Σκεπαστός διάδρομος.

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Η Βιβλιοθήκη της Μονής, αποτελούμενη από περίπου 450 χειρόγραφα και περισσότερα από 3500 έντυπα βιβλία, στεγάζεται σήμερα στον δεύτερο όροφο του ανακαινισμένου Πύργου. Στη Μονή μαρτυρείται η λειτουργία βιβλιογραφικού εργαστηρίου ευθύς αμέσως μετά την ίδρυσή της, γεγονός που πιστοποιείται και από τις ειδικά διαμορφωμένες κόγχες στον Πύργο, που εξυπηρετούσαν την εργασία ενός κωδικογράφου. Η λειτουργία του υπήρξε άλλοτε συστηματική και άλλοτε σποραδική, αναλόγως με τις ιστορικές συγκυρίες. Κατά τον 16ο αιώνα στην παντοκρατορινή Καλύβη του Αγίου Βασιλείου στην Καψάλα συνέχισε το βιβλιογραφικό του έργο ο όσιος Θεόφιλος ο μυροβλύτης, κατά την τελευταία περίοδο του βίου του. Η Βιβλιοθήκη της Μονής διαθέτει σήμερα αρκετά σπάνια, εξαιρετικής τέχνης και σπουδαιότητας βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα. Αξίζει να σημειωθεί ότι 68 κώδικες είναι περγαμηνοί, ενώ φυλάσσονται και τρία περγαμηνά ειλητάρια του 14ου αιώνος, καθώς και τέσσερις βομβύκινοι κώδικες. Φυλάσσονται επίσης 9 αραβικά χειρόγραφα και μερικοί ρουμανικοί μουσικοί κώδικες. Μνημονεύουμε ιδιαιτέρως: α) το περγαμηνό Ψαλτήριο αρ. 61, ένα από τα ελάχιστα (σώζονται τρία σε ολόκληρο τον κόσμο) εικονογραφημένα Ψαλτήρια της εικονομαχικής περιόδου (α´ ήμισυ του 9ου αιώνος), με παλίμψηστο κείμενο και 97 παρασελίδιες μικρογραφίες, με θεματολογία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που αντιπροσωπεύουν ένα πρώιμο είδος μεταεικονομαχικής βυζαντινής τέχνης, η οποία χαρακτηρίζεται από αρκετά μεγάλη ελευθερία, β) τον περγαμηνό κωδ. 234, τον γνωστό ως «Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου» (μέσα του 11ου αιώνος), ένα εξαιρετικής ποιότητας εικονογραφημένο χειρόγραφο με ποικίλη ύλη και μοναδικές μικρογραφίες με παραστάσεις των Ευαγγελιστών και διαφόρων αγίων. Αυτό το χειρόγραφο καταγράφει ανάμεσα στα «εξαίρετα κειμήλια του Όρους» ο γνωστός λόγιος Ξηροποταμηνός μοναχός Καισάριος Δαπόντες στο έργο του Κήπος Χαρίτων: «Εις δε του Παντοκράτορος το Μοναστήρι τώρα | είναι το Ευαγγέλιον εκεί δια την ώρα, | εκείνο το περίφημον, οπού του Καλυβίτου | του Ιωάννου λέγεται, μαζί μας η ευχή του». Ο εν λόγω κώδικας, του οποίου γίνεται ιδιαίτερη μνεία από τον Άγγλο περιηγητή R. Curzon το 1837, εκλάπη το 1898 αλλά εντοπίσθηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα και επεστράφη στη Μονή, γεγονός το οποίο στην παράδοση της Μονής συνδέεται με θαυμαστή επέμβαση του αγίου Μηνά, γ) το περγαμηνό Ευαγγελιστάριο αρ. 10, το οποίο χρονολογείται τον 12ο αιώνα και είναι διακοσμημένο με επίτιτλα και πρωτογράμματα με φυτικά και ζωϊκά θέματα, δ) το επίσης περγαμηνό Τετραευάγγελο αρ. 47, διακοσμημένο το 1301 με παραστάσεις των Ευαγγελιστών, έργο του γνωστού Θεσσαλονικέως καλλιγράφου Θεόδωρου Αγιοπετρίτη, ε) τον κώδ. 251 του 14ου αιώνος, που περιέχει πολλά από τα έργα του γνωστού ησυχαστή θεολόγου Ιωσήφ Καλόθετου, και τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει ο όσιος Νικόδημος στο έργο του Κήπος Χαρίτων («Ιωσήφ ο Καλοθέτης... έχει και βίβλον ιδίαν, σωζομένην εν τη Ιερά και Βασιλική Μονή του Παντοκράτορος»), ς) τον κώδ. αρ. 127 (μέσα 15ου αιώνος), αυτόγραφο των έργων του πατριάρχη Γενναδίου του Σχολαρίου, ζ) τον κώδ. αρ. 284 (τέλος 15ου αιώνος), ο οποίος περιλαμβάνει τους έξι Κανόνες στην εορτή της Μεταμορφώσεως, που συνέθεσε ο γνωστός λόγιος Ματθαίος Καμαριώτης ειδικά για την Μονή, η) τον κώδ. αρ. 140, το μοναδικό χειρόγραφο που μας παραδίδει τα έμμετρα ποιήματα του κρητικού ποιητή Λεονάρδου Ντελλαπόρτα (15ος αιώνας), θ) τον κώδ. αρ. 85 (του έτους 1538), Συναξαριστή των μηνών Σεπτεμβρίου-Φεβρουαρίου που αντέγραψε ο όσιος Θεόφιλος ο Παντοκρατορινός και τον οποίο χρησιμοποίησε ως πρωτογενή βάση ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κατά τη συγγραφή του μνημειώδους Συναξαριστή του, όπως ομολογεί ο ίδιος στο Προοίμιό του· «κατήλθον εις την ιεράν, σεβασμίαν και βασιλικήν μονήν του Παντοκράτορος, ης εν τοις ορίοις κατοικώ, και έλαβον τον χειρόγραφον αυτής Συναξαριστήν, εν δυσί Τόμοις διηρημένον, καλλιγράφου και ορθογράφου χειρός όντα φιλοπόνημα», ι) τον λειτουργικό κώδικα 266, που γράφεται από τον γνωστό συγγραφέα, υμνογράφο και γραφέα κωδίκων του 17ου αιώνος Ματθαίο Μυρέων και αφιερώνεται «τη αγία και σεβασμία και βασιλική μονή του Παντοκράτορος, τη εν τω αγιωνύμω όρει του Άθωνος» το 1624 και, τέλος, ια) τον ακαταλογογράφητο κώδ. 13, αυτόγραφο του οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που φέρει την επιγραφή «Κανόνας οκτώηχος νέος εις τα εισόδια της κυρίας ημών Θεοτόκου, ψαλλόμενος κατά παν Σάββατον» και γράφηκε κατ᾿ αίτηση των πατέρων της Μονής Χιλανδαρίου, το καθολικό της οποίας είναι αφιερωμένο στην εορτή των Εισοδίων. Ας σημειωθεί επίσης, ότι η Βιβλιοθήκη της Μονής υπέστη κατά καιρούς ποικίλες απώλειες, όπως οι σοβαρές καταστροφές που προκλήθηκαν μετά την Επανάσταση του 1821, καθώς και αφαιμάξεις, που της στέρησαν ένα όχι ευκαταφρόνητο αριθμό σημαντικών χειρογράφων, τα οποία σήμερα απόκεινται σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ρώσου Αρσενίου Σουχάνωφ, ο οποίος, σε μια αποστολή του στο Άγιον Όρος στα μέσα του 17ου αιώνος, υποστηριζόμενη από τον Τσάρο και τον πατριάρχη της Μόσχας, αφαίρεσε εκατοντάδες πολύτιμους κώδικες από τις βιβλιοθήκες όλων σχεδόν των αγιορείτικων Μονών, μεταξύ αυτών και 31 πολύ αξιόλογα χειρόγραφα της Μονής. Οι κώδικες αυτοί συναπετέλεσαν με τους υπόλοιπους αγιορειτικούς κώδικες το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής της Συνοδικής Βιβλιοθήκης της Μόσχας (σήμερα Ιστορικού Μουσείου). Από τη Βιβλιοθήκη της Μονής προέρχονται και οι κώδ. 48, 49 και 69, οι οποίοι βρίσκονται στη Συλλογή του Βυζαντινολογικού Κέντρου Dumbarton Oaks στην Ουάσιγκτον, ενώ στον κάλαμο του κωδικογράφου Ιγνατίου Παντοκρατορινού ανήκουν εν όλω η εν μέρει και κώδικες της Βατικανής Βιβλιοθήκης.

