Σκίτσο του Μπάρσκι στο οποίο επικολλήθηκαν σύγχρονες φωτογραφίες της Μονής.

Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(ως την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

Β' ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

Η δήμευση των αγιορειτικών κτημάτων από τον σουλτάνο Σελίμ Β´ το 1568 ανάγκασε τις μονές να δανειστούν υπέρογκα ποσά με επαχθείς όρους, ώστε να εξαγοράσουν εκ νέου τα μετόχια τους και να καταβάλουν χαράτσι 14.000 χρυσών φιορινίων και άλλους φόρους. Το γεγονός αυτό δημιούργησε στη Μονή οικονομικά προβλήματα, τα οποία προσπάθησε να αντιμετωπίσει καταφεύγοντας σε ζητείες. Επιπλέον, η καταπάτηση του μεγάλου μετοχίου της Μονής στη Λήμνο το 1581, την ανάγκασε να πληρώσει 130.300 άσπρα για την ανάκτησή του. Σύντομα η Μονή κατόρθωσε να ανακάμψει και επιπλέον να αποκτήσει δια δωρεάς ή με εξαγορά νέα μετόχια και κτήματα, όπως το μοναστήρι Κατσόρι στη Βλαχία, το οποίο δώρισε το 1629 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Αλέξανδρος (Ilias). Συγχρόνως άρχισαν να εκτελούνται νέες εργασίες ανακαίνισης και επέκτασης σε διάφορα κτίσματα της Μονής, όπως το Καθολικό και η νοτιοανατολική πτέρυγα. Έτσι, όταν το 1629/30 επισκέφθηκε «τον Παντοκράτορα» ο Σερραίος κληρικός παπα-Συναδινός, κατά τη διάρκεια ενός προσκυνηματικού ταξιδιού του στο Άγιον Όρος, το οποίο καταγράφει στη Χρονογραφία του, τον χαρακτηρίζει «σιμαζηχτηκόν μοναστήρι», δηλ. νοικοκυρεμένο. Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα. Τότε πιθανότατα διακόπτεται και ο κοινοβιακός βίος της Μονής, με τελευταίο γνωστό ηγούμενό της τον Ιερεμία (1648-1656), χωρίς ωστόσο να αποκλείεται ότι είχαν ήδη προϋπάρξει κάποια μικρά διαστήματα ιδιορρυθμίας, φαινόμενο που ασφαλώς συνδέεται με τις οικονομικές δυσχέρειες που είχε αντιμετωπίσει κατά περιόδους η Μονή. Κατά την περίοδο αυτή η Μονή είχε να αντιμετωπίσει, όπως και οι άλλες Μονές του Αγίου Όρους, και το φαινόμενο της πειρατείας. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Μπάρσκυ, η Μονή δεχόταν συχνά πειρατικές επιδρομές, ανάγκασε τους μοναχούς να οχυρώσουν τους πύργους της με κανόνια. Με την αρωγή κάποιων παραγωγικών μετοχίων της, όπως εκείνα της Θάσου, η Μονή κατόρθωσε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα να ανακάμψει και να οδηγηθεί σε νέα περίοδο άνθησης, η οποία σηματοδοτείται από την πρόσκτηση νέων μετοχίων, την ανάπτυξη των παλαιοτέρων και την εκτέλεση οικοδομικών έργων μεγάλης κλίμακας. Ανοικοδομήθηκε η Τράπεζα, επισκευάστηκαν ο κεντρικός τρούλλος του Καθολικού και η δυτική πτέρυγα και ανακαινίστηκε η βόρεια, μαζί με το παρεκκλήσιο των Αγίων Ανδρέα και Iωαννικίου και το παρεκκλήσιο των Αρχαγγέλων. Ιδιαίτερη μέριμνα καταβλήθηκε επίσης για τον εμπλουτισμό του Σκευοφυλακίου με νέα ιερά κειμήλια, καθώς και για την κατασκευή πολύτιμων λειψανοθηκών. Παρά το γεγονός ότι όλες αυτές οι εργασίες δημιούργησαν μεγάλα χρέη στη Μονή, οι Παντοκρατορινοί κατόρθωσαν, συνεπικουρούμενοι από τον γνωστό Θεσσαλονικέα ευπατρίδη Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου, να αντιμετωπίσουν και τη νέα δυσχερή οικονομική κατάσταση. Κατά την περίοδο αυτή γνωρίζουμε ότι στη Μονή εγκαταβιούσε ένας σημαντικός αριθμός μοναχών, που κυμαινόταν από 60 έως 136 πατέρες.

