο ηγούμενος της Moνής Παντοκράτορος Ιερεμίας.

Η Μονή κατέχει επίσης ως εξαρτήματα στην περιοχή των Καρυών, κοντά στη Μονή Κουτλουμουσίου, τα Κελλιά του Ευαγγελισμού, του Αγίου Νικολάου (Δαμασκηνού), της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Σύμφωνα με τον Μπάρσκυ, η Μονή είχε στην κυριότητά της και μια ερειπωμένη Σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, προφανώς τη σημερινή Βογορόδιτσα, στα σύνορά της με τη Μονή Βατοπεδίου. Αν και δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο του Αρχείου της Μονής, η μαρτυρία αυτή ενισχύεται από την ύπαρξη στο Σκευοφυλάκιο της Μονής μιας αχρονολόγητης σφραγίδας της Σκήτης αυτής σε σλαβονική γραφή. Είναι πιθανόν η Σκήτη να περιήλθε στην κυριότητα της Μονής για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια να περιήλθε και πάλι στη Μονή Άγ. Παντελεήμονος.


Το τέμπλο του κεντρικού ναού της σκήτης Προφήτου Ηλιού.

Η ΣΚΗΤΗ ΤΟΥ
ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Η ΣΚΗΤΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Η υπαγόμενη στη Μονή Σκήτη του Προφήτου Ηλία δεσπόζει σήμερα με τα πολυώροφα κτήριά της στα δασωμένα υψώματα, βορειοδυτικά της Μονής και σε απόσταση πεζοπορίας 30 λεπτών από αυτήν, μέσα από μια εξαιρετικά όμορφη διαδρομή.
Στην περιοχή αυτή πριν από τα μέσα του 18ου αιώνος υπήρχαν λίγα κελλιά, μεταξύ των οποίων και το Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το οποίο ανοικοδομήθηκε και μετατράπηκε στην ομώνυμη Σκήτη το 1757 από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι, τη σημαντικότερη μορφή του σλαβικού μοναχισμού κατά τον αιώνα αυτό, μεταφραστή της Φιλοκαλίας και φορέα του φιλοκαλικού πνεύματος στο σλαβικό κόσμο. Ο όσιος Παΐσιος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Μονής το 1746 και σύντομα προσείλκυσε κοντά του μεγάλο αριθμό μοναχών, γεγονός που ευνόησε τη δημιουργία της Σκήτης με βάση τους κανόνες του κοινοβιακού συστήματος. Αν και δεν μαρτυρείται η ύπαρξη Κανονισμού για τη λειτουργία της Σκήτης, ωστόσο αυτή αναγνωρίσθηκε και από τον εγκαταβιούντα τότε στη Μονή πρώην οικουμενικό πατριάρχη Σεραφείμ Α´. Η αύξηση των μοναχών της αδελφότητας του Παϊσίου, τον οδήγησε στην απόφαση να επανδρώσει μαζί με τη συνοδεία του την εγκαταλελειμμένη εξαιτίας των χρεών της Ιεράς Μονή Σίμωνος Πέτρας το 1762, απ᾿ όπου, όμως, αναγκάστηκε να αναχωρήσει μετά από ολιγόμηνη παραμονή. Τελικά, μετά από σύντομη επιστροφή στη Σκήτη του Προφήτη Ηλία, αναχώρησε για τη Βλαχία, όπου έδωσε νέα πνοή στο σλαβικό μοναχισμό.