Τμήμα της ασπίδας του Αγίου Μερκουρίου.

ΚΕΝΤΗΤΙΚΗ/
ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ/
ΚΕΡΑΜΙΚΗ

ΚΕΝΤΗΤΙΚΗ/ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ/ΚΕΡΑΜΙΚΗ

Ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια είναι ο βυζαντινός Επιτάφιος που δώρισαν οι κτήτορες στη Μονή, δείγμα εξαίρετης τέχνης και χρυσοκεντητικής, ο οποίος έχει διασωθεί σε πολύ καλή κατάσταση. Ο νεκρός Χριστός εικονίζεται μέσα σε κάμπο με ποικιλόσχημους σταυρούς, ενώ στις τέσσερις γωνίες ισάριθμοι άγγελοι κρατούν ριπίδια. Από τον 16ο αιώνα προέρχονται το χρυσοκέντητο ωμοφόριο του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, που είχε ευεργετήσει ποικιλοτρόπως τη Μονή, το οποίο φέρει χρυσοκέντητη αφιερωματική επιγραφή και είναι κοσμημένο με παραστάσεις του Δωδεκαόρτου και Ιεραρχών, καθώς και άλλα χρυσοκέντητα αρχιερατικά άμφια. Στον 17ο αιώνα ανήκει ένα επιτραχήλιο με πολυπρόσωπες παραστάσεις από τη ζωή του Χριστού, ενώ στο 18ο και 19ο αιώνα χρονολογούνται πολλά άμφια και κεντητά, εκ των οποίων διακρίνεται για την τέχνη του ένας βελούδινος χρυσοκέντητος αρχιερατικός σάκκος, ένα επιγονάτιο του 1726, όπου απεικονίζονται ο Χριστός ως ο Μέγας αρχιερεύς και οι ευαγγελιστές, καθώς και δύο κεντητές εικόνες του αγίου Χαραλάμπους και του ευαγγελιστού Μάρκου, τα οποία ανήκαν στον σκευοφύλακα Κύριλλο. Εξέχουσα θέση κατέχει επίσης το μικρό τμήμα της χάλκινης ασπίδας του αγίου Μερκουρίου, το οποίο διακοσμήθηκε με σμάλτο και παραστάσεις με την προσκύνηση των Μάγων και προφήτες σε εργαστήριο της Ολλανδίας ή της Γερμανίας τον 13ο η 14ο αιώνα. Τα υπόλοιπα αντικείμενα μεταλλοτεχνίας και αργυροχοΐας (ιερά σκεύη, σταυροί, πόρπες κ.ά.) χρονολογούνται στον 17ο αιώνα, τα περισσότερα δε στον 18ο και 19ο. Το παλαιότερο χρονολογημένο σκεύος είναι ένα αργυροεπίχρυσο, επισμαλτωμένο ιερό αρτοφόριο του έτους 1621, έργο του αργυροχόου Φωτίου και κτήμα του ιερέως Κωνσταντίου. Το έτος 1777 χρονολογούνται ένα αργυρό ευαγγέλιο με παραστάσεις του Δωδεκαόρτου, δύο εξαπτέρυγα, διακοσμημένα αμφίπλευρα με πολυπρόσωπες παραστάσεις –δείγμα εξαίρετης μικρογλυπτικής– σε μετάλλιο από κέρατο ρινόκερου και ένας σταυρός, αφιερώματα του δραστήριου σκευοφύλακα της Μονής Κυρίλλου κατά την περίοδο εκείνη. Το 1788 χρονολογείται ένας μεγάλος σταυρός με συρματερή διακόσμηση που περικλείει τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, αφιέρωμα του προηγουμένου Βενιαμίν του Λεσβίου και έργο του αργυροχόου Παναγή. Στον ίδιο αιώνα ανήκουν και μερικοί συρματόπλεκτοι σταυροί αγιασμού, ένα συρματερό θυμιατό, καθώς και η αρχιερατική ράβδος και μια πόρπη του μητροπολίτη Κρήτης Ζαχαρία Μαριδάκη, ο οποίος απεικονίζεται σε φορητή εικόνα που αφιέρωσε επίσης στη Μονή το 1780. Η Μονή διαθέτει επίσης μεγάλο αριθμό σκευών που προέρχονται από ρωσικά εργαστήρια αργυροχοΐας του 19ου αιώνος, προερχόμενα πιθανότατα από τις ζητείες των παντοκρατορινών μοναχών στη Ρωσία. Διακρίνονται ιδιαιτέρως ένα άγιο Ποτήριο του 1818 από τη Μόσχα, διακοσμημένο με παραστάσεις από σαβάτι (νιέλο), ένα ευαγγέλιο του 1810-1819, που φέρει στη μια όψη ανάγλυφη την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και δύο εγκόλπια με υψηλής ποιότητας σμάλτο. Εξαιρετικά σπάνια είναι και μια κεραμική φιάλη αγιασμού του 16ου αιώνος, με εφυάλωση, προερχόμενη από εργαστήριο της Νίκαιας, η οποία είναι διακοσμημένη με θαυμάσια φυτικά και ζωικά θέματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, και μια σιδερένια κασέλα με ζωγραφική διακόσμηση εξωτερικά και χαρακτά σχέδια στο εσωτερικό της, η οποία κατασκευάστηκε με τη φροντίδα του προηγουμένου Λεοντίου το 1737, για να φυλάσσονται εντός αυτής τα ιερά λείψανα της Μονής. Κατασκευάστηκε από Έλληνες τεχνίτες στην Αδριανούπολη και αποτελεί εξαίρετο δείγμα του είδους της.