Θέα των τρούλων του Καθολικού από τα δυτικά

Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως το 1568)

Α' ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως το 1568)

Το Άγιον Όρος υποτάχθηκε στους Οθωμανούς το έτος 1423/4. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, η Μονή, με ηγούμενο τον ιερομόναχο Νίκανδρο (1423), κατόρθωσε να αντιπαλαίσει τις αντίξοες συνθήκες, δεχόμενη ένα σημαντικό αριθμό δωρεών και νέων μετοχίων που την ενίσχυσαν οικονομικά και της προσέδωσαν μια σχετική οικονομική ευρωστία. Το 1471, επί ηγουμενίας Ιγνατίου, την επισκέφθηκε και ρύθμισε θέματα της Μονής ο μαθητής του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Α´, ο νέος κτήτορας της Μονής Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο, μετά την πρώτη παραίτησή του από τον οικουμενικό θρόνο. Την ίδια περίοδο, ο πρώην ηγούμενος της Μονής Ιγνάτιος Ζαγρήφας αναδείχθηκε σε Πρώτο του Αγίου Όρους (1483-1496), ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1522, στο ίδιο αξίωμα προβλήθηκε και ο Παντοκρατορινός ιερομόναχος Νήφων. Από τα τέλη του 15ου και σε ολόκληρο τον 16ο αιώνα, περίοδο πνευματικής ανάκαμψης του υπόδουλου Ελληνισμού, η Μονή ενισχύθηκε, όπως και άλλες αγιορειτικές Μονές, από ορθόδοξους ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών. Πρώτος την ευεργέτησε ο μέγας λογοθέτης της Βλαχίας Στάικος, ο οποίος χαρακτηρίζεται σε έγγραφο του 1501 νέος κτήτορας της Μονής. Ευεργέτης της υπήρξε και ο γαμπρός του, μέγας ποστέλνικος Νεαγκόε από το Περίς (1516-1529). Άλλος ένας ηγεμόνας της Βλαχίας ο οποίος προσέφερε σημαντική αρωγή κατά την περίοδο αυτή στη Μονή ήταν ο Νεαγκόε Μπασαράμπ Κραϊοβέσκου (1512-1521), πρόσωπο γνωστό κυρίως από την ιδιαίτερη σχέση του με τον όσιο Νήφωνα, στο ρουμανικό βίο του οποίου χαρακτηρίζεται και ως κτήτορας των Ιερών Μονών Παντοκράτορος και Ιβήρων. Με ανακαινιστικά έργα στη Μονή κατά την περίοδο αυτή συνδέονται και τα ονόματα δύο ακόμη αξιωματούχων της Μολδοβλαχίας: α) του Μπάρμπουλου, που χαρακτηρίζεται από τον Μπάρσκυ τρίτος κτήτορας της Μονής, αλλά δεν είναι δυνατόν με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία να τον ταυτίσουμε με κάποιον από τους ομώνυμους αξιωματούχους που μνημονεύονται κατά την περίοδο αυτή, και β) του μεγάλου βεστιαρίου και λογοθέτη (1516-1523, 1539-1541) της Μολδαβίας Γαβριήλ Τοτρουσιάν (Totrusanu), ο οποίος χρηματοδότησε την επισκευή του βυζαντινού υδραγωγείου της Μονής το 1536/7. Μεταξύ των ευεργετών αυτής της περιόδου μπορούμε να συναριθμήσουμε και τον μέγα κόμη Barcan (1560-1568) και τους τρεις γιούς του Radul, Manea και Diicul, οι οποίοι χρηματοδότησαν την κατασκευή της αργυρής επένδυσης του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Παράλληλα με αυτές τις δωρεές προς τη Μονή, οι οποίες σχετίζονται με τις σοβαρές επισκευαστικές εργασίες που εκτελέστηκαν κατά την περίοδο αυτή, το Σεπτέμβριο του 1537 ο πατριάρχης Ιερεμίας Α´ επικύρωσε με σιγίλλιό του την ανεξαρτησία της Μονής και τα δίκαιά της, όπως αυτά ορίζονταν σε παλαιότερο σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου Δ´. Η άνθηση της Μονής κατά την περίοδο αυτή πιστοποιείται και από το γεγονός ότι κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνος εγκαταβιούσε σημαντικός αριθμός μοναχών (κυμάνθηκε από 40 έως 215 μοναχούς). Το 1574, στο Τυπικό του Αγίου Όρους που συνέταξε ο πατριάρχης Ιερεμίας Β´ ο Τρανός, η Μονή καταλαμβάνει πλέον την έβδομη θέση μεταξύ των αγιορείτικων Μονών, θέση την οποία διατηρεί ως σήμερα.