Μετά την αναχώρησή του η Μονή παραχώρησε τα οικήματα της Σκήτης σε Έλληνες μοναχούς και η Σκήτη μετατράπηκε σε ιδιόρρυθμη. Σε αυτή την κατάσταση παρέμεινε ώς την Επανάσταση του 1821, οπότε και ερημώθηκε. Μετά την αποχώρηση όμως των τουρκικών στρατευμάτων το 1835, εγκαταστάθηκε στη Σκήτη ο Ρώσος μοναχός Ανίκητος με δεκαπενταμελή συνοδεία. Επακολούθησε μια περίοδος προστριβών μεταξύ της Μονής και των Ρώσων μοναχών της Σκήτης, η οποία έληξε το 1839, ύστερα από διαμεσολάβηση του Κωνσταντίνου Σπανδωνή και του διερμηνέα του Ρωσικού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη Πετροσέσκυ, οπότε «εγένετο συμβόλαιον κανονίζον τας της κυριάρχου Μονής και σκήτης σχέσεις, όπερ επεκυρώθη και υπό της ιεράς Κοινότητος».
Η κατάσταση στη Σκήτη μεταβλήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνος, όταν ο Ρώσος Δικαίος Τωβίας επιχείρησε, στο πλαίσιο του οργιάζοντος τότε πανσλαβισμού, να επεκτείνει το κτηριακό συγκρότημα της Σκήτης και να ανεγείρει νέο, μεγάλων διαστάσεων, Κυριακό. Εντέλει, μετά από μακρούς δικαστικούς αγώνες, ο Τωβίας κατόρθωσε να επιτύχει την έγκριση για την ανέγερση νέων οικοδομών και την εγκαταβίωση στη Σκήτη 130 μοναχών και 20 δοκίμων. Το 1893 θεμελιώθηκε νέα πενταώροφη πτέρυγα, ενώ το 1900 ο Ρώσος ναύαρχος Βιρίλωφ και ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ´ θεμελίωσαν το νέο, επιβλητικό και πολυτελή Κυριακό ναό της Σκήτης. Παρά ταύτα η ένταση και η αντίδραση στα διενεργούμενα σχέδια των Ρώσων μοναχών της Σκήτης αποτυπώνεται στη φράση του Γερ. Σμυρνάκη: «αποτέλεσμα υπήρξεν εν τέλει η ανάπτυξις και η αύξησις της σκήτης, ήτις, ενώ είναι μεγαλοπρεπής και πολυάνθρωπος Μονή, κατ᾿ ευφημισμόν και προς χλευασμόν των ανεχομένων αυτήν καλείται σκήτη».
Μετά από μια περίοδο ύφεσης και παρακμής κατά τη διάρκεια του παρελθόντος αιώνος, η Σκήτη του Προφήτου Ηλιού επανδρώθηκε τον Μάιο του 1992 από τη συνοδεία του δραστηρίου Γέροντος και Δικαίου αυτής, αρχιμανδρίτου κ. Ιωακείμ (Καραχρήστου), γεγονός που σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας περιόδου ακμής και πνευματικής ανθήσεως της Σκήτης.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λαογραφική συλλογή της Σκήτης του Προφήτη Ηλία, με σπάνια εκθέματα από εργαλεία και σκεύη που χρησιμοποιούνταν από τους μοναχούς κατά το παρελθόν. Ειδικότερα, η Συλλογή αυτή φιλοξενεί εκθέματα από το νοσοκομείο και το φαρμακείο της Σκήτης, το ξυλουργείο, το σιδηρουργείο, το ελαιοτριβείο, το υποδηματοποιείο, το τυπογραφείο και άλλους χώρους που χρησιμοποιούνταν για τα διάφορα διακονήματα της Σκήτης.

