Άγγελος Κυρίου συνομιλεί με τον όσιο Παχώμιο. Τοιχογραφία εντός του παρεκκλησίου Αγίου Γεωργίου.

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου διαθέτει δύο παρεκκλήσια: το βόρειο, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο και το νότιο, στον κτήτορα της μονής όσιο Παύλο και στον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Στον ευρύτερο χώρο εντός της μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ανθίμου Νικομηδείας, του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.

Το παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου.

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου διαθέτει δύο παρεκκλήσια: το βόρειο, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο και το νότιο, στον κτήτορα της μονής όσιο Παύλο και στον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Στον ευρύτερο χώρο εντός της μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ανθίμου Νικομηδείας, του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.

Ο τετράγωνος πύργος της Μονής.

ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

Στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου βρίσκονται δύο πύργοι, ο ένας είναι μέρος του μοναστηριακού οικοδομικού συγκροτήματος και ο άλλος είναι στην παραλία, λίγο πιο μακριά από τον αρσανά της μονής. Ο πρώτος εξ αυτών ιδρύθηκε το 1521/2 με έξοδα του ηγεμόνα της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ και του γιού του Θεοδοσίου, σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή. Κάποια στοιχεία υποδεικνύουν ότι το κτίριο αποπερατώθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό πύργο, ο οποίος παρ’ όλη την απλότητα της μορφής και του ελάχιστου διακόσμου των επιφανειών του, προδίδει τον επιμελή του σχεδιασμό. Έχει απλή τετράγωνη κάτοψη και είχε ξύλινα πατώματα και ξύλινη στέγη, στοιχεία που αντικαταστάθηκαν πριν από εξήντα περίπου χρόνια με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι σκάλες όμως της ενδοεπικοινωνίας των ορόφων δεν είναι ξύλινες αλλά κτιστές, διαμορφωμένες ευθύγραμμες μέσα στο πάχος του βόρειου τοίχου, ο οποίος προκύπτει έτσι να έχει μεγαλύτερο συνολικό πάχος από τους υπόλοιπους. Στη στάθμη της εισόδου, ψηλά στις τέσσερις γωνίες, σώζονται σφαιρικά τρίγωνα τα οποία χρησίμευαν για την έδραση ημισφαιρικού θόλου. Αυτό το στοιχείο δηλώνει ενδεχομένως κάποια αρχική πρόθεση να γίνει ο όροφος αυτός θολοσκέπαστος, ιδέα που μάλλον εγκαταλείφθηκε στη διάρκεια της κατασκευής. Εκτός από τις συνήθεις φωτιστικές σχισμές (ή τοξοθυρίδες), υπάρχουν αρκετά μεγάλα τοξωτά παράθυρα για τον φωτισμό των χώρων. Σε ορισμένους ορόφους του πύργου είχαν κατασκευαστεί εξ αρχής και ειδικά ανοίγματα για την εγκατάσταση κανονιών, όπως συνέβαινε και σε άλλα οχυρωματικά έργα της εποχής αυτής στο Άγιον Όρος. Η αμυντική δύναμη του πύργου συμπληρώνεται με ορισμένες καταχύστρες μεγάλων διαστάσεων, μία από τις οποίες βρίσκεται πάνω από την είσοδο, προστατεύοντάς την. Ο παραθαλάσσιος πύργος είναι μέρος ενός μικρού οχυρού κτιρίου, που ανακαινίστηκε πριν λίγα χρόνια. Ο μικρός περίβολος του οχυρού (ο μπαρμπακάς) είχε υλοποιηθεί σε δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, ενώ ο πύργος του δεν αποκλείεται να είναι και παλιότερος. Στην παλαιότερη φάση του μπαρμπακά, κάτω από τις δύο καταχύστρες (του βόρειου και του νότιου τοίχου), δεν αποκλείεται να υπήρχαν δύο κανονιοθυρίδες, θαμμένες σήμερα στη μεγάλη επίχωση του μνημείου.

Επιγραφή που περιγράφει τα περί της ανακαίνισης της Τράπεζας.