Τρούλος εντός του Καθολικού όπου εικονίζεται ο «Άναρχος Πατήρ».

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

Μετά τον θάνατο των κτητόρων η Μονή αντιμετώπισε μια σοβαρή δοκιμασία, εξαιτίας καταστρεπτικής πυρκαγιάς που ξέσπασε το 1392 στο νεόδμητο κτηριακό της συγκρότημα, αποτεφρώνοντας ή προκαλώντας σοβαρές καταστροφές σε πολλά από τα κτητορικά κτίσματα και στο αρχείο της, με την απώλεια αρκετών σημαντικών εγγράφων. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους παντοκρατορινούς μοναχούς στην δραστηριοποίησή τους, ώστε να διασφαλιστούν οι κτήσεις της Μονής εντός και εκτός του Αγίου Όρους με την επανέκδοση των σχετικών επικυρωτικών εγγράφων, και να ανοικοδομηθούν τα κατεστραμμένα κτήρια, πράγμα το οποίο πέτυχαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, με την έκδοση χρυσοβούλλων και πατριαρχικών εγγράφων.

Η είσοδος της Μονής. Οι βαριές πόρτες φυλάσσουν την πλούσια ιστορία...

ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

Η Μονή ιδρύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνος, σε μια περίοδο πνευματικής ακμής του Βυζαντίου, αλλά και ποικίλων αναταραχών στο πολιτικό και εκκλησιαστικό προσκήνιο της Βασιλεύουσας. Την ίδια περίοδο οι Σέρβοι με τον Στέφανο Δουσάν κατελάμβαναν σημαντικά εδάφη της Μακεδονίας, ενώ οι Τούρκοι περνούσαν για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο και κατελάμβαναν ευρωπαϊκά εδάφη με την κατάληψη της Καλλίπολης στη Θράκη. Ωστόσο, η αρχαία παράδοση της Μονής συνδέει την ίδρυσή της με το όνομα του αυτοκράτορος Αλεξίου Α´ του Κομνηνού (1081-1117). Σε μικρή απόσταση από τη θέση όπου κτίστηκε η Μονή προϋπήρχε, ήδη από τον 11ο αιώνα, το μονύδριο του Σωτήρος Χριστού. Σύμφωνα με τις πηγές, και πρωτίστως τα αρχαιότερα έγγραφα του αρχείου της Μονής, κτήτορές της υπήρξαν δύο επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι που έδρασαν στρατιωτικά κατά την περίοδο αυτή στη Μακεδονία, οι αδελφοί Αλέξιος και Ιωάννης, οι οποίοι κατά την περίοδο ιδρύσεως της Μονής έφεραν τους στρατιωτικούς τίτλους του μεγάλου στρατοπεδάρχου και μεγάλου πριμικηρίου αντιστοίχως. Οι στρατιωτικές τους επιτυχίες και η εξ αγχιστείας συγγενική τους σχέση με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγο, τους κατέστησαν κατόχους μεγάλων εκτάσεων γης στην Ανατολική Μακεδονία (Χρυσούπολη, Ανακτορόπολη, Θάσο, Χριστούπολη), αρκετές από τις οποίες αργότερα δώρισαν στη Μονή. Ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως της Μονής δεν μας είναι γνωστός. Εικάζεται, ωστόσο, ότι η ανέγερσή της πρέπει να άρχισε προ του έτους 1357 και πως πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ των μηνών Απριλίου και Αυγούστου αυτού του έτους. Την ίδια χρονική περίοδο (Απρίλιος 1357) ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος και ο πατριάρχης Κάλλιστος Α´ επικύρωσαν με χρυσόβουλλο λόγο και σιγιλλιώδες γράμμα αντιστοίχως την παραχώρηση του Κελλιού του Ραβδούχου στις Καρυές προς τους δύο αδελφούς, από τον Πρώτο Δωρόθεο. Το Κελλί αυτό προσαρτήθηκε λίγο αργότερα στη Μονή, μετά την ίδρυσή της. Η Μονή εμφανίζεται και σε αγιορειτικά έγγραφα των αμέσως επομένων ετών, ενώ το Καθολικό της εγκαινιάσθηκε, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή, το 1362/3 από τον πατριάρχη Κάλλιστο Α´, ο οποίος και την ανεκήρυξε πατριαρχική, ενώ από το 1367 χαρακτηρίζεται και ως βασιλική. Ο ίδιος πατριάρχης εξέδωσε και τυπικό για τη Μονή, που δυστυχώς χάθηκε, με το οποίο μεριμνούσε για την ανεξαρτησία και την κοινοβιακή τάξη της Μονής, καθώς και για την πνευματική κατάσταση των μοναχών της. Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ Μαρτίου του 1368 και Φεβρουαρίου του 1369, ο Αλέξιος απεβίωσε, πιθανότατα υπερασπιζόμενος το νησί της Θάσου από τους Τούρκους. Το κτητορικό έργο συνέχισε ο Ιωάννης μαζί με τη σύζυγό του Άννα Ασανίνα Κοντοστεφανίνα, όπως μαρτυρείται σε έγγραφα αυτής της περιόδου και κυρίως στη μερική Διαθήκη του Ιωάννου τον Αύγουστο του 1384. Η ασταθής πολιτική κατάσταση και οι στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων οδήγησαν τον Ιωάννη στην απόφαση να ζητήσει από τον Βενετό δόγη Ανδρέα Κονταρίνι το δικαίωμα του Βενετού πολίτη, το οποίο και έλαβε τον Ιανουάριο του 1374, χωρίς όμως να καταφύγει ποτέ στη Βενετία. Παρέμεινε στη Μακεδονία, συνεχίζοντας την προάσπιση των βυζαντινών κτήσεων που του ανήκαν, όπως του Μαρμαρολιμένα της Θάσου, όπου ανήγειρε πύργο και τείχος, αλλά και των δωρεών προς τη Μονή του. Παρέμεινε ενεργός τουλάχιστον ως τα τέλη του έτους 1384, οπότε και αποσύρθηκε στη Μονή, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σύμφωνα με την παράδοση της Μονής, ο Ιωάννης εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ιωαννίκιος. Μνημείο της παρουσίας του και του θανάτου του στη Μονή περί το 1386/7 παραμένει ο «τάφος των κτητόρων», που βρίσκεται σήμερα στη βόρεια πλευρά της Λιτής, εντός του Καθολικού. Ο τάφος καλυπτόταν με ψευδοσαρκοφάγο, χρονολογούμενη τον 14ο αιώνα, τμήμα της οποίας έχει διασωθεί.

Η Μονή πάνω στην προεξοχή του βράχου, στέκει αγέρωχη εδώ και αιώνες.