Ο «κόπανος» σημαίνει τις ακολουθίες.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΕΛΛΙΩΝ
ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΚΕΛΛΙΩΝ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ

Εξαρτήματα της Μονής στην περιοχή της Καψάλας, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της Μονής είναι τα εξής Κελλιά και Καλύβες:

α) Κελλιά
1. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (Νταούτη)
2. Αγίου Νικολάου (Χατζούδα)
3. Αγίου Νικολάου (Βούλγαρη)
4. Θείας Μεταμορφώσεως (Μουτάφη)
5. Αγίου Γεωργίου (Φανερωμένου)
6. Άξιον Εστίν.


β) Καλύβες
1. Παφνουτίου
2. Αγίου Σάββα
3. Αγίου Μηνά
4. Αγίων Αποστόλων
5. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου
6. Υπαπαντής
7. Αγίου Δημητρίου τομ Ροστώβ
8. Αγίου Νικολάου (Γερμανού)
9. Ευαγγελισμού (του Γουρία)
10. Αγίου Μανδηλίου
11. Αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ
12. Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ
13. Ευλογιάρη
14. Αγίου Γεωργίου (Λειβαδογένη)
15. Ιλαρίωνος
16. Κοκκίνου
17. Αγίου Νικολάου (Συνεσίου)
18. Ιερεμίου
19. Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης
20. Γεννήσεως της Θεοτόκου
21. Εισοδίων της Θεοτόκου (Κυριακό)
22. Δημητρίου
23. Αγίου Γεωργίου (Θασίτου)
24. Αγίου Νικολάου (Νικοδήμου)
25. Ζωσιμά ή Γοργοεπηκόου
26. Νέα Νικοδήμου
27. Κοιμήσεως της Θεοτόκου
28. Αγίου Βασιλείου - Οσίου Θεοφίλου
29. Καλαμίδα
30. Αγιορειτών Πατέρων (Δαλματίου)
31. Κηπουρού
32. Αγίων Πάντων
33. Μητροφάνους
34. Αγίων Αναργύρων
35. Δραμιάρη
36. Παναγούδα - Φακηνού
37. Βαρελλά
38. Νεοφύτου
39. Ευσταθίου (Παπα-Δαμασκηνού)
40. Ταμβάκη
41 . Θεωνά
42. Ακαθίστου
43. Παλαιά Τσούγκα
44. Του Βασιλείου
45. Του Πορφυρίου (του Φιλοθέου)
46. Βιταλίου
47. Νέα Καλύβη (Καλλιστράτου)
48. Αγίου Μητροφάνους
49. Νέα Καλύβη (Βαρσανουφίου)
50. Νέα Καλύβη (Μοδέστου)
51. Ξεροκάλυβο.

Από τα ανωτέρω Κελλιά και Καλύβες τα πλέον αξιομνημόνευτα είναι τα εξής:

1) Το Κελλί «Άξιον Εστίν», αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, «εν τω, λάκκω του Άδειν», κάτω από τη Ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, στο οποίο συνέβη το σχετικό θαύμα της ψαλμωδήσεως και διδασκαλίας του αρχαγγελικού ύμνου «Άξιον εστίν ως αληθώς…» από τον αρχάγγελο Γαβριήλ στον υποτακτικό του Κελλιού, στον οποίο εμφανίσθηκε ως μοναχός. Σύμφωνα με τη Διήγηση που συνέταξε ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ θυηπόλος τον 16ο αιώνα, το θαύμα συνέβη στο Κελλί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «εν τη τοποθεσία της ιερας Moνής του Παντοκράτορος».

2) Το Κελλί του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (Νταούτη) είναι ένα από τα αρχαιότερα κελλιά, αφού μνημονεύεται στις πηγές ήδη από τον 15ο αιώνα. ο ναός του είναι εξ ολοκλήρου αγιογραφημένος, ενώ στον εξωνάρθηκα υπάρχουν παραστάσεις από τον βίο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. στο υπέρθυρο του Κυρίως Ναου σώζεται η παρακάτω επιγραφή:
«Ο ιερός και θείος ναός ούτος του Αγίου
ενδόξου και πανευφήμου αποστόλου
και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου
ιστορήθη δια δαπάνης του Πανοσιωτάτου
κυρίου Χρυσάνθου ιερομονάχου και Δαμιανού
μοναχού των αυταδέλφων και Λημναίων
δια χειρός Μακαρίου ιερομονάχου
του εκ Γαλατίστης και της συνοδίας
αυτού 1843 Σεπτεμβρίου ιη´».

3) Το Κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου· καλείται έτσι από την ομώνυμη θαυματουργό εικόνα που φυλάσσεται σήμερα στη Μονή. Το Κελλί ιδρύθηκε στη θέση του αρχαίου μονυδρίου του Αγίου Γεωργίου του Πλάκαρη που μνημονεύεται από τον 15ο αιώνα.

4) Η Καλύβη του Αγίου Βασιλείου, την οποία ανακαίνισε ο όσιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης στις αρχές του 16ου αιώνος και όπου, σύμφωνα με την παράδοση, βρίσκεται θαμμένο το σκήνωμά του έως σήμερα. Στην ίδια περιοχή υπάρχει και αγίασμα του Οσίου, που ανέβλυσε μετά από τις προσευχές του. Στην ίδια Καλύβη εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και, κατά την τοπική παράδοση, ο όσιος Γεράσιμος ο νέος. Ο όσιος Νικόδημος συνέχισε την άσκησή του στην ίδια περιοχή, και ειδικότερα στις Καλύβες Αγίου Μανδηλίου, Νέα Νικοδήμου και Αγίου Νικολάου.

5) Η Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου, το παλαιό Κυριακό της Καψάλας, διατηρείται μέχρι σήμερα. Στην κόγχη του ναού της σώζονται τοιχογραφίες που φέρουν χρονολογία ΑΨ (1700).