Λεπτομέρεια πόρτας καθολικού.

ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΛΛΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ

Το σημερινό τέμπλο του καθολικού είναι ένα δείγμα ξυλογλυπτικής υψηλής ποιότητας του 18ου αιώνα, από ξύλο καρυδιάς, επιχρυσωμένο, με πλούσιο φυτικό διάκοσμο. Σύμφωνα με γραπτή μαρτυρία, μετά την κατασκευή του μεταφέρθηκε στη μονή το 1796, αφού καταβλήθηκαν 2.827 γρόσια. Ο μετέπειτα ηγούμενος Στέφανος Βιζυώτης στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και αγόρασε το 1803 καθαρό χρυσό για την επιχρύσωση, ο οποίος κόστισε 2.000 γρόσια που διέθεσε ο Διονυσιάτης μοναχός Χατζή Αγγελάκης.
Το παλαιότερο τέμπλο, τμήματα του οποίου διατηρούνται πίσω από το νεότερο, είχε κατασκευαστεί το 1553 με δαπάνη του ηγεμόνα Αλέξανδρου Λεπουσνεάνου, λίγο μετά το κτίσιμο του ναού. Αυτό έγινε πρόσφατα γνωστό από επιγραφή που ανακαλύφθηκε επάνω σε μεταξωτή ταινία. Δείγμα της σπουδαίας τέχνης του παλαιού τέμπλου δίνουν δύο ζωγραφισμένα μέρη του που έχουν επίσης διατηρηθεί: ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος από τα λυπηρά, και ο μεγάλος Εσταυρωμένος.
Ο δεσποτικός θρόνος είναι επίσης σκαλισμένος σε ξύλο καρυδιάς και είναι αφιερωμένος στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Φέρει ανάγλυφες τις παραστάσεις του Γενεσίου και της Αποτομής της κεφαλής του Προδρόμου, ενός αγγέλου με το ζυγό της δικαιοσύνης και δύο αμφιεσμένων διακόνων. Στο ερεισίνωτο (στήριγμα πλάτης), υπάρχει εικόνα του Προδρόμου του 15ου αιώνα.
Έργο εξαιρετικής τέχνης είναι και το προσκυνητάρι, με ελεφαντόδοντο και σεντέφι, που έχει τετράγωνο σχήμα, με κιονίσκους που στηρίζουν πέντε μικρούς τρούλους. Φέρει την χαρακτηριστική επιγραφή: Δέξε δῶρον Βαπτηστά· εὐτελοῦς Ἠσαΐου· ᾳψζ´[1707].
Τέσσερα ακόμη προσκυνητάρια στους δυτικούς κίονες, συγγενεύουν με το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας. Όλα είναι επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα. Το κιβώριο είναι εσωτερικά ζωγραφισμένο κι έχει επιγραφή που το χρονολογεί ακριβώς: Νικοδίμου ὑεροδιακόνου και | σκευοφίλαξ ἔτος ᾳχπε´[1685].