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Η Τράπεζα της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στα δυτικά του καθολικού, στη δυτική πτέρυγα του νέου περιβόλου της μονής, που προέκυψε ως μέρος της μεγάλης επέκτασης του οικοδομικού συγκροτήματος κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με μία μνημειακή κτητορική επιγραφή, που βρίσκεται πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου, το κτίριο ιδρύθηκε το 1820. Ο χώρος κατασκευάστηκε εξ αρχής με κάτοψη σε σχήμα Ταυ, καθιερώνοντας έτσι αυτόν τον τύπο αγιορειτικής τράπεζας, ο οποίος στα παλιότερα παραδείγματά του είχε προκύψει ως αποτέλεσμα προσαρμογών και διευρύνσεων. Η προηγούμενη Τράπεζα, πριν από την επέκταση, βρισκόταν στο πολυόροφο κτίριο της βορειοδυτικής γωνίας του παλιότερου οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής, που είχε ιδρυθεί στα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα. Από εκείνη την Τράπεζα σώζεται μέχρι σήμερα ο νότιος τοίχος. Η Τράπεζα του 1820 ανακαινίστηκε και εκσυγχρονίστηκε το 1890 – 1895, μαζί με τους ανώτερους ορόφους της δυτικής πτέρυγας. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το 1902 ολόκληρο το νοτιοδυτικό μέρος του περιβόλου της μονής, το εσωτερικό της Τράπεζας ανακαινίστηκε. Την επιστασία του έργου είχε αναλάβει ο «Αρχιτέκτων Χριστόδουλος Κορφιάτου εκ Σκοπέλου», όπως προκύπτει από το σχετικό «συμβόλαιον» που σώζεται στο αρχείο της Μονής. Στα ανακαινιστικά έργα του 1902/3 πρέπει να ανήκουν και οι μεταλλικές κατασκευές (κιονοστοιχίες, δοκοί και θολίσκοι της οροφής) στο εσωτερικό της Τράπεζας και στην ισόγεια στοά από έξω, προς τη μεριά του καθολικού. Περίτεχνοι σιδερένιοι στύλοι με μορφές ανάλογες με τους στύλους της στοάς ήταν συνηθισμένοι αυτή την εποχή στην Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκαν στο Άγιον Όρος από τους ρώσους μοναχούς. Αξιοσημείωτο είναι το λιτό μαρμάρινο δάπεδο, καθώς και η επίπλωση του χώρου με τα μαρμάρινα τραπέζια που φέρονται πάνω σε μαρμάρινους στύλους και τα καλοσχεδιασμένα ξύλινα καθίσματα.