ΣΤΟ ΒΡΑΧΩΔΕΣ ΕΞΑΡΜΑ

ΣΤΟ ΒΡΑΧΩΔΕΣ ΕΞΑΡΜΑ

Η «βασιλική και πατριαρχική μονή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος» είναι χτισμένη επάνω σε βραχώδη εδαφική προεξοχή (έξαρμα), στην απόληξη δασωμένης πλαγιάς και σε ύψος 30 περίπου μέτρων από τη θάλασσα, στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Αγίου Όρους. Η θέση αυτή της παρέχει το προνόμιο μιας εξαιρετικής θέας τόσο προς το βόρειο Αιγαίο, με άμεσα ορατή τη Θάσο, αλλά και τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη και, σπανιότερα, την Ίμβρο (όταν ο καιρός είναι καθαρός), όσο και προς τις νοτιοανατολικές ακτές του Αγίου Όρους και τον επιβλητικό Άθωνα, με την απότομη κορυφή του. Η θέση της Μονής εξαίρεται από Έλληνες και ξένους συγγραφείς και περιηγητές. Ο Ιωάννης Κομνηνός (λόγιος και Επίσκοπος που έζησε τον 17ο αιώνα) σημειώνει στο «Προσκυνητάριόν» του το 1701 ότι «το ιερόν και σεβάσμιον μοναστήριον του Παντοκράτορος είναι πολλά εύμορφον, διότι ευρίσκεται εις τοποθεσίαν καλήν σιμά εις την θάλασσαν, περιτριγυρισμένον με κάστρον στερεόν», ενώ ο Κοσμάς Βλάχος (αγιορείτης διάκονος που έζησε τον 18ο αιώνα) σημειώνει με γλαφυρό ύφος ότι η Μονή «κείται επί της ανατολικής παραλίας του Όρους στηρίζουσα την βορειοανατολικήν αυτής πλευράν επί κυματοπλήγος βράχου· ο ορίζων αυτής είναι ευρύτατος και η θραυομένη προ των βάσεων αυτής τρικυμιώσα θάλασσα παρέχει άγριον και απολαυστικόν θέαμα». Στη νότια πλευρά της βραχώδους προεξοχής επί της οποίας δεσπόζει η Μονή, κατασκευάστηκε μικρό λιμάνι, το ένα από τα δύο «μανδράκια» του Αγίου Όρους, που ασφάλιζε κατά το παρελθόν τα μικρά πλοιάρια σε περιπτώσεις τρικυμιών. Εκτός της θαλάσσιας πρόσβασης, στη Μονή οδηγεί σήμερα δασικός δρόμος που διανοίχθηκε από τις Καρυές, διακλαδιζόμενος από τον δρόμο που κατευθύνεται προς την Ιερά Μονή Ιβήρων. Συνδέεται επίσης με μονοπάτια, τόσο με την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου προς τα βορειοανατολικά, όσο και με τις Ιερές Μονές Σταυρονικήτα και Ιβήρων, ενώ σε καλή κατάσταση διατηρείται το λιθόστρωτο που συνδέει, μέσα από μια εντυπωσιακή διαδρομή, τη Μονή με την υποκείμενη σ᾿ αυτήν Σκήτη του Προφήτου Ηλιού. Η Μονή ονομάζεται στα αρχαιότερα βυζαντινά έγγραφα «θείον φροντιστήριον του παντοκράτορος σωτήρος Χριστού», και αργότερα «βασιλική και πατριαρχική μονή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος», ονομασία που μας παραπέμπει στην, αρχαιότερη, ομώνυμή της βυζαντινή μονή που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, την περιώνυμη μονή Παντοκράτορος, στην οποία μόνασαν μεγάλες μοναστικές μορφές της βυζαντινής περιόδου. Κατέχει την έβδομη θέση στην ιεραρχία των είκοσι κυρίαρχων αθωνικών Μονών.

αλυσοδεμενος

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΥΡΕΙ
ΤΟΝ ΑΛΥΣΣΟΔΕΜΕΝΟ
ΣΑΤΑΝΑ ΚΑΙ Η
ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΥΡΕΙ ΤΟΝ ΑΛΥΣΣΟΔΕΜΕΝΟ ΣΑΤΑΝΑ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Η αφήγηση ολοκληρώνεται με αυτές τις δύο σκηνές. Ένας άγγελος έχει δέσει πισθάγκωνα με κόκκινη αλυσίδα τον διάβολο και τον οδηγεί προς την σπηλιά της αβύσσου, όπου θα τον κλειδώσει με το κλειδί που κρατάει: “Καὶ εἶδον ἄγγελον καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐ(ρα)νοῦ ἔχοντα τὴν κλεῖδα τῆς ἀβύσσου καὶ ἅλυσιν μεγάλην ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὃς ἐστι διάβολος καὶ ὁ σατανᾶς, καὶ ἔδησεν αυτὸν χίλια ἔτη.”Δίπλα η εικοστή πρώτη σκηνή, η τελευταία αυτής της αφήγησης, η παρουσίαση στην Ιωάννη της νέας Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει στολισμένη από τον ουρανό, μια γιορτή χαράς που σβήνει τις φρικτές εικόνες καταστροφής που προηγήθηκαν: “Καὶ ἐγὼ Ἰωάννης οἶδον τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ἱερουσαλὴμ καινὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ τοῦ Θ(εο)ῦ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τὼ ἀνδρὶ αὐτῆς”.

Η πτώση της Βαβυλώνος και η νίκη του ιππέα με το λευκό άλογο.