Η εργασία αποτελεί σημαντική πτυχή της μοναχικής ζωής.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ
ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΒΙΩΣΑΝ
ΣΤΗ ΜΟΝΗ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΒΙΩΣΑΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

Κατά την περίοδο του νεότερου ιστορικού βίου της Μονής διακρίθηκαν οι παρακάτω Παντοκρατορινοί πατέρες: α) Βενιαμίν ο Λέσβιος. Υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πνευματικά και ιστορικά δρώμενα της ταραχώδους περιόδου κατά την οποία εζησε. Γεννήθηκε στο Πλωμάρι το 1762 και πρέπει να εγκαταβίωσε στη Μονή σε πολύ νεαρή ηλικία, αφού το 1780 απεστάλη στο Μετόχι του Αγίου Νικολάου στις Κυδωνίες. Η γνωριμία του εκεί με τον λόγιο Ιωάννη Οικονόμου απετέλεσε την αφετηρία ενός μακρού κύκλου σπουδών, αρχικά στη Σχολή της Χίου, όπου δίδασκαν οι Αθανάσιος Πάριος και Δωρόθεος Πρώϊος, και στη Σχολή της Πάτμου, αργότερα δε στην Πίζα, το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου σπούδασε μαθηματικά, φυσική, μετεωρολογία και αστρονομία. Προ του 1800 είχε επιστρέψει στις Κυδωνίες, όπου διορίστηκε διδάσκαλος στην Ακαδημία της πόλεως, ενώ μετά το 1812 δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη, στη Σχολή του Βουκουρεστίου όπου διετέλεσε και διευθυντής, και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Εκτός του διδασκαλικού του έργου, ο Βενιαμίν ύπηρξε και ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος μετέσχε ως μέλος στη Β´ Εθνοσυνέλευση και ορίστηκε αρμοστής των νησιών του Αιγαίου. Απεβίωσε στο Ναύπλιο στις 26 Αυγούστου του 1824. Πιθανότατα δικό του αφιέρωμα στη Μονή είναι ένας διακοσμημένος σταυρός του 1788, όπου μάλιστα μνημονεύεται ως προηγούμενος, γεγονός που υποδηλώνει ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Βενιαμίν εξακολουθούσε να συνδέεται στενά με τη Μονή της μετανοίας του. β) Αρχιμανδρίτης Δανιήλ από τη Θάσο. Καταγόταν από την Καλλιράχη της Θάσου και είχε αποφοιτήσει από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή προ του 1850. Χρημάτισε προϊστάμενος της Μονής και επίτροπος της Ιεράς Κοινότητος στη Θεσσαλονίκη ήδη πριν από το 1860. Απεστάλη ως οικονόμος του Μετοχίου των Κυδωνιών κατά τη δεκαετία 1870-1880, όπου και προέστη των ανακαινιστικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν. Απεβίωσε στην ίδια πόλη στις 19 Φεβρουαρίου 1884 και κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια, δαπάναις της Ιεράς Κοινότητος. γ) Καλλίνικος Μοναχός (1821-1884). Καταγόταν από τη Συνασσό της Καππαδοκίας και σπούδασε αρχικά στην Αθωνιάδα και εν συνεχεία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Διετέλεσε διδάσκαλος στην Αθωνιάδα μεταξύ των ετών 1864 και 1868 και μετέβη στη γενέτειρά του, όπου συνέχισε το διδασκαλικό του έργο, υπηρετώντας συγχρόνως και ως ιεροκήρυκας. Την τελευταία περίοδο του βίου του εγκαταβίωσε στο κάθισμα του οσίου Ονουφρίου, εκτός της Μονής, όπου και παρέφρασε τα Ασκητικά του αββά