στεφα

ΣΤΕΦΑΝΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΤΕΦΑΝΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Γρήγορα όμως ο πόθος του μαρτυρίου τον κάνει να φύγει πάλι από την Ιερά Μονή Καρακάλλου, όπου έζησε συνολικά τριανταπέντε χρόνια. Ο πόθος του μαρτυρίου ωθεί τον όσιο Γεδεών. Έρχεται πάλι στην Ζαγορά και στο Βελεστίνο, παρουσιάζεται στον κριτή και ομολογεί την πίστη του στον Χριστό. Τον διώχνουν με τη βία. Έρχεται στην Αγιά, παρουσιάζεται στον διοικητή και προσβάλλει την θρησκεία του. Ο διοικητής γράφει τα γεγονότα στον Βελή πασά του Τυρνάβου, ο οποίος συλλαμβάνει τον όσιο Γεδεών στα Κανάλια. Παρουσιάζεται μπροστά στον ηγεμόνα και ομολογεί την πίστη του με θάρρος. Εκείνος αρχικά προσπαθεί να τον μεταπείσει με κολακείες, αλλά μάταια. Τον υποβάλλουν σε πολλά βασανιστήρια, στο τέλος του κόβουν με τσεκούρι τα χέρια και τα πόδια και τον αφήνουν να ξεψυχίσει με φριχτούς πόνους. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1818 παραδίδει την ωραία ψυχή του και δέχεται το στεφάνι της ομολογίας. Οι χριστιανοί παίρνουν το σώμα του κρυφά και το ενταφιάζουν πίσω από τον ναό των Αγίων Αποστόλων Τυρνάβου. Αμέσως αρχίζουν τα θαύματα. Η μνήμη του οσίου γιορτάζεται στις 30 Δεκεμβρίου, ειδικά στο Μοναστήρι του, όπου φυλάγεται και το μεγαλύτερο μέρος του λειψάνου του. Οι υπερβάσεις και οι προκλήσεις στην συμπεριφορά του αγίου Γεδεών θυμίζουν λίγο τους δια Χριστόν σαλούς, όπως ο άγιος Συμεών Εμέσης του 6ου αιώνα, ή ο άγιος Ανδρέας του 10ου, προκλητικούς, περιθωριακούς και “παράφρονες” αγίους που με την συντριπτική τους ταπείνωση αναδεικνύουν ως προτεραιότητα την σωτηρία του ανθρώπου πάνω από την κοινωνική κανονικότητα και καταγγέλουν την ηθική αυταρέσκεια και υποκρισία των πολλών.

Η Άνοιξη έρχεται στο Μοναστήρι.

ΣΤΕΦΑΝΙ ΑΠΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

ΣΤΕΦΑΝΙ ΑΠΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Ζήτησε ευλογία να φύγει από το Μοναστήρι, ποθώντας το μαρτύριο. Πήγε στην Ζαγορά κι από εκεί στο Βελεστίνο, τον τόπο όπου είχε αρνηθεί την πίστη του. Την Μεγάλη Πέμπτη, φορώντας στο κεφάλι στεφάνι από λουλούδια, πήγε στο σπίτι του Τούρκου κι άρχισε να χτυπάει την πόρτα τόσο δυνατά που κόντεψε να την ρίξει. Μπήκε και είπε ποιός ήταν. Ο Τούρκος ανέφερε το γεγονός στον κριτή και οι στρατιώτες τον φέραν μπροστά του να τον δικάσει, πρωί Μεγάλης Πρασκευής. Έδωσε δυο κόκκινα αυγά στον κριτή και τού είπε «Χριστός ᾿Ανέστη, κριτά, καί εἰς ἔτη πολλά!» Ο κριτής διέταξε να του φέρουν καφέ και ο όσιος Γεδεών μόλις τον πήρε τού τον έριξε στο πρόσωπο. Τον πέταξαν έξω. Μπροστα στο τζαμί χτύπησε μια γυναίκα τόσο δυνατά που μάτωσε το στόμα της. Οι Τούρκοι τον ξυλοκοπήσαν άγρια και τον άφησαν ημιθανή. Οι χριστιανοί τον μετέφεραν στο σπίτι της αδερφής του, Δάφνης, σε ένα χωριό μια ώρα από το Βελεστίνο. Για ένα διάστημα εργάστηκε στο χωριό Κανάλια βοηθώντας τους ψαράδες. Πολλές φορές δημιούργησε προβλήματα στους Τούρκους, ώστε να προκαλέσει την αντίδρασή τους και να πετύχει το μαρτύριο. Επέστρεψε για λίγο στο Άγιον Όρος, στη Μονή της μετανοίας του, όπου ανέλαβε πάλι εκκλησιάρχης.