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ
ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ ΚΑΙ
Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ
ΙΠΠΕΑ ΜΕ ΤΟ
ΛΕΥΚΟ ΑΛΟΓΟ

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΙΠΠΕΑ ΜΕ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΑΛΟΓΟ

Δεξιά, η πτώση της Βαβυλώνας, όπου ένας άγγελος πετώντας διακηρύσσει «ἔπεσεν, ἔπεσεν Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ μεγάλη»: η Βαβυλώνα φαίνεται τυλιγμένη στις φλόγες. Ένας δεύτερος άγγελος από κάτω του ρίχνει μια μεγάλη πέτρα στον Ευφράτη. Ο συσχετισμός των δύο αγγέλων και των πράξεών τους είναι ωραίο εύρημα και δίνει δύναμη στη σύνθεση. Κάτω ένας βασιλιάς και τέσσερις έμποροι θρηνούν την καταστροφή, σαφής δήλωση για το ποιον αφορά ένα τέτοιο πλήγμα “καὶ οἱ ἔμποροι αὐτῆς κλαίουσι, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι”. Άριστερά βλέπουμε την αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο ομάδες ιππέων, που είναι ντυμένοι της μίας στα κόκκινα της άλλης στα λευκά. Ο επικεφαλής της λευκής ομάδας επιγράφεται ὁ “Λόγος τοῦ Θεοῦ”. Η λευκή ομάδα τρέπει σε φυγή την κόκκινη και την ρίχνει σε μια λίμνη από φωτιά και θειάφι και ένα σμήνος άσπρων πουλιών οδηγημένο από άγγελο, πέφτει να την αποτελειώσει. Χαμηλά, το κόκκινο επτακέφαλο θηρίο έχει ανατραπεί και κατακρημνίζεται, έχοντας δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα από τον λευκό ιππέα.

πορνη

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΡΝΗ
ΚΑΙ ΤΟ ΘΗΡΙΟ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΡΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΗΡΙΟ

Επάνω γράφει “Δεῦρο, δείξω σοι τὸ κρῖμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης”, έλα να σου δείξω την κρίση της μεγάλης πόρνης. Και συνεχίζει κάτω: “Καὶ εἶδον γυναῖκα καθημένην ἐπὶ θηρίον κόκκινον γέμον ὀνόματα βλασφημίας, ἔχον κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα”, και είδα μια γυναίκα καθισμένη σε ένα κόκκινο θηρίο, γεμάτο με λέξεις βλασφημίας, που είχε επτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Η μεγάλη πόρνη, που φαίνεται να ταυτίζεται με την Βαβυλώνα, υψώνει θριαμβευτικά μια κούπα γεμάτη από όλες τις βρωμιές. Κάτω, διάφοροι βασιλείς την κοιτούν με τα χέρια σε δέηση.

7αα

ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΓΓΕΛΟΙ
ΜΕ ΤΙΣ ΦΙΑΛΕΣ
ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΦΙΑΛΕΣ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ

“Καὶ εἶδον σημεῖον ἐν τῷ οὐ(ρα)νῷ μέγα καὶ θαυμαστὸν ἀγγέλους ἑπτὰ ἔχοντας πληγὰς ἑπτὰ τὰς ἐσχάτας ὅτι ἐν αὐταῖς ἐτελἐσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ.” Επάνω οι επτά άγγελοι της κρίσεως αδειάζουν προς όλες τις κατευθύνσεις λεκάνες που περιέχουν την οργή του Θεού. Κάτω, ένα φτερωτό θηρίο ξερνά επάνω σε τρεις βασιλιάδες τρία ακάθαρτα πνεύματα με μορφή βατράχων.

θερισμος

Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
Ο ΤΡΥΓΗΤΟΣ ΤΟΥ
ΚΟΣΜΟΥ

Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΥΓΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

“Καῖ εἶδον· καὶ ἰδοὺ νεφέλη λευκὴ, καὶ ἐπὶ τὴν νεφέλην καθήμενος ὅμοιος υἱῷ ἀν(θρώπ)ου, ἔχων ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ στέφανον χρυσοῦν καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ δρέπανον ὀξὺ.” Ο εστεμμένος Χριστός συνομιλεί με τον άγγελο της κρίσεως, ενώ κάτω άγγελοι θερίζουν και τρυγούν.