Ισαάκ του Σύρου, έργο το οποίο εξέδωσε στην Αθήνα το 1877. Διακρίθηκε για τον ασκητικό και ενάρετο βίο του και εκοιμήθη στις 25 Μαρτίου του 1884. δ) Δανιήλ Στεργιάδης. Καταγόταν από τον Πλάτανο Θεσσαλίας και σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τη δεκαετία 1840-1850. Εν συνεχεία εγκαταβίωσε στη Μονή, όπου αναδείχθηκε προϊστάμενός της περί το 1860 και έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου το 1864. Κατά τη δεκαετία 1850-1860 δίδαξε στην Αθωνιάδα και απεβίωσε από σοβαρή ασθένεια στις 13 Αυγούστου 1885. ε) Αρσένιος ιερομόναχος. Καταγόταν από τη Μικρά Ασία και εγκαταβίωσε αρχικά στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, εν συνεχεία δε εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος από τον Σεπτέμβριο του 1872 ως τις 23 Νοεμβρίου 1873. Επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του και από εκεί ήλθε στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος, της οποίας διετέλεσε πνευματικός ως το θάνατό του το 1894. ς) Διακο-Γρηγόριος. Καταγόταν από το Λειβάδι Χαλκιδικής και ονομαζόταν Γεώργιος Κοψαχείλης. Στη Μονή εγκαταβίωσε το 1874, σε ηλικία 20 ετών. Δύο χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και το 1888 ιερέας, ενώ το 1891 έλαβε και το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη. Σπούδασε στην Αθωνιάδα και υπηρέτησε ως υπογραμματέας στην Ιερά Κοινότητα από το 1882 ως το 1885. Εκοιμήθη στις 12 Αυγούστου 1935. ζ) Μοναχός Αγάθων. Καταγόταν από την Περίσταση της Θράκης και εγκαταβίωσε στη Μονή σε ηλικία 18 ετών. Το 1860 ήταν ήδη προϊστάμενος της Μονής, ενώ υπήρξε και άριστος καλλιγράφος. Του ζητήθηκε από τον πατριάρχη Ιωακείμ Β´ να συμμετάσχει στην επιτροπή για την αναθεώρηση του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας υπό τον Γ. Βιολάκη το 1880. Για τη συμβολή του στο έργο αυτό ο ίδιος πατριάρχης του απένειμε, στις 13 Μαίου 1882, το οφφίκιο του Μεγάλου Εκκλησιάρχου. Την ίδια περίοδο του είχε ζητηθεί από το Πατριαρχείο να συγκεντρώσει συνδρομές από τις Μονές και Σκήτες του Αγίου Όρους για τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αποστολή την οποία διεκπεραίωσε με επιτυχία. Εκοιμήθη στις 17 Σεπτεμβρίου του 1886. η) Ιωσήφ Προηγούμενος. Ονομαζόταν Ιωάννης Κουκουτός και καταγόταν από τις Κυδωνίες. Εγκαταβίωσε στη Μονή το 1894, σε ηλικία 25 ετών, και υποτάχθηκε στον Πνευματικό Παΐσιο. Εκάρη μοναχός το 1898 και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας το επόμενο έτος. Το 1909 αναδείχθηκε σε προϊστάμενο και προηγούμενο της Moνής. Το 1911 εστάλη ως οικονόμος στο Μετόχι της Moνής στη γενέτειρά του, όπου εργάσθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ως τον μαρτυρικό του θάνατο από τους Τούρκους το 1922. θ) Αλέξιος Προηγούμενος. Καταγόταν από το Λειβάδι Χαλκιδικής και ονομαζόταν Απόστολος Λιόλιος. Είχε φοιτήσει στο Γυμνάσιο Κυδωνιών και στη Γαλλική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εισήλθε στη Μονή το 1904, σε ηλικία 30 ετών, και