KAL_MONH_KARAKALOU 026

ΓΕΔΕΩΝ

ΓΕΔΕΩΝ

Δύο μήνες αργότερα μετάνοιωσε, πήγε και βρήκε κρυφά τον πατέρα του κι εκείνος τον φυγάδεψε στο χωριό Κεραμίδι. Από εκεί μαζί με μερικούς τεχνίτες ταξίδεψε στην Κρήτη. Οι τεχνίτες τον κακομεταχειρίζονταν και το παιδί τούς άφησε κι αφού περιπλανήθηκε συνάντησε σε εξωκκλήσι έναν ιερέα, ο οποίος είχε χάσει τον γιο του και τού πρότεινε να τον υιοθετήσει. Έμεινε στο σπίτι του ιερέα τρία χρόνια. Ο ιερέας πέθανε κι ο νεαρός έφυγε για το Άγιον Όρος. Κατέληξε στην Ιερά Μονή Καρακάλλου, όπου εξομολογήθηκε, κοινώνησε και μετά από δύο μήνες εκάρη μοναχός παίρνοντας το όνομα Γεδεών. Οι πατέρες τού ανέθεσαν το διακόνημα του Εκκλησιάρχη. Το 1797 ο Γεδεών διορίστηκε μετοχιάρης, μαζί με τον προηγούμενο Γαβριήλ, στο μετόχι της Μεταμορφώσεως στην περιοχή του Ρεθύμνου στην Κρήτη. Μετά από έξι χρόνια επέστρεψε στο Μοναστήρι, όπου συνέχισε την άσκησή του. Έκλαιγε διαρκώς για την άρνηση της πίστης του.

Ο σταυρός στον τρούλο.

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΙΜΠΡΑΗΜ

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΙΜΠΡΑΗΜ

Οι γονείς του λέγονταν Αυγερινός και Κυράτζα, γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα κοντά στην Μακρυνίτσα του Πηλίου, πρώτος από οκτώ αδέρφια, το όνομά του ήταν Νικόλαος. Λόγω οικονομικών προβλημάτων η οικογένεια μετακόμισε σε άλλο χωριό και από εκεί ο Νικόλαος πήγε δώδεκα χρονών στο Βελεστίνο, όπου ένας ξάδερφος της μητέρας του είχε παντοπωλείο, να δουλέψει. Ένας Τούρκος που σύχναζε στο παντοπωλείο τον ζήτησε να πάει να μείνει στο σπίτι του, γιατί ο γιος του έλειπε στον πόλεμο. Αφού ο θείος του αρνήθηκε επανειλημμένα, ο Τούρκος τον πήρε τελικά με τη βία. Όταν επέστρεψε ο γιος από τον πόλεμο πρότεινε να εξισλαμίσουν τον μικρό Νικόλαο και να τον κρατήσουν. Καλοπιάνοντάς τον το πέτυχαν, δέχτηκε να κάνει περιτομή κι ο Νικόλαος ονομάστηκε Ιμπραήμ.

Η σελίδα του κώδικα 17 με το σημείωμα του καλλιγράφου Ισαάκ.

ΔΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ
ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ

ΔΙΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ

Ο ίδιος ο Ιάκωβος Μαλασπίνα εκθέτει τα γεγονότα με ακρίβεια, και με σαφώς φτωχότερη ορθογραφία, στο δικό του σημείωμα που ακολουθεί στο κάτω μέρος της σελίδας:
«εν ετη 7000 (1492)
το παρον ιερὸν ευαγγελιο ευρησκετε ηστας χηρ(ας)
ιακοβου του μαλασπινα το αγορασεν εν τη πο-
λη καὶ δια μνημοσινον του αυτου Ιακοβου και Γεοργίου
τον μακαρητο(ν) θελομεν ασφαλος να στ(ρ)αφη ης το
αγιο μοναστιριον και ήτις ενμποδισι ή βαστάξη το και δεν
το δοσι να εχη τας αρας το(ν) αγιο τρηακοσιο και οκτο θε-
οφορον πατερον και ηπο το αγιον ευπτα σινοδο(ν)
το αναθεμαν
+ ιάκοβος μαλασπίνας
ιηός αυτου Γεοργιος ν(υν) μακαρητης
(τ)ο παρον στελομεν το δια να εχου το μνημοσινον τους εἰς
την λειτουργίαν σας.»

Ανάγνωση και προσευχή.

ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ

ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΞΗ

Ο Ισαάκ βάζει τους μοναχούς και τους Αγίους Αποστόλους υπεύθυνους γα την φύλαξη του πολύτιμου βιβλίου που δωρίζει στην αδελφότητα, και απαγορεύει να χαριστεί, να πωληθεί, να ανταλλαχτεί ή να ιδιοποιηθεί κρυφά. Είναι συνήθεια στο Βυζάντιο ο δωρητής ενός βιβλίου να εφιστά στο τέλος την προσοχή στην ανάγκη διαφύλαξής του, συχνά με απειλές ἠ ακόμη και κατάρες. Ωστόσο, παρά τα μέτρα προφύλαξης που φρόντισε να λάβει ο γραφέας και δωρητής, το χειρόγραφο αφαιρέθηκε σε άγνωστη στιγμή και υπό άγνωστες συνθήκες από την βιβλιοθήκη του Μοναστηριού. Εντοπίστηκε όμως αργότερα, στην Πόλη, και ο άρχοντας Ιάκωβος Μαλασπίνας το αγόρασε το 1492 και το έστειλε πίσω στη Μονή, όπου ευτυχώς βρίσκεται ακόμη. Ένα δείγμα των σχέσεων που η Μονή συνέχισε να διατηρεί με εύπορους αριστοκράτες.

Η σελίδα του κώδικα 17 με το σημείωμα του καλλιγράφου Ισαάκ.

ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΙΑ

Αν και ο γραφέας είναι ο ίδιος, η διαφορά της γραφής ανάμεσα στο σημείωμα και στο κείμενο του χειρογράφου είναι τεράστια. Αυτό συμβαίνει γιατί το σημείωμα ακολουθεί φυσικά και αβίαστα τον γραφικό χαρακτήρα του Ισαάκ, ενώ το σώμα του κειμένου στο βιβλίο είναι καλλιγραφία, που εφαρμόζει μορφολογικές και αισθητικές νόρμες. Διακρίνονται και οι χαράξεις που ορίζουν τα περιθώρια, τους στίχους και τα διάστιχα κατά την προετοιμασία που φύλλου της περγαμηνής, που σήμερα θα ονομάζαμε σελιδοποίηση.

Σελίδα από τον κώδικα 17.

ΙΣΑΑΚ

ΙΣΑΑΚ

Το βιβλιογραφείο του Μοναστηριού έφτιαξε, ανάμεσα σε άλλα, και ένα ιδιαίτερα καλοφτιαγμένο Τετραευάγγελο, τον κώδικα αρ. 17 (20 στην αρίθμηση του Σπ. Λάμπρου). Τον κώδικα τον έγραψε ο καλλιγράφος μοναχός Ισαάκ, το 1289-90, επωμιζόμενος και τον κόπο και το κόστος των υλικών, για να προσφέρει το ευαγγέλιο στη Μονή. Στο τελευταίο φύλλο, σε ιδιόγραφο σημείωμά του, το εξηγεί ο ίδιος:
«τὸ παρὸν ἱερὸν εὐαγγέλιον ἐγράφη δι᾽ ἐξόδου καὶ σπουδῆς
καὶ ἀγάπης μη θέλοντο(ς) κτήσασθαι τοῦτο ἐμοῦ τοῦ ἀμαρτωλοῦ Ἰσαἀκ.
(Τοῦ)το δε προστίθηται καὶ ἀφιεροῦται τῇ ἁγιασμένῃ μονῇ τῶν Ἁγίων
ἐνδόξων καὶ πανευφήμων ἀποστόλων τοῦ Καρακάλλου...»

