Ο διαβαστής πάνω στον άμβωνα.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΟΙΝΗ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΟΙΝΗ

Τραπέζια στρωμένα εκατέρωθεν του διαδρόμου κι ένας μοναχός μας δείχνει σβέλτα τις θέσεις μας. Περιμένουμε όρθιοι τους ψάλτες που μπαίνουν μαζί με το τροπάριο του αγίου που γιορτάζει. Καθόμαστε κι αρχίζουμε να τρώμε ενώ ένας μοναχός διαβάζει με ήρεμη φωνή τον βίο του αγίου που γιορτάζει. Οι περισσότεροι τρώνε σιωπηλά και ακούν, και ο απλός και αλλοτινός λόγος της αφήγησης έχει μια ζεστή επίγευση καμένου ξύλου, που δένει με του φαγητού. Με ενοχλεί που ορισμένοι επισκέπτες λίγο πιο πέρα μιλούν δυνατά μεταξύ τους, χωρίς να συναισθάνονται ότι προεξέχουν. Όταν συναντιέσαι με την ησυχία, είναι ευκαιρία να αναλογιστείς για λίγο πόσο θόρυβο συνήθισες να κουβαλάς. Ο Μοναχός Μωυσής γράφει « Ἡ ἡσυχία καὶ ἡ σιωπὴ εἶναι δύο πολύτιμες πέτρες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Σ᾽ ἕνα κόσμο κι ἕνα αἰώνα ποὺ πολὺ θορυβεῖ καὶ φλυαρεῖ. Ἡ σιωπὴ τρομοκρατεῖ ὅσους θέλουν νὰ συναντηθοῦν μὲ ὅλους, ἐκτὸς τὸν ἑαυτό τους. »

Το κατζίον κατά τη διάρκεια της Τράπεζας

ΩΣ ΘΥΜΙΑΜΑ

ΩΣ ΘΥΜΙΑΜΑ

Περισυλλογή άγνωστης διάρκειας μέσα στη μυρωδιά, στο φως αλλά και στην ιδιότυπη υφή αιτιατότητας εκείνου του περίεργου κόσμου. Με επαναφέρουν απότομα τα κουδουνάκια του κατζίου που χτυπάνε στον ρυθμό του “Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου”, κι από τη μια στιγμή στην άλλη έχουμε γιορτή. “Εἰσάκουσόν μου Κύριε”, άμεση επίκληση και τολμηρή, απαίτηση οικεία, που όμως ακούγεται σαν τραγούδι ζωηρό, σχεδόν χαρούμενο. Ποιός μπορεί να μιλάει έτσι στον Θεό; Η μελωδία παίζει ακόμη μέσα μου, ενώ ο εσπερινός έχει πια τελειώσει και πηγαίνουμε προς την τράπεζα για το δείπνο.

Εσπερινός

ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ ΨΑΛΜΟΣ

ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟΣ ΨΑΛΜΟΣ

Ημίφως. Δύο αναμένες λαμπάδες και μερικά καντήλια φωτίζουν πρόσωπα ζωγραφισμένα. Ανάμεσα στα σκοτεινά τόξα μια φωνή διαβάζει: Ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον... ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῶα αὐτοῦ... ἄβυσσος ὡς ἱμάτιον τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ... ὁ εξαποστέλλων πηγὰς ἐν φάραγξιν, ἀνὰ μέσον τῶν ὀρέων διελεύσονται ὕδατα... Βρίσκομαι να ταξιδεύω σε μέρη απρόσμενα. Όλα τα κατοικεί και τα συντροφεύει εκείνος που τα έφτιαξε, ο ζωοδότης, φαίνεται να πιστεύει ο Δαβίδ. ...ἐπ᾽ αὐτὰ τὰ πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσει, ἐκ μέσου τῶν πετρῶν δώσουσι φωνήν... Χορτασθήσονται τα ξύλα του πεδίου, αἱ κέδροι τοῦ Λιβάνου, ἃς ἐφύτευσας... ὄρει τὰ ὑψηλὰ τοῖς ἐλάφοις, πέτρα καταφυγὴ τοῖς λαγωοῖς... ἔθου σκότος καὶ ἐγένετο νῦξ, ἐν αὐτῇ διελεύσονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ, σκύμνοι ὠρυόμενοι τοῦ ἁρπᾶσαι καὶ ζητῆσαι παρὰ τῷ Θεῷ βρῶσιν αὐτοῖς... αὔτη ἡ θάλασσα ἡ μεγάλη καὶ εὐρύχωρος, ...δράκων οὔτος ὃν ἔπλασας ἐμπαίζειν αὐτῇ... Ἀνοίξαντός σου τὴν χείραν, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, ἀποστρέψαντος δὲ σοῦ τὸ πρόσωπον, ταραχθήσονται... ὁ ἥλιος ἔγνω τὴν δύσην αὐτοῦ...Το σύμπαν ολόκληρο είναι ζωἠ και λόγος.