εκάρη μοναχός το 1906. Το 1920 έγινε προϊστάμενος της Moνής και το επόμενο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας. Υπηρέτησε στην Ιερά Κοινότητα ως υπογραμματεύς από το 1914 ως το 1920. Εκοιμήθη στη Μονή στις 2 Ιανουαρίου του 1939. ι) Θεοφάνης Παντοκρατορινός. Έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνος και εξήγησε, μαζί με τους συγχρόνους του Ματθαίο Βατοπαιδινό, Ιωάσαφ Διονυσιάτη και Νικόλαο Δοχειαρίτη, την παλαιά παρασημαντική της βυζαντινής μουσικής, έργο το οποίο θεωρείται πολύ σημαντικό από τους ειδικούς. Εξήγησε εκκλησιαστικά μέλη, τα οποία δεν είχαν ερμηνεύσει οι τρεις μεγάλοι εξηγητές, Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ, Γρηγόριος Πρωτοψάλτης και Χρύσανθος Μαδύτου. ια) Φώτιος ιεροδιάκονος ο Καλλιπολίτης. Γεννήθηκε στην Καβοσπύρα Καλλιπόλεως το 1875 και ονομαζόταν Γεώργιος Κωνσταντινίδης. Σε ηλικία 16 ετών εισήλθε στη Μονή και υποτάχθηκε στον Γέροντα προηγούμενο Αθανάσιο. Εκάρη μοναχός το 1893 και το 1895 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Εξελέγη προϊστάμενος της Moνής το 1904 και δίδαξε στην Αθωνιάδα από το 1903 έως το 1907, όντας απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Διετέλεσε υπογραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος από το 1902 ως το 1907 και γραμματεύς ως το 1909. Υπήρξε επί 18 έτη διαχειριστής του Μετοχίου «Αλεξόπυργος» στη Λήμνο. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου του 1933. ιβ) Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Μαδυτηνός. Γεννήθηκε το 1889 και ονομαζόταν Βασίλειος Χρυσοστόμου Καμάδος. Στη Μονή εισήλθε το 1901, σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, ενώ δύο χρόνια αργότερα εκάρη μοναχός. Τον Ιούνιο του 1910 χειροτονήθηκε διάκονος και το Φεβρουάριο του 1918 ιερέας στην Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για σπουδές στη Θεολογική Σχολή. Είχε σπουδάσει επίσης στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στις 20 Ιανουαρίου του 1920 αναδείχθηκε σε αρχιμανδρίτη και προϊστάμενο της Μονής. Κατά τα έτη 1920-1923 χρημάτισε αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος, ενώ από το 1923 έως το 1927 υπήρξε πληρεξούσιός της στην Αθήνα για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους και άλλες υποθέσεις. Διετέλεσε επίσης σχολάρχης της νέας Αθωνιάδας από το 1930 έως το 1941. Από το 1945 έως το 1954 δίδαξε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Ξάνθης, όπου διακρίθηκε για το εκκλησιαστικό του ήθος. Εκοιμήθη στις 4/17 Φεβρουαρίου 1959 πτωχότατος και ενταφιάσθηκε στα Κοιμητήρια του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Θεσσαλονίκη.

Μέτρηση του ναού.

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΟΙ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

Οι τοιχογραφίες του καθολικού είναι έργο του σπουδαίου Κρητικού ζωγράφου Τζώρτζη. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το μεγάλο μέγεθος, τα ωραία πρόσωπα, η γαλήνη στην έκφραση