Σελίδα από χειρόγραφο της μονής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΕΙΟ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΕΙΟ

Η βιβλιοθήκη της μονής Καρακάλλου έχει 331 χειρόγραφους κώδικες (δεμένα βιβλία) που χρονολογούνται από τον 9ο μέχρι τον 18ο αιώνα και άλλους 400 από τον 19ο αιώνα και μετά. Την εποχή που τα βιβλία γράφονταν έντεχνα με το χέρι από καλλιγράφους, συνήθως σε φύλλα περγαμηνής (επεξεργασμένου δέρματος, συνήθως προβάτου), ήταν αντικείμενα σπάνια και πολύτιμα. Η μεγάλη αξία των χειρόγραφων βιβλίων οφειλόταν τόσο στο κόστος των υλικών, όσο και στον κόπο και την απαιτούμενη δεξιότητα του καλλιγράφου, αλλά και στο γεγονός ότι τα βιβλιογραφικά εργαστήρια ήταν λίγα. Στην Ιερά Μονή Καρακάλλου υπήρξε ένα τέτοιο βιβλιογραφείο.

Η θάλασσα από το Μοναστήρι.

ΚΑΙΡΟ ΕΙΧΑ
ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΨΩ

ΚΑΙΡΟ ΕΙΧΑ ΝΑ ΕΙΡΗΝΕΨΩ

Το 1923 ο Φώτης Κόντογλου επισκέπτεται γα πρώτη φορά το Άγιον Όρος, όπου περνάει δύο μήνες. Θα ακολουθήσουν πολλές ακόμα επισκέψεις. Γράφει: «...τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πῆγα στὸ μοναστῆρι τοῦ Καρακάλλου. Κ᾿ ἐκεῖ πέρασα πολὺ καλά· οἱ πατέρες μὲ εἴχανε σὰν δικό τους. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι κοινόβιο καὶ τότες εἴχανε ἡγούμενο ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Κοδρᾶτο, γέροντα ἥσυχον, εἰρηνικόν, ποιμένα ἀληθινόν, ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα. Ὁ ἀρσανᾶς τοῦ Καρακάλου ἤτανε ἐπίσημος, ἕνας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος ἀπάνω σ᾿ ἕναν βράχο. Κάθησα κ᾿ ἐκειπέρα κάμποσες μέρες.» Η περιγραφή θα ταίριαζε και στον σημερινό ηγούμενο της μονής, τον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο. Γράφει ακόμη από τη Μονή: «Κάθουμαι στὸ παραθύρι τοῦ κελιοῦ μου. Καιρὸ εἴχα νὰ εἰρηνέψω. Τὸ μάτι μου κατηφορίζει κατὰ τὴ θάλασσα, ποὺ δὲν εἶναι μακρύτερα απὸ μιὰ τουφεκιά. Ἀνάμεσα σὲ δυὸ βαθύσκιωτες καὶ καταπράσινες ράχες βλέπω τὰ κύματα ποὺ σκᾶνε, μὲ κάτασπρους ἀφροὺς καὶ μὲ βαρὺ βουητὰ, στὴν ἄκρη τῆς χαράδρας. Πιὸ δεξὰ, ἕνα φουντωτὸ βουναλάκι μοῦ κρύβει ὡς τὴ μέση τὸν πύργο τοῦ ἀρσανᾶ. Φαίνεται τὸ πάνου μέρος του, καὶ τὰ μπιντένια του μὲ κάνουνε νὰ στοχάζουμαι πὼς βρίσκουμαι σὲ χρόνια παλιά...»