Ο τάφος των κτητόρων στη λιτή.

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΚΤΗΤΟΡΩΝ

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΚΤΗΤΟΡΩΝ

Εκτός του αρχαίου παρεκκλησίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, σημαντική είναι και η ύπαρξη του λεγόμενου «Τάφου των κτητόρων» στον βόρειο τοίχο, όπου μεταφέρθηκε το 1847, ευρισκόμενος πριν στο παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών.
Πρόκειται για μαρμάρινη λάρνακα, «κενοτάφιο» κατά τον Γεράσιμο Σμυρνάκη, η οποία όμως περιείχε οστά «ου μόνον μεγάλων αλλά και μικρών σωμάτων», γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για οικογενειακό τάφο των κτητόρων. Η ψευδοσαρκοφάγος που ήταν τοποθετημένη στον Τάφο, διακοσμημένη με σταυρούς, πτηνά και δένδρα, χρονολογείται στον 14ο αιώνα και βρίσκεται σήμερα στον εξώστη της εισόδου του Πύργου.
Επάνω από τον Τάφο των κτητόρων υπάρχει νεότερη απεικόνισή τους, χρονολογούμενη στην περίοδο της επιζωγραφήσεως των τοιχογραφιών του Καθολικού. Σύμφωνα με τον Πορφύριο Ουσπένσκυ, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Μονή το 1846, πριν δηλ. από τις ανακαινιστικές εργασίες του 1847, και το 1859, αφού είχε ολοκληρωθεί και η επιζωγράφηση του Καθολικού από τον γνωστό αγιογράφο Ματθαίο Ιωάννου, τρεις επιγραφές πάνω από τον Τάφο επαναλάμβαναν με κάποιες διαφορές τις επιγραφές που υπήρχαν πάνω από τον Τάφο των κτητόρων, όταν αυτός βρισκόταν στο παρεκκλήσιο. Είναι αξιοσημείωτο ότι σ᾽ αυτές σημειωνόταν η ακριβής ιδιότητα του κτήτορα Αλεξίου και δεν συγχεόταν το πρόσωπό του με τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό, ενώ, επιπλέον, δηλωνόταν και η κτητορική ιδιότητα των δύο αδελφών.

Προσκυνητές και πατέρες της Μονής.

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ
ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Τον βορειοανατολικό χώρο της Λιτής καταλαμβάνει το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο θεωρείται κτητορικό κτίσμα. Σύμφωνα με επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, κάποιο τμήμα της αγιογράφησής του χρονολογείται το 1538, περίοδο κατά την οποία εργάστηκε στη Μονή κάποιος αγιογράφος της Κρητικής Σχολής (ίσως ο ίδιος ο Θεοφάνης ο Κρης), στον οποίο είναι πιθανόν να ανήκουν και οι προ ετών αποκαλυφθείσες τοιχογραφίες στον εξωτερικό δυτικό τοίχο του.
Οι νεότερες τοιχογραφίες προέρχονται από την αγιογράφηση του έτους 1868, «δαπάνη και συνδρομή των οσιωτάτων μοναχών της σεβασμίας μονής του Παντοκράτορος Ησυχίου και Ησαΐου, δια χειρός Βενιαμίν και Γρηγορίου των ιερομονάχων και Μακαρίου μοναχού». Πρόκειται για επιζωγραφήσεις παλαιότερων τοιχογραφιών που χρονολογούνται πιθανότατα στις αρχές του 15ου αιώνος, τμήματα των οποίων διακρίνονται στα τόξα του Ιερού Βήματος.
Στο τέμπλο του παρεκκλησίου φυλάσσεται από το 1982 η θαυματουργός εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, που έλαβε αυτήν την προσωνυμία εξαιτίας του σχετικού θαύματος με το οποίο ο άγιος Γεώργιος προστάτευσε την εν λόγω εικόνα και τους ασκητές του ομώνυμου Κελλίου στην περιοχή της Καψάλας, όπου ανήκε, από ληστές. Σύμφωνα με τη διασωθείσα παράδοση, η εικόνα φυλασσόταν από παλαιά στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου του Πλάκαρη. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ληστές, προσποιούμενοι τους οδοιπόρους, θέλησαν να εισέλθουν σ᾽ αυτό για να το ληστέψουν. Τότε τους υποδέχθηκε ένας νέος, ο οποίος, αφού τους συνόδευσε στο εσωτερικό του Κελλίου, εξαφανίστηκε, ενώ οι ληστές παρέμειναν καθ᾽ όλη τη διάρκεια της νύχτας παράλυτοι. Το πρωί της επόμενης ημέρας οι μοναχοί του Κελλίου αντίκρυσαν έκπληκτοι τους ληστές, οι οποίοι, τρομοκρατημένοι από την ολονύκτια παραλυσία τους, τους διηγήθηκαν το συμβάν και αναγνώρισαν στο πρόσωπο της θαυματουργού εικόνας τον νέο που τους υποδέχθηκε το προηγούμενο βράδυ. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, οι ληστές όχι απλώς μετανόησαν, αλλά ένας εξ αυτών εγκαταβίωσε ως μοναχός στο Κελλί του Πλάκαρη ή Φανερωμένου, ενώ ένας άλλος μόνασε στη Σκήτη της Αγίας Άννης.

