Το Κάθισμα Της Παναγίας.

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ
ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ

Στη Μονή υπάγονται δύο Καθίσματα, της Παναγίας στα βορειοδυτικά της, σε απόσταση 20΄ με τα πόδια, όπου εγκαταβίωνε ο όσιος Δομέτιος κατά τον 14ο αιώνα και το οποίο πρόσφατα ανακαινίσθηκε, και του Αγίου Προδρόμου επίσης στα βορειοδυτικά, όμως σε πιο κοντινή απόσταση, που σήμερα βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση και έχει ερειπωθεί. Τα δύο Καθίσματα απεικονίζονται σε χαλκογραφία του 1798. Στη Μονή ανήκουν επίσης έξι Ησυχαστήρια που βρίσκονται στην διαδρομή μέχρι τη Νέα Σκήτη. Αυτά είναι της Αγίας Τριάδος, του Δανιήλ, του Δαμασκηνού, του Ιωσήφ, το Ζαρκάδι και το Ησυχαστήριο Χαΐρι.

Μικρός διάδρομος εξωτερικά.

ΚΕΛΛΙΑ

ΚΕΛΛΙΑ

Σε έγγραφο του 1409 αναφέρεται πως ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σίμων, παραχώρησε στο μοναχό Θεόδουλο, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, το Κελλί του Σωτηριώτου, που ανήκε στο Πρωτάτο. Σε έγγραφο του 1423 ο ιερομόναχος Ευθύμιος ζήτησε και πήρε από τον Πρώτο Γεννάδιο το Κελλί του Θεοδόχου Συμεών, το επονομαζόμενο του Φιλογόνου, στην περιοχή των Καρυών, που ανήκε στο Πρωτάτο. Η Μονή επέστρεψε το Κελλί στο Πρωτάτο το 1456, σύμφωνα με έγγραφο του Πρώτου Σεραπίωνος. Το έτος 1661, η Μονή αγόρασε τέσσερα Κελλιά στις Καρυές. Σήμερα υπάγονται σε αυτή τρία Κελλιά στις Καρυές: α) του Αγίου Ανδρέα, που είναι το σημερινό Αντιπροσωπείο της, με ομώνυμο παρεκκλήσιο. Το 1867 πούλησε το Κελλί στον Μητροπολίτη πρώην Μοσχονησίων Καλλίνικο ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ευθύμιος, όπου εκοιμήθη και ετάφη στις 13-9-1891. Η Μονή αγόρασε ξανά το Κελλί το 1895. Εργασίες προστασίας και ανακαίνισης έγιναν το 1992 και 1993. β) το Κελλί των Αγίων Θεοδώρων, εκατό μέτρα βορειοδυτικά του Αντιπροσωπείου, όπου επίσης έχουν γίνει σημαντικές εργασίες επισκευής και συντήρησης των εσωτερικών χώρων του. Υπάρχει μαρτυρία πως το 1824 η Μονή αναγκάστηκε να το πουλήσει λόγω δυσβάσταχτων χρεών της. γ) το Κελλί της Υπαπαντής, για το οποίο σε έγγραφο του 1456 αναφέρεται ότι ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σεραπίων το παραχώρησε στον ιερομόναχο Ιάκωβο και τους άλλους μοναχούς. Υπάρχει ωστόσο και παλαιότερη αναφορά, του 1423, σε έγγραφο του Σέρβου δεσπότη Στεφάνου, που αναφέρεται ως Κελλί του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου, το επιλεγόμενο του Φιλογόνου, που ταυτίζεται με το Κελλί της Υπαπαντής και παραχωρήθηκε από τον Πρώτο του Αγίου Όρους, ιερομόναχο Μαλαχία. Τη δεκαετία 1880-1890 το Κελλί ανακαινίσθηκε εκ βάθρων.

Θέα προς τη θάλασσα. Διακρίνεται η Σιθωνία.