Το καθολικό εξωτερικά.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

Το καθολικό της μονής Αγίου Παύλου τιμάται στην Υπαπαντή του Κυρίου. Είναι ένα από τα νεότερα καθολικά του Αγίου Όρους καθώς η οικοδόμησή του άρχισε το 1816, διεκόπη από τα δραματικά γεγονότα της Επανάστασης και ολοκληρώθηκε το 1844. Αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα των σχεδιαστικών και κατασκευαστικών δυνατοτήτων των αρχιτεκτόνων και των οικοδομικών συνεργείων των αρχών του 19ου αιώνα που δραστηριοποιούνται σε όλον τον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, εκφράζοντας με δυναμικό τρόπο μία εποχή οικονομικής αλλά και πνευματικής ανάτασης του Ελληνισμού. Πρόκειται για έναν εξολοκλήρου νέο ναό που χωροθετήθηκε σε διαφορετική θέση, νοτίως του παλαιότερου καθολικού που κατεδαφίστηκε. Απετέλεσε μέρος ενός ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος αναμόρφωσης και επέκτασης της Μονής κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Αποτελεί δείγμα μίας εξαιρετικής ναοδομικής δραστηριότητας, κατά την οποία κατασκευάζονται στο Άγιον Όρος, αλλά και αλλού, ναοί υψηλών προθέσεων που αναδιαπραγματεύονται τους παραδοσιακούς ναοδομικούς τύπους μέσα στο πνεύμα των αναζητήσεων των αρχιτεκτόνων της περιόδου εκείνης. Στους ναούς αυτούς συνυπάρχουν βασικά στοιχεία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής με τυπολογικά και μορφολογικά στοιχεία του ευρωπαϊκού και οθωμανικού μπαρόκ, καθώς και του αναφυόμενου νεοκλασικισμού, που ειδικά για τους Έλληνες εκφράζεται με την ιδέα της εθνικής αναγέννησης. Τυπολογικά, ο ναός αποτελεί μία παραλλαγή του αθωνικού τύπου με πολλές καινοτομίες. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η ενοποίηση του χώρου του κυρίως ναού με τον νάρθηκα, καθώς καταργείται ο μεταξύ τους διαχωριστικός τοίχος. Ο νάρθηκας διαμορφώνεται με επανάληψη της τυπολογίας του κυρίως ναού ως ένας σταυροειδής εγγεγραμμένος χώρος με τρούλο ίσης διαμέτρου με τον κεντρικό. Ο συνολικός σχεδιασμός του ναού είναι ενιαίος. Η δυτική κεραία του και τα γωνιακά της διαμερίσματα αποτελούν ταυτόχρονα την ανατολική κεραία του σταυροειδούς τρουλαίου νάρθηκα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται μία αίσθηση ευρυχωρίας, η οποία επιτείνεται από την χρήση των κιόνων, καθώς σε όλο το μήκος του ναού έχουμε πέντε ζεύγη κιόνων. Καινοτομία αποτελεί και η τοποθέτηση τρούλου στην ανατολική καμάρα, μπροστά από την κεντρική αψίδα του ιερού Βήματος, που εφαρμόστηκε αρχικά στα καθολικά των Ιερών Μονών Ξηροποτάμου και Ξενοφώντος. Ο τρούλος αυτός εδράζεται απευθείας στην καμάρα με έναν ευρηματικό τρόπο, άγνωστο στην οικοδομική της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Μικρότεροι τρούλοι υπάρχουν πάνω από την πρόθεση και το διακονικό, στα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα του νάρθηκα. Ο νάρθηκας περιβάλλεται από ανοικτό κιονοστήρικτο περίστωο σχήματος Π, που απολήγει σε δύο όμοια τρουλαία παρεκκλήσια. Οι κόγχες των δύο παρεκκλησίων ενσωματώνονται στους τοίχους των πλαγίων κογχών του κυρίως ναού. Συνολικά, το κτηριακό συγκρότημα του καθολικού διαθέτει εντυπωσιακά σύνθετη θολοδομία, η οποία κορυφώνεται σε εννέα συνολικά τρούλους. Είναι μία ιδιαίτερα απαιτητική κατασκευή που υλοποιήθηκε με υψηλές τεχνικές και κατασκευαστικές προδιαγραφές. Όλες οι εξωτερικές του επιφάνειες, εκτός από τους τρούλους, είναι καλυμμένες με λευκή πέτρα, ενώ ιδιαίτερα εκτεταμένη είναι η χρήση λαξευτών διακοσμητικών στοιχείων από λευκό μάρμαρο που ζωογονούν το κτίριο. Μαρμάρινες ταινίες περιβάλλουν τις θύρες και τα φωτιστικά ανοίγματα, καθώς και τα γείσα της οροφής. Επίσης, μία ταινία περιτρέχει τον ναό στη βάση της τοιχοποιίας, ορίζοντας μία κρηπίδα. Η χρήση του μαρμάρου κυριαρχεί και στο εσωτερικό του ναού στα βασικά αρχιτεκτονικά γλυπτά, τους κίονες και τα κιονόκρανα. Η χρήση του μάρμαρου επεκτείνεται και στον εξοπλισμό που φιλοτεχνήθηκε από τηνιακούς γλύπτες. Το τέμπλο και τα προσκυνητάρια είναι έργα του Ιω. Λυρίτη και ολοκληρώθηκαν το 1901. Τόσο ο πρωτοποριακός για την εποχή σχεδιασμός, όσο και η περίτεχνη υλοποίησή του κατατάσσουν το καθολικό της Μονής ανάμεσα στα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του ελληνισμού στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ο ναός παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς εντοίχιο διάκοσμο καθώς μετά την οικοδόμησή του δεν υπήρξαν οι κατάλληλες συνθήκες για να τοιχογραφηθεί. Εξαίρεση αποτελεί το νότιο παρεκκλήσιο, στον τρούλο του οποίου τοιχογραφήθηκε ο Χριστός Παντοκράτωρ περιβαλλόμενος από αγγελικές δυνάμεις. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη εργασία αγιορειτικού εργαστηρίου που πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η τοιχογραφία αυτή δείχνει ότι υπήρξε πρόθεση τοιχογράφησης του καθολικού η οποία, για άγνωστους λόγους, δεν είχε συνέχεια.