6) Ένα ελάχιστα γνωστό προσκύνημα της περιοχής είναι και το αγίασμα της Καλύβης του Γενεσίου της Θεοτόκου, το οποίο ανέβλυσε μετά από υπόδειξη της Παναγίας σε μοναχό της Καλύβης.

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το Αρχείο της Moνής στην περιοχή υπήρχαν άλλα 15 έως 20 κτίσματα, τα οποία παραμένουν αταύτιστα.


Ο προστατευμένος μικρός λιμένας.

Η ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ

Η ΣΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ

Στη Μονή ανήκει η μεγάλη περιοχή βορειοανατολικά των Καρυών, που φθάνει ως τα σύνορά της με τη Μονή Σταυρονικήτα, γνωστή σήμερα ως «Καψάλα», πιθανόν εξαιτίας κάποιας παλαιάς πυρκαγιάς, που αποτέφρωσε το δάσος της. Ακριβέστερα, η Καψάλα διαιρείται σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το πρώτο ανήκει στη Μονή Παντοκράτορος, ενώ το δεύτερο στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Πρόκειται κυριολεκτικά για μια ιδεώδη ασκητική παλαίστρα, «τήν πλέον κατάλληλον περιοχήν δι᾽ άσκησιν και ησυχασμόν και καλλιέργειαν της μυστικής εν Χριστώ ζωής ... Οι κυματοειδείς λόφοι της, πεποικιλμένοι υπό των ταπεινών Καλυβών, την απέριττον θέαν και την μεταρσιούσαν πνευματικήν προβολήν των, ως ιερών σταδίων, ένθα χέονται ασκητικοί ιδρώτες και θεοφιλή δάκρυα, έλκουν εις αγάπην τας αγίας ψυχάς, απεκδεχομένας την "ανθοποιόν αρετήν εξ ερημαίων λόφων"».
Στις πηγές μνημονεύεται και ως «Σκήτη Παντοκράτορος», αν και κατά το παρελθόν είχαν διατυπωθεί επιφυλάξεις για το εάν λειτούργησε ποτέ ως Σκήτη, με την ύπαρξη δηλ. ενός Κυριακού στο οποίο τελούνταν οι κοινές λατρευτικές συνάξεις όλων των σκητιωτών. Εντούτοις, στον Βίο του οσίου Νικοδήμου που συνέταξε ο παραδελφός του Ευθύμιος, σημειώνεται για τον γέροντα του Οσίου, Αρσένιο Μωραΐτη, ότι «εκατοίκησεν εις το Κυριακόν της Σκήτεως του Παντοκράτορος», ενώ και ο Μπάρσκυ, που επισκέφθηκε την περιοχή το 1744, σημειώνει ότι οι ασκητές των Καλυβών συγκεντρώνονταν στην Καλύβη των Εισοδίων (εξ ου και «Σκήτη των Εισοδίων»). Ο Σμυρνάκης, όμως, μνημονεύει την, λιγότερο πιθανή, προφορική παράδοση «ότι τα ασκητήρια της Καψάλας συνεκρότουν το πάλαι σκήτην μετά Κυριακού ναού, όστις λέγεται ότι είναι ο της ήδη ρωσικής καλύβης των Αγίων Αποστόλων». Από συνοδικό πατριαρχικό έγγραφο που απολύθηκε στις 31 Μαΐου του 1879, επί πατριαρχίας του Ιωακείμ Γ´, πληροφορούμαστε και για μια μεταγενέστερη απόπειρα - που δεν ευοδώθηκε - των μοναχών που εγκαταβιούσαν στο Κελλί του Αγίου Βασιλείου να συστήσουν Σκήτη «μετά των πέριξ αυτού καλυβών». Γεγονός είναι πάντως ότι κατά τον προηγούμενο αιώνα στην Καψάλα ασκήτευαν δεκάδες Ρώσων, Ελλήνων και Ρουμάνων μοναχών, στοιχείο που προβάλλει ο Κοσμάς Βλάχος με τον έξης χαρακτηριστικό τρόπο: «Οπωσδήποτε ο εν Καψάλα πληθυσμός παριστά εν μικρογραφία εικόνα της μη φυλετιζούσης οικουμενικής ορθοδοξίας».