Η ΣΚΗΤΗ
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ονομάζεται και Σκήτη του Λάκκου ή Λακκοσκήτη, βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους και σε υψόμετρο 280 μέτρων με πυκνή βλάστηση, στο μέσον της απόστασης της Ιεράς Μονής Καρακάλου και της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, σε απόσταση μιάμισης ώρας από την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Οι καλύβες της Σκήτης απλώνονται σε ένα άγριο φαράγγι που σχηματίζει ο χείμαρρος της Μορφονούς, μεταξύ του Αντιάθωνα και του Μικρού Άθω. Η Σκήτη βρίσκεται κοντά στην Μονή των Αμαλφηνών, που καταργήθηκε τον 11ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Σκήτη ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα. Στις αρχές του 14ου αιώνος εγκαταβιούσαν εκεί Σέρβοι μοναχοί, που λόγω οφειλών προς τη Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, αναγκάστηκαν να της παραχωρήσουν την περιοχή μαζί με την Σκήτη. Στα τέλη του 14ου αιώνα η Σκήτη παραχωρήθηκε στη Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Οι Σέρβοι μοναχοί εγκαταβιούσαν στη Σκήτη μέχρι τον 17ο αιώνα, σύμφωνα με επιγραφή του 1606 που βρέθηκε στην Καλύβα του Αγίου Νικολάου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά μαρτυρείται η παρουσία Μολδαβών στη Σκήτη. Το 1754 η Σκήτη ερημώθηκε και ανασυστάθηκε το 1760 από το Μολδαβό μοναχό Δανιήλ. Την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι μοναχοί από τη Μολδαβία μειώθηκαν και άρχισαν να επιστρέφουν μετά το 1830. Η ανέγερση του Κυριακού του Αγίου Δημητρίου ξεκίνησε το 1898 και ολοκληρώθηκε το 1899. Το 1904 είχε κτισθεί η Λητή και το Κωδωνοστάσιο. Το 1849 κτίστηκε ο ναός του Κοιμητηρίου, της Αγίας Σκέπης, από τον Μολδαβό μοναχό Ιάκωβο. Στο Κυριακό υπάρχει το αρχονταρίκι, η Τράπεζα και άλλα κτίρια, ενώ γίνονται εργασίες αποκατάστασής του. Μετά από μία μεγάλη κρίση στα μέσα του 1990, που ο αριθμός των μοναχών μειώθηκε δραματικά, σήμερα στη Σκήτη, που έχει 24 καλύβες, κατοικούνται μόνο οι 5, κυρίως από Ρουμάνους μοναχούς: της Αγίας Σκέπης, του Ευαγγελισμού, του Αγίου Νικολάου, της Υπαπαντής και των Αγίων Αρχαγγέλων.

Η Νέα Σκήτη.