Τα προσκυνητάρια της Λιτής, ενώ στον κυρίως ναό τελείται η Θεία Λειτουργία.

Η ΛΙΤΗ

Η ΛΙΤΗ

Ο χώρος της Λιτής (ή Εσωνάρθηκας), δυτικά του κυρίως Ναού, συνδέεται με αυτόν με μια κεντρική μαρμάρινη πύλη, την βασίλειο πύλη, η οποία ακολουθεί κλασικά πρότυπα, και δύο παραπόρτια εκατέρωθεν. Σημαντικές παρεμβάσεις στον χώρο της Λιτής πραγματοποιήθηκαν κατά την ανακαίνιση του 1847, έργο που πραγματοποίησε ο Τήνιος μάστορας Χατζη-Αντώνης Λύτρας, πατέρας του μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, με δαπάνες του Παντοκρατορινού αρχιμανδρίτη Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή στο εξωτερικό υπέρθυρο.
Τότε, οι δύο προϋπάρχοντες μικροί νάρθηκες ενώθηκαν και τοποθετήθηκε κοινή στέγη με τρεις τρούλλους, στηριζόμενη σε μαρμάρινους κίονες. Συγχρόνως κατεδαφίστηκε το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της Λιτής, όπου βρισκόταν ο Τάφος των κτητόρων, καθώς και εξαιρετικές τοιχογραφίες του Θεοφάνους του Κρητός. Η ανακαίνιση αυτή, καθώς και η επιζωγράφηση των τοιχογραφιών μαρτυρείται και από δεύτερη επιγραφή, πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής πύλης, που συνδέει τη Λιτή με τον Κυρίως Ναό.
Στις αρχές του 18ου αιώνος προστέθηκε, με τη μορφή ανοικτής στοάς αρχικά, εξωνάρθηκας, που περιβάλλει τη Λιτή από δυτικά και νότια. Το τετράγωνο Κωδωνοστάσιο εδράζεται στον χώρο μεταξύ του παρεκκλησίου της Κοιμήσεως και του βορείου τοίχου του εξωνάρθηκα και χρονολογείται, με βάση κεραμικό στην κορυφή του, το 1735. Η παλαιότερη καμπάνα του Κωδωνοστασίου χρονολογείται το 1610 και είναι διακοσμημένη με μορφές Αγίων, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρία του Μπάρσκυ, ο πύργος του Κωδωνοστασίου διέθετε και ρολόι, ο μηχανισμός του οποίου σώζεται μέχρι σήμερα.

Προετοιμασία της Θείας Λειτουργίας εντός του Ιερού.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΗΜΑ

ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΗΜΑ

Το 1614 σημειώθηκαν σημαντικές ανακαινιστικές εργασίες στον χώρο του Ιερού Βήματος, το οποίο επεκτάθηκε κατά 5 μέτρα προς τα ανατολικά, ενώ στις δύο γωνίες του, τη βορειοανατολική και τη νοτιοανατολική, κατασκευάστηκαν τα Τυπικαριά, δύο πολυγωνικές κατασκευές, στεγασμένες με τρούλλους.
Ο Κυρίως Ναός διαχωρίζεται από τον χώρο του Ιερού Βήματος με το εξαιρετικής τέχνης επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, το τρίτο στην ιστορία του Καθολικού, το οποίο κατασκευάστηκε το 1640, από τον Χρύσανθο Κληέντη και είναι διακοσμημένο με φυτικά θέματα. Η ανακαίνιση του Τέμπλου μαρτυρείται από μια εξαιρετικά σημαντική επιγραφή, όχι μόνο επειδή σε αυτήν παρέχονται χρονολογικά και προσωπογραφικά στοιχεία για την κατασκευή του, αλλά και διότι, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Ι. Παπάγγελο, πρόκειται για την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ο όρος «τέμπλον» για να δηλώσει το σύνολο του φράγματος του πρεσβυτερίου και όχι μόνο το επιστύλιο.
Το τέμπλο κοσμείται κυρίως από τις δύο θαυμάσιες εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος και της Θεοτόκου της «Πάντων Χαράς», έργα του Θεοφάνους του Κρητός (1535-1546). Η εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με σκηνές από τον βίο και τον μαρτυρικό θάνατό του περιμετρικά, δωρήθηκε το 1655 από τον ιερομόναχο Αντώνιο τον Χιλανδαρινό. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η εικόνα των Αρχαγγέλων, δεξιά της εικόνας του Παντοκράτορος, η οποία χρονολογείται τον 17ο αιώνα. Περιμετρικά ιστορούνται θαύματα των Αρχαγγέλων, με πλέον αξιοπρόσεκτη την απεικόνιση του θαύματος της Moνής Δοχειαρίου σε τέσσερις σκηνές, την παλαιότερη σωζόμενη σε φορητή εικόνα. Στη δεύτερη ζώνη του τέμπλου είναι τοποθετημένες εικόνες του δωδεκαόρτου, ενώ στην κορυφή του δεσπόζει ο εντυπωσιακός σε διαστάσεις Εσταυρωμένος, έργο Κρητικού εργαστηρίου του τέλους του 16ου αιώνος, του οποίου τα «Λυπηρά» (η θρηνούσα Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος) φυλάσσονται στο Σκευοφυλάκιο της Moνής.
Τα επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα βημόθυρα του τέμπλου είναι έργο του ιερομονάχου Ησαΐα και κοσμούνται με 31 μικρογραφίες προφητών και αποστόλων, καθώς και με τα θέματα της Σταυρώσεως και του Ευαγγελισμού. Χρονολογούνται το 1622, σύμφωνα με σχετική επιγραφή που επεκτείνεται και στα δύο βημόθυρα.
Εντός του Ιερού Βήματος δεσπόζει το ξυλόγλυπτο κιβώριο, το οποίο σκεπάζει την μαρμάρινη Αγία Τράπεζα. Στο εσωτερικό του έχει ιστορηθεί η επουράνιος Λειτουργία.

Το τέμπλο εντός του κυρίως ναού. Διακρίνεται το προσκυνητάρι της Μεταμορφώσεως και του Αγίου της ημέρας.

