Πιστόλα, που λέγεται ότι ανήκε στον αγωνιστή Εμμ. Παππά. Βρέθηκε στο κελί του Ραβδούχου.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ‘21

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ‘21

Οι αγιορείτες υποστήριξαν με κάθε μέσο την επανάσταση του Εμμανουήλ Παππά στην Ανατολική Μακεδονία το 1821, παραχωρώντας ακόμα και τα κανόνια των πύργων. Η αποτυχία της άνοιξε για το Άγιον Όρος τον ασκό του Αιόλου. Το 1822 οθωμανικά στρατεύματα μπήκαν στον Άθωνα και εγκαταστάθηκαν στα Μοναστήρια, υποχρεώνοντας τους μοναχούς να μεριμνούν για τη συντήρησή τους. Σε έγγραφό τους το 1827 οι επίτροποι της Μονής προηγούμενος Θεόκλητος και γέρων Αγάπιος αναφέρουν: «Καθώς είναι γνωστόν τοις πάσιν, υστερούμεθα και τον επιούσιον άρτον». Οι περισσότεροι μοναχοί ωστόσο, όπως και των υπόλοιπων Μοναστηριών, είχαν ήδη εγκαταλείψει το Άγιον Όρος. Με πλοίο της Μονής πέρασαν στην Θάσο και μετά στην Σκόπελο, μεταφέροντας μαζί τους όλα τα κειμήλια, τα οποία κατέγραψαν και παρέδωσαν στους αρεοπαγίτες εκπροσώπους της Βουλής της Κορίνθου Δρόσο Μανσόλο και Κυριακό Τασίκα, ώστε να εκποιηθούν για τις ανάγκες του Αγώνα. Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών της Ελλάδος Κ. Νοταρά, το ασήμι και το χρυσάφι από τα λιωμένα κειμήλια της Μονής είχαν αξία 6.250 γρόσια. Όσα κειμήλια δεν χρησιμοποιήθηκαν μεταφέρθηκαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, απ᾽ όπου επιστράφηκαν το 1830, μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος, με ενέργειες του Ιωάννη Καποδίστρια.

Σταυρός με Τίμιο Ξύλο, γνωστός ως σταυρός του Ανδρονίκου Β´.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ

Η δήμευση των αγιορειτικών κτημάτων από τον σουλτάνο Σελίμ Β´ το 1568 ανάγκασε τα Μοναστήρια να δανειστούν υπέρογκα ποσά με επαχθείς όρους, ώστε να εξαγοράσουν εκ νέου τα μετόχια τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με εξαντλητικούς φόρους, προκάλεσε και στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία προσπάθησε να αντιμετωπίσει καταφεύγοντας σε ζητείες. Επιπλέον, η καταπάτηση του μεγάλου μετοχίου της στη Λήμνο το 1581, την ανάγκασε να πληρώσει 130.300 άσπρα (αργυρά νομίσματα) για την ανάκτησή του. Οι δωρεές χρημάτων αλλά και κτημάτων βοήθησαν στην ανάκαμψη κατά τον 17ο αιώνα. Το 1629, ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Αλέξανδρος προσέφερε ως μετόχι το μοναστήρι Κατσόρι. Έτσι εναλλάσσονταν το επόμενο διάστημα, ανάλογα με τις συγκυρίες, περίοδοι οικονομικού μαρασμού και ανάκαμψης.

Χαλκογραφία της Μονής.

ΧΟΡΗΓΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΒΛΑΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗ
ΜΟΛΔΑΒΙΑ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΛΑΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΛΔΑΒΙΑ

Ο μέγας λογοθέτης της Βλαχίας, Στάικος, σε έγγραφο του 1501 χαρακτηρίζεται ως νέος κτήτορας. Αρχίζει έτσι και για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος η σημαντική περίοδος χορηγιών από ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, που στήριξε τα αθωνικά κοινόβια, ειδικά κατά τον 16ο αιώνα, και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την σημερινή μορφή των κτιριακών συγκροτημάτων τους. Ένας άλλος σημαντικός ευεργέτης ήταν ο ηγεμόνας της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ Κραϊοβέσκου, που είναι γνωστός και από την κοντινή σχέση του με τον όσιο Νήφωνα και την δραστηριότητά του στην Ιερά Μονή Διονυσίου. Στον Ρουμάνικο βίο του χαρακτηρίζεται και ως κτήτορας των Ιερών Μονών Παντοκράτορος και Ιβήρων. Ο Βασίλι Μπάρσκι, ο ρώσος περιηγητής του 18ου αιώνα, αναφέρει ως τρίτο κτήτορα τον Μπάρμπουλου, ωστόσο δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να επιτρέπουν την ταύτισή του με κάποιον από τους ομώνυμους άρχοντες της εποχής. Ο μέγας βεστιάριος και λογοθέτης (1516-1523, 1539-1541) της Μολδαβίας, Γαβριήλ Τοτρουσιάνου, χρηματοδότησε το 1536/7 την επισκευή του βυζαντινού υδραγωγείου.

Θέα προς τα νότια, στο βάθος ο Άθως.

ΠΥΡΚΑΓΙΑ

ΠΥΡΚΑΓΙΑ

Το 1392, μια πυρκαγιά κατέστρεψε σημαντικό μέρος των κτιρίων, ανάμεσά τους και το αρχείο του Μοναστηριού. Εκτός από την απαραίτητη ανοικοδόμηση, οι πατέρες χρειάστηκε να καταπιαστούν και με την επανέκδοση των σημαντικότερων εγγράφων που διασφάλιζαν τα δίκαια του Μοναστηριού. Μεταξύ αυτών σώζονται σήμερα τρία χρυσόβουλλα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου, του 1393, 1394 και 1396, που επικυρώνουν τις κτήσεις του Μοναστηριού στην Λήμνο και την Ανατολική Μακεδονία. Ακολούθησαν τέσσερα σιγίλλια του οικουμενικού πατριάρχη Αντωνίου Δ: τα δύο επικυρώνουν την κυριότητα των μετοχίων στην Ανατολική Μακεδονία και την Λήμνο και τα άλλα δύο ρυθμίζουν ζητήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της Μονής από τον Πρώτο του Αγίου Όρους και τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, αλλά και με την ζωή της μοναστικής κοινότητας (π.χ. σχέσεις ηγουμένου-μοναχών).