Η ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

Η ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

Τιμώμενη στο Γενέσιον της Θεοτόκου, βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, σε επικλινή τοποθεσία στην νοτιανατολική πλευρά του Άθω. Η απόστασή της από την Μονή δεν ξεπερνά τα 30 λεπτά πεζή. Υπάρχουν συγκεχυμένες μαρτυρίες πως τον 10ο αιώνα ήταν κτισμένη ψηλότερα, έφερε την ονομασία του Βενεδίκτου ή του Σταυρού και το Κυριακό της ήταν στη θέση της σημερινής Καλύβης των Αγίων Αναργύρων. Το 2ο μισό του 11ου αιώνα η Σκήτη μεταφέρθηκε προς τη θάλασσα και το Κυριακό της οικοδομήθηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται η Καλύβη της Υπαπαντής. Εκείνη την περίοδο, επί Κομνηνών, κτίστηκε και ο οχυρωματικός Πύργος, όπου υπήρχε παρεκκλήσιο της Αγίας Άννης, το οποίο λειτουργούσε μέχρι το 1950. Η Σκήτη ονομαζόταν και Σκήτη του Πύργου, όπως τη συναντούμε σε χειρόγραφο του 1756 και σε αντίγραφο χειρογράφου του 1814, και εκτιμάται πως είχε αυτό το όνομα μέχρι το 1819, οπότε και έλαβε την ονομασία Νέα Σκήτη ή Σκήτη της Θεοτόκου. Ωστόσο, σε χειρόγραφα της Σκήτης αναφέρεται σε σιγγίλιο του Πατριάρχη Κυπριανού, του 1709, ως Νέα Σκήτη, παρόλο που ιδρύθηκε το 1753, με άδεια από τη Μονή. Η παραπάνω πληροφορία προέρχεται από χειρόγραφα του Κυριακού. Το 1819 η Νέα Σκήτη με σιγγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ κατοχυρώθηκε στη Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Η σημερινή μορφή της Σκήτης ιστορείται από το 1850 και μετά.
Το Κυριακό της Σκήτης είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου και η ανέγερση του ξεκίνησε το 1730 και ολοκληρώθηκε το 1757 με δωρεά κατοίκων των Ιωαννίνων. Φέρει νάρθηκα και εξωνάρθηκα και είναι ιστορημένος με τοιχογραφίες. Φέρει ξυλόγλυπτη Αγία Τράπεζα. Το 1901 κτίστηκε στο Κυριακό το Παρεκκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου ετάφησαν οι αρχιερείς Θεοφάνης Λακεδαιμονίας, Βησσαρίων Ραψάνης και Γεράσιμος Χαλεπίου. Στο προαύλιο του Κυριακού βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός των Αγίων Πάντων και λίγο πιο πέρα το οστεοφυλάκιο.
Στη Βιβλιοθήκη του Κυριακού φυλάσσονται χειρόγραφα, αντίγραφα του 19ου αιώνα του γνωστού αντιγραφέα και λόγιου μοναχού Ιακώβου και έντυπα βιβλία. Στο Σκευφυλάκιο φυλάσσονται εικόνες, άμφια, σταυροί, εγκόλπια, ράβδοι και ιερά λείψανα αγίων.
Η Νέα Σκήτη έχει περίπου 30 Καλύβες, με μικρό ναό στις περισσότερες από αυτές και μικρή έκταση γης. Εκεί εγκαταβιούν περί τους 60 μοναχούς. Τα εργόχειρα των μοναχών είναι η αγιογραφία, με σπουδαίους τους Κυριλλαίους, του Αβραμαίους, τους Σπυριδωναίους, η ξυλογλυπτική, η χρυσοχοΐα και οι αγροτικές εργασίες, κυρίως η καλλιέργεια εσπεριδοειδών.
Σημαντικοί άγιοι και ασκητές που εγκαταβίωσαν στην Σκήτη ήταν ο οσιομάρτυς Παχώμιος από τη Βόρειο Ήπειρο, ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο άγιος Ιλαρίων ο Νέος ο Ιβηρίτης, και από τον κύκλο των Κολλυβάδων ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Κύριλλος ο Φιλόσοφος, ο Αθανάσιος από το Μεσολόγγι κ.ά.


Άγγελος Κυρίου συνομιλεί με τον όσιο Παχώμιο. Τοιχογραφία εντός του παρεκκλησίου Αγίου Γεωργίου.

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου διαθέτει δύο παρεκκλήσια: το βόρειο, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο και το νότιο, στον κτήτορα της μονής όσιο Παύλο και στον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Στον ευρύτερο χώρο εντός της μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ανθίμου Νικομηδείας, του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.

Το παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου.

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ

Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου διαθέτει δύο παρεκκλήσια: το βόρειο, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο και το νότιο, στον κτήτορα της μονής όσιο Παύλο και στον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Στον ευρύτερο χώρο εντός της μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ανθίμου Νικομηδείας, του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.

Ο τετράγωνος πύργος της Μονής.

ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

Στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου βρίσκονται δύο πύργοι, ο ένας είναι μέρος του μοναστηριακού οικοδομικού συγκροτήματος και ο άλλος είναι στην παραλία, λίγο πιο μακριά από τον αρσανά της μονής. Ο πρώτος εξ αυτών ιδρύθηκε το 1521/2 με έξοδα του ηγεμόνα της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ και του γιού του Θεοδοσίου, σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή. Κάποια στοιχεία υποδεικνύουν ότι το κτίριο αποπερατώθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό πύργο, ο οποίος παρ’ όλη την απλότητα της μορφής και του ελάχιστου διακόσμου των επιφανειών του, προδίδει τον επιμελή του σχεδιασμό. Έχει απλή τετράγωνη κάτοψη και είχε ξύλινα πατώματα και ξύλινη στέγη, στοιχεία που αντικαταστάθηκαν πριν από εξήντα περίπου χρόνια με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι σκάλες όμως της ενδοεπικοινωνίας των ορόφων δεν είναι ξύλινες αλλά κτιστές, διαμορφωμένες ευθύγραμμες μέσα στο πάχος του βόρειου τοίχου, ο οποίος προκύπτει έτσι να έχει μεγαλύτερο συνολικό πάχος από τους υπόλοιπους. Στη στάθμη της εισόδου, ψηλά στις τέσσερις γωνίες, σώζονται σφαιρικά τρίγωνα τα οποία χρησίμευαν για την έδραση ημισφαιρικού θόλου. Αυτό το στοιχείο δηλώνει ενδεχομένως κάποια αρχική πρόθεση να γίνει ο όροφος αυτός θολοσκέπαστος, ιδέα που μάλλον εγκαταλείφθηκε στη διάρκεια της κατασκευής. Εκτός από τις συνήθεις φωτιστικές σχισμές (ή τοξοθυρίδες), υπάρχουν αρκετά μεγάλα τοξωτά παράθυρα για τον φωτισμό των χώρων. Σε ορισμένους ορόφους του πύργου είχαν κατασκευαστεί εξ αρχής και ειδικά ανοίγματα για την εγκατάσταση κανονιών, όπως συνέβαινε και σε άλλα οχυρωματικά έργα της εποχής αυτής στο Άγιον Όρος. Η αμυντική δύναμη του πύργου συμπληρώνεται με ορισμένες καταχύστρες μεγάλων διαστάσεων, μία από τις οποίες βρίσκεται πάνω από την είσοδο, προστατεύοντάς την. Ο παραθαλάσσιος πύργος είναι μέρος ενός μικρού οχυρού κτιρίου, που ανακαινίστηκε πριν λίγα χρόνια. Ο μικρός περίβολος του οχυρού (ο μπαρμπακάς) είχε υλοποιηθεί σε δύο τουλάχιστον οικοδομικές φάσεις τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, ενώ ο πύργος του δεν αποκλείεται να είναι και παλιότερος. Στην παλαιότερη φάση του μπαρμπακά, κάτω από τις δύο καταχύστρες (του βόρειου και του νότιου τοίχου), δεν αποκλείεται να υπήρχαν δύο κανονιοθυρίδες, θαμμένες σήμερα στη μεγάλη επίχωση του μνημείου.

Επιγραφή που περιγράφει τα περί της ανακαίνισης της Τράπεζας.