Ο ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ

Ο ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ

Ο αρχικός ναός εγκαινιάσθηκε περί το 1363. Με τα εγκαίνιά του σχετίζεται προφανώς η μαρμάρινη επιγραφή που σήμερα είναι εντοιχισμένη στην κλίμακα που οδηγεί από τον Εξωνάρθηκα στο Κωδωνοστάσιο:
† ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΣΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΑΛΕΞΙΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΩΝ ΚΤΗΤΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑΔΕΛΦΩΝ. ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΝ ΕΤΕΙ ϛΩΟΑ (= 1363) †
Τέσσερις μαρμάρινοι κίονες βαστάζουν τον κεντρικό τρούλλο, σχηματίζοντας ταυτοχρόνως, βορείως και νοτίως, τις κόγχες των χορών, που στεγάζονται με τεταρτοσφαίρια. Στο κέντρο περίπου του Κυρίως Ναού, δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα δύο μαρμάρινα προσκυνητάρια, έργα του Τήνιου γλύπτη Γεωργίου Φιλιππότη και δωρεές των μοναχών Ακινδύνου του εξ Άνδρου και Θεοφίλου του Λεσβίου, τα οποία κατασκευάστηκαν το 1896. Σ᾿ αυτά είναι τοποθετημένες η νέα ψηφιδωτή εικόνα της Μεταμορφώσεως και η εφέστιος θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γεροντίσσης αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρουσία αυτής της μεγάλων διαστάσεων (1,96 × 0,76 μ.) εικόνας στον Κυρίως Ναό είναι πράγματι επιβλητική, καθώς η Θεοτόκος απεικονίζεται ολόσωμη, σε στάση δεξιόστροφης δέησης, στον τύπο της Αγιοσορείτισσας. Σύμφωνα με την παράδοση της Μονής, την εικόνα μετέφεραν από την Κωνσταντινούπολη οι κτήτορες, όταν επρόκειτο να θεμελιώσουν το μοναστήρι. Την έθεσαν στο σημείο όπου είχαν επιλέξει και άρχισαν τις εργασίες. Το επόμενο πρωί, όμως, η εικόνα βρέθηκε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η Μονή. Την επανέφεραν στο αρχικό Μέρος και συνέχισαν τις εργασίες. Την άλλη μέρα η εικόνα βρέθηκε για δεύτερη φορά στη σημερινή τοποθεσία της Μονής. Μετά από τρίτη επανάληψη του θαύματος, οι κτήτορες οικοδόμησαν τη Μονή στο σημείο που επέλεξε η Παναγία. Η αρχική θέση που είχαν επιλέξει οι κτήτορες ταυτίζεται με το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το παρεκκλήσιο του Μεγάλου Αθανασίου, 500 περίπου μέτρα βορειοδυτικά της Μονής.
Η αργυρή επένδυση της εικόνας, η οποία κατασκευάστηκε στη Μόσχα το 1847, αποτελεί, κατά την παράδοση, δωρεά Κωνσταντινουπολίτισσας αρχόντισσας, από την οποία ζήτησε η Παναγία να της αφιερώσει την επένδυση.
Ένα ακόμη προσκυνητάριο, παραπλεύρως του δεξιού μαρμάρινου προσκυνηταρίου, όπου τίθεται η εικόνα της εορτής της ημέρας, αφιερώθηκε από τον ιερομόναχο Άνθιμο τον Σιφναίο το έτος 1716 και είναι διακοσμημένο με φυτευτό ελεφαντόδοντο, φίλντισι και ταρταρούγα, κλασικό δείγμα της διακοσμητικής τέχνης που κυριαρχεί στην ανατολική Μεσόγειο κατά την περίοδο αυτή. Παρόμοιας τέχνης είναι και τα δύο αναλόγια των χορών, κατασκευασμένα το 1637 στην Καφφά (Θεοδοσία-Θεοδοσιούπολη), όπως σημειώνεται σε σχετική επιγραφή.

Το ομοίωμα του Καθολικού των κτητόρων.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Στο βόρειο τμήμα του αύλειου χώρου της Μονής έχει ανεγερθεί το Καθολικό, αφιερωμένο στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ως γνωστόν, η εορτή αυτή συνδέεται άμεσα με τη διδασκαλία περί του ακτίστου φωτός που είχαν διατυπώσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι λοιποί Ησυχαστές πατέρες κατά τον 14ο αιώνα, λίγες δεκαετίες προ της ιδρύσεως της Μονής. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι αρκετά καθολικά Μονών που ιδρύθηκαν κατά την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Αρχιτεκτονικά ο ναός ανήκει στον τύπο του τρίκογχου σταυροειδούς εγεγραμμένου ναού αγιορείτικου τύπου, με μια βασική όμως διαφοροποίηση, που προκύπτει από την επιμήκυνση της ανατολικής καμάρας και την προσθήκη δύο πολυγωνικών κατασκευών στις δύο γωνίες του Ιερού Βήματος (Τυπικαριών), η οποία καθιστά την αρχιτεκτονική του Καθολικού ιδιόμορφη.
Με βάση ποικίλες μαρτυρίες και τις νεότερες αρχαιολογικές έρευνες προκύπτει ότι το μολυβδοσκέπαστο Καθολικό πήρε τη σημερινή του μορφή μετά από τρεις οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται στην περίοδο ιδρύσεως της Μονής και περιλαμβάνει τον Κυρίως Ναό, το ανατολικό τμήμα της Λιτής και το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η δεύτερη χρονολογείται το 1614 και αφορά στην προέκταση του Ιερού Βήματος προς τα ανατολικά και η τρίτη σχετίζεται με τις σοβαρές παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1847, με δαπάνη του αρχιμανδρίτη Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως, στον Εξωνάρθηκα, τη Λιτή και το δάπεδο του Καθολικού.