Η άλλοτε κάτω ή νότια αυλή, στο ύψος όπου ο τοίχος την χώριζε από την ψηλότερη βόρεια.

ΔΥΟ ΑΥΛΕΣ

ΔΥΟ ΑΥΛΕΣ

Διαβάζω πως το ανοιχτό τμήμα της αυλής, που είναι χαμηλώτερο, χωριζόταν ως τον 18ο αιώνα με τοίχο από το υψηλότερο, που περιβάλλει σαν διάδρομος στις τρεις πλευρές τον ναό, γιατί φιλοξενούσε κοσμικούς, εργάτες κλπ., ενώ οι μοναχοί κατοικούσαν το άλλο. Γι᾽ αυτά μας πληροφορεί ο γνωστός Ρώσος μοναχός περιηγητής Βασίλι Μπάρσκι, που περιέγραψε και σχεδίασε τη μονή το 1744. Το σήμαντρο όμως λέει πως ο εσπερινός είναι τώρα.

Ο τάφος του πατρός Βησσαρίωνος, ηγουμένου και νέου κτήτορα, στα νότια του καθολικού.

ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ

ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ

Ο αρχοντάρης μάς πληροφορεί πως ο εσπερινός είναι στις τρεις, καθότι χειμώνας, κι ύστερα Τράπεζα. Έχω λίγο χρόνο για περιδιάβαση. Στα νότια του ναού ένας τάφος που μοιάζει καινούριος επενδύει τη χαρά και την ειρήνη των δέντρων και των παρτεριών με την πατίνα του μεταφυσικού· όχι ακριβώς μελαγχολία, ίσως βάθος. Μαθαίνω πως ο τάφος φιλοξενεί τον πατέρα Βησσαρίωνα, που έγινε ο πρώτος ηγούμενος της αδελφότητας όταν αυτή ήρθε το 1992 από την Ξενοφώντος για να ξανακάνει το μοναστήρι κοινόβιο, και που κοιμήθηκε νέος. Από την σύντομη ζωή του ωστόσο, φαίνεται πως πολλοί εμπνεύστηκαν, το νιώθεις ακόμη έτσι όπως κοιμάται στο κέντρο του μοναστηριού.

Νερατζιά στην αυλή της Μονής.

ΕΙΡΗΝΗ

ΕΙΡΗΝΗ

Το φοβερό κάστρο φυλάει φροντισμένες νεραντζιές και ειρηνικά παρτέρια, ανατροπή σχεδόν περιπαικτική. Στο βάθος στη γωνία το αρχονταρίκι. Συνήθως το αρχονταρίκι ενός μοναστηριού δείχνει τον χαρακτήρα του. Εδώ, εκτός από τα ειωθότα, στους τοίχους έχει πίνακες σύχρονης ζωγραφικής που άλλοι εικονίζουν το μοναστήρι άλλοι όχι, στο τραπέζι τα έντυπα Θεόφιλος (στήριξη στην πολύτεκνη οικογένεια) και Φίλοι Φυλακισμένων, και στη γωνία μικρή βιβλιοθήκη. Ούτε αντίχριστοι, ούτε μακεδονίες, ούτε άλλα ανασφαλή. Πάλι καλά. Ο αγιορείτης Μοναχός Μωυσής είναι η παρέα μου στην επίσκεψη αυτή στο Όρος, μέσα από δύο μικρά βιβλία του: την Αγρυπνία στο Άγιον Όρος και το Αθωνικό Απόδειπνο. Τα βγάζω πάλι και τα ξεφυλλίζω μηχανικά.

Στο μονοπάτι.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
ΕΝΑ ΚΑΣΤΡΟ

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΕΝΑ ΚΑΣΤΡΟ

Περπάτησα ανατολικά και νότια ανατολικά από τις Καρυές, στον δρόμο προς την Ιβήρων, γιατί φοβήθηκα να ψάξω μονοπάτι. Μετά από ένα τέταρτο στο σταυροδρόμι έστριψα αριστερά. Είχα τον γίγαντα Άθωνα πίσω μου. Περνάει ακόμη μία ώρα και βλέπω χαμηλά μπροστά μου ένα μοναστήρι σφιχτό και οχυρό, βράχο πάνω στα βράχια της ακτής. Ένα βυζαντινό κάστρο, σκέφτομαι. Είκοσι λεπτά αργότερα περνώ κάτω από τον πύργο την σιδερένια του πύλη.