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Η Τράπεζα της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου βρίσκεται στα δυτικά του καθολικού, στη δυτική πτέρυγα του νέου περιβόλου της μονής, που προέκυψε ως μέρος της μεγάλης επέκτασης του οικοδομικού συγκροτήματος κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με μία μνημειακή κτητορική επιγραφή, που βρίσκεται πάνω από το υπέρθυρο της εισόδου, το κτίριο ιδρύθηκε το 1820. Ο χώρος κατασκευάστηκε εξ αρχής με κάτοψη σε σχήμα Ταυ, καθιερώνοντας έτσι αυτόν τον τύπο αγιορειτικής τράπεζας, ο οποίος στα παλιότερα παραδείγματά του είχε προκύψει ως αποτέλεσμα προσαρμογών και διευρύνσεων. Η προηγούμενη Τράπεζα, πριν από την επέκταση, βρισκόταν στο πολυόροφο κτίριο της βορειοδυτικής γωνίας του παλιότερου οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής, που είχε ιδρυθεί στα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα. Από εκείνη την Τράπεζα σώζεται μέχρι σήμερα ο νότιος τοίχος. Η Τράπεζα του 1820 ανακαινίστηκε και εκσυγχρονίστηκε το 1890 – 1895, μαζί με τους ανώτερους ορόφους της δυτικής πτέρυγας. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το 1902 ολόκληρο το νοτιοδυτικό μέρος του περιβόλου της μονής, το εσωτερικό της Τράπεζας ανακαινίστηκε. Την επιστασία του έργου είχε αναλάβει ο «Αρχιτέκτων Χριστόδουλος Κορφιάτου εκ Σκοπέλου», όπως προκύπτει από το σχετικό «συμβόλαιον» που σώζεται στο αρχείο της Μονής. Στα ανακαινιστικά έργα του 1902/3 πρέπει να ανήκουν και οι μεταλλικές κατασκευές (κιονοστοιχίες, δοκοί και θολίσκοι της οροφής) στο εσωτερικό της Τράπεζας και στην ισόγεια στοά από έξω, προς τη μεριά του καθολικού. Περίτεχνοι σιδερένιοι στύλοι με μορφές ανάλογες με τους στύλους της στοάς ήταν συνηθισμένοι αυτή την εποχή στην Ευρώπη και χρησιμοποιήθηκαν στο Άγιον Όρος από τους ρώσους μοναχούς. Αξιοσημείωτο είναι το λιτό μαρμάρινο δάπεδο, καθώς και η επίπλωση του χώρου με τα μαρμάρινα τραπέζια που φέρονται πάνω σε μαρμάρινους στύλους και τα καλοσχεδιασμένα ξύλινα καθίσματα.

Το καθολικό εξωτερικά.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

Το καθολικό της μονής Αγίου Παύλου τιμάται στην Υπαπαντή του Κυρίου. Είναι ένα από τα νεότερα καθολικά του Αγίου Όρους καθώς η οικοδόμησή του άρχισε το 1816, διεκόπη από τα δραματικά γεγονότα της Επανάστασης και ολοκληρώθηκε το 1844. Αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα των σχεδιαστικών και κατασκευαστικών δυνατοτήτων των αρχιτεκτόνων και των οικοδομικών συνεργείων των αρχών του 19ου αιώνα που δραστηριοποιούνται σε όλον τον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, εκφράζοντας με δυναμικό τρόπο μία εποχή οικονομικής αλλά και πνευματικής ανάτασης του Ελληνισμού. Πρόκειται για έναν εξολοκλήρου νέο ναό που χωροθετήθηκε σε διαφορετική θέση, νοτίως του παλαιότερου καθολικού που κατεδαφίστηκε. Απετέλεσε μέρος ενός ευρύτερου οικοδομικού προγράμματος αναμόρφωσης και επέκτασης της Μονής κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Αποτελεί δείγμα μίας εξαιρετικής ναοδομικής δραστηριότητας, κατά την οποία κατασκευάζονται στο Άγιον Όρος, αλλά και αλλού, ναοί υψηλών προθέσεων που αναδιαπραγματεύονται τους παραδοσιακούς ναοδομικούς τύπους μέσα στο πνεύμα των αναζητήσεων των αρχιτεκτόνων της περιόδου εκείνης. Στους ναούς αυτούς συνυπάρχουν βασικά στοιχεία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής με τυπολογικά και μορφολογικά στοιχεία του ευρωπαϊκού και οθωμανικού μπαρόκ, καθώς και του αναφυόμενου νεοκλασικισμού, που ειδικά για τους Έλληνες εκφράζεται με την ιδέα της εθνικής αναγέννησης. Τυπολογικά, ο ναός αποτελεί μία παραλλαγή του αθωνικού τύπου με πολλές καινοτομίες. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η ενοποίηση του χώρου του κυρίως ναού με τον νάρθηκα, καθώς καταργείται ο μεταξύ τους διαχωριστικός τοίχος. Ο νάρθηκας διαμορφώνεται με επανάληψη της τυπολογίας του κυρίως ναού ως ένας σταυροειδής εγγεγραμμένος χώρος με τρούλο ίσης διαμέτρου με τον κεντρικό. Ο συνολικός σχεδιασμός του ναού είναι ενιαίος. Η δυτική κεραία του και τα γωνιακά της διαμερίσματα αποτελούν ταυτόχρονα την ανατολική κεραία του σταυροειδούς τρουλαίου νάρθηκα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται μία αίσθηση ευρυχωρίας, η οποία επιτείνεται από την χρήση των κιόνων, καθώς σε όλο το μήκος του ναού έχουμε πέντε ζεύγη κιόνων. Καινοτομία αποτελεί και η τοποθέτηση τρούλου στην ανατολική καμάρα, μπροστά από την κεντρική αψίδα του ιερού Βήματος, που εφαρμόστηκε αρχικά στα καθολικά των Ιερών Μονών Ξηροποτάμου και Ξενοφώντος. Ο τρούλος αυτός εδράζεται απευθείας στην καμάρα με έναν ευρηματικό τρόπο, άγνωστο στην οικοδομική της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Μικρότεροι τρούλοι υπάρχουν πάνω από την πρόθεση και το διακονικό, στα δυτικά γωνιακά διαμερίσματα του νάρθηκα. Ο νάρθηκας περιβάλλεται από ανοικτό κιονοστήρικτο περίστωο σχήματος Π, που απολήγει σε δύο όμοια τρουλαία παρεκκλήσια. Οι κόγχες των δύο παρεκκλησίων ενσωματώνονται στους τοίχους των πλαγίων κογχών του κυρίως ναού. Συνολικά, το κτηριακό συγκρότημα του καθολικού διαθέτει εντυπωσιακά σύνθετη θολοδομία, η οποία κορυφώνεται σε εννέα συνολικά τρούλους. Είναι μία ιδιαίτερα απαιτητική κατασκευή που υλοποιήθηκε με υψηλές τεχνικές και κατασκευαστικές προδιαγραφές. Όλες οι εξωτερικές του επιφάνειες, εκτός από τους τρούλους, είναι καλυμμένες με λευκή πέτρα, ενώ ιδιαίτερα εκτεταμένη είναι η χρήση λαξευτών διακοσμητικών στοιχείων από λευκό μάρμαρο που ζωογονούν το κτίριο. Μαρμάρινες ταινίες περιβάλλουν τις θύρες και τα φωτιστικά ανοίγματα, καθώς και τα γείσα της οροφής. Επίσης, μία ταινία περιτρέχει τον ναό στη βάση της τοιχοποιίας, ορίζοντας μία κρηπίδα. Η χρήση του μαρμάρου κυριαρχεί και στο εσωτερικό του ναού στα βασικά αρχιτεκτονικά γλυπτά, τους κίονες και τα κιονόκρανα. Η χρήση του μάρμαρου επεκτείνεται και στον εξοπλισμό που φιλοτεχνήθηκε από τηνιακούς γλύπτες. Το τέμπλο και τα προσκυνητάρια είναι έργα του Ιω. Λυρίτη και ολοκληρώθηκαν το 1901. Τόσο ο πρωτοποριακός για την εποχή σχεδιασμός, όσο και η περίτεχνη υλοποίησή του κατατάσσουν το καθολικό της Μονής ανάμεσα στα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του ελληνισμού στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ο ναός παραμένει μέχρι σήμερα χωρίς εντοίχιο διάκοσμο καθώς μετά την οικοδόμησή του δεν υπήρξαν οι κατάλληλες συνθήκες για να τοιχογραφηθεί. Εξαίρεση αποτελεί το νότιο παρεκκλήσιο, στον τρούλο του οποίου τοιχογραφήθηκε ο Χριστός Παντοκράτωρ περιβαλλόμενος από αγγελικές δυνάμεις. Πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη εργασία αγιορειτικού εργαστηρίου που πραγματοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η τοιχογραφία αυτή δείχνει ότι υπήρξε πρόθεση τοιχογράφησης του καθολικού η οποία, για άγνωστους λόγους, δεν είχε συνέχεια.

Στιγμιότυπο από τον εσωτερικό περίβολο της Μονής.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ

Στη διάρκεια της παλιότερης ιστορίας της και πριν από την επέκταση, η Μονή είχε πολύ μικρότερο μέγεθος. Είχε αναπτυχθεί σταδιακά, στριμωγμένη πάνω σε μια σειρά τριών διαδοχικών υψίκορμων βράχων στην πλαγιά του βουνού, που έστεκαν όρθιοι και σχεδόν ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον. Η διάταξη αυτή παρουσιάζεται στο σχέδιο του Ρώσου μοναχού – περιηγητή Βασιλείου Μπάρσκι, που εκπόνησε κατά το δεύτερο ταξίδι του στο Άγιον Όρος το 1744, ακόμα και σήμερα ορατή από την εξωτερική πλευρά της βόρειας πτέρυγας, απέναντι από τη βαθιά και απόκρημνη ρεματιά. Πάνω στον τρίτο βράχο, προς τα ανατολικά, στέκει ως σήμερα ο μεγάλος πύργος της μονής, ενώ ένας τέταρτος βράχος ανάλογου μεγέθους βρίσκεται λίγο πιο πέρα προς ανατολάς, έξω από τον περίβολο. Η πρώτη εγκατάσταση των μοναχών στα τέλη του 10ου αιώνα, όταν το ίδρυμα ήταν γνωστό ως «Ξηροποτάμου», ή «Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου του κυρού Παύλου», φαίνεται πως είχε γίνει στο μεσαίο βράχο, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται σήμερα το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, έργο του 16ου αιώνα. Το σημερινό μέγεθος του περιβόλου της Μονής είναι το αποτέλεσμα μιας πολύ μεγάλης επέκτασης, τα κτίρια της οποίας υλοποιήθηκαν με διαδοχικές ανακατασκευές καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 20ου. Ως τότε, το οικοδομικό συγκρότημα της μονής περιοριζόταν στην έκταση που καταλαμβάνει περίπου η βόρεια πλευρά του σημερινού περιβόλου, από τη βορειοδυτική γωνία ως τον πύργο. Η επέκταση άρχισε το 1816, με τη φροντίδα του αρχιμανδρίτη Ανθίμου Αγιοπαυλίτη με την κατασκευή του τείχους και της μεγάλης δυτικής πτέρυγας, η οποία περιλάμβανε νέα Τράπεζα και παρεκκλήσια, αλλά είχε τότε ξυλόπηκτους τους ανώτερους ορόφους της. Το 1819-20 είχε κτιστεί και το σημερινό κωδωνοστάσιο. Kατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα έγιναν εκτεταμένες ανακατασκευές και προσθήκες στο βορειοδυτικό μέρος της μονής, από τον κτηριακό όγκο που περιέχει το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου, στην κορυφή της βόρειας πτέρυγας, μέχρι και μετά το μέσον της δυτικής πτέρυγας. Τέλος, η δυτική και η νότια πτέρυγα καταστράφηκαν από πυρκαγιά το 1902 και στη συνέχεια ανακατασκευάστηκαν με τη μορφή που έχουν σήμερα. Τα έργα αυτά σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν με μία ακαδημαϊκή αρχιτεκτονική προσέγγιση, επηρεασμένα από τα εκλεκτικιστικά ρεύματα της εποχής τους, όπως συνέβαινε τότε σ’ όλες τις μονές του Αγίου Όρους. Αυτό είναι πιο πολύ αισθητό στο τελευταίο έργο των πρώτων χρόνων του 20ου αιώνα, όπου οι όψεις των κτιρίων που βρίσκονται γύρω από το πλάτωμα της εισόδου της Μονής σχεδιάστηκαν με ένα επιβλητικό, αλλά συγκρατημένο, λιτό και βαρύ κλασσικιστικό ύφος, ιδιαίτερα ο πυργοειδής όγκος πάνω από την είσοδο. Στα τέλη του πρώτου μισού του 15ου αιώνα χτίστηκε ένα νέο, τότε, καθολικό στη μονή, που τοιχογραφήθηκε το 1446/7 και αφιερώθηκε στη Θεοτόκο και στον Άγιο Γεώργιο. Ο ναός εκείνος βρισκόταν στην ανώτερη στάθμη ενός τριώροφου κτηρίου που προστέθηκε έξω από τη νότια πλευρά του προϋπάρχοντος συγκροτήματος, στο ισόγειο του οποίου διαμορφώθηκε τότε και η είσοδος της Μονής. Το τριώροφο κτίριο με το καθολικό του 15ου αιώνα επέζησε ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα και παριστάνεται σε δύο πολύ αξιόπιστες απεικονίσεις, του 1744 και του 1835. Πρόσφατες ανασκαφές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αποκάλυψαν τη νοτιοανατολική γωνία του κτηρίου στην αυλή της Μονής, στα βορειοδυτικά του σημερινού καθολικού. Το 1521/2 κτίστηκε ο μεγάλος πύργος της μονής και αποπερατώθηκε αργότερα, μέσα στον 16ο αιώνα. Αμέσως μετά τον πύργο πρέπει να έγινε και ο μικρός οχυρός περίβολος (μπαρμπακάς) μπροστά από την είσοδο του πύργου, στα δυτικά του. Από τον μπαρμπακά (που φαίνεται ολόκληρος στο σχέδιο του Μπάρσκι το 1744) σώζεται σήμερα ολόκληρο το βόρειο τείχος και κάποια υπολείμματα από το νότιο. Την ίδια περίπου εποχή, λίγο πριν από τα μέσα του 16ου αιώνα, πρέπει να διαμορφώθηκε και το διώροφο μικρό κτίριο με το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου πάνω στην κορυφή του βράχου, ενσωματώνοντας παλιότερες κατασκευές που υπήρχαν στην ίδια θέση. Το παρεκκλήσιο είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες του 16ου αιώνα που μπορούν να χρονολογηθούν στο έτος 1552. Το μικρό φρούριο, που βρίσκεται στην παραλία, σε μικρή απόσταση από τον αρσανά της μονής, ανήκει και αυτό στα πρώιμα μεταβυζαντινά χρόνια (15ος -16ος αι.) και υλοποιήθηκε σε δύο τουλάχιστον φάσεις, ενώ ο πύργος του δεν αποκλείεται να είναι και παλιότερος. Στα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα ιδρύθηκε το πολυώροφο κτίριο που καταλαμβάνει σήμερα την βορειοδυτική γωνία της μονής, αλλά λίγο χαμηλότερο απ’ ότι σήμερα. To κτίριο περιλάμβανε τότε μία νέα Τράπεζα, της οποίας σώζεται μέχρι σήμερα ο νότιος τοίχος, ενσωματωμένος στα ανακαινιστικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα. Σημειώνουμε, τέλος, το σύγχρονο κτίριο του Σκευοφυλακείου που προστέθηκε το 2015 στο βορειοανατολικό μέρος της αυλής του μοναστηριού, ανάμεσα στο καθολικό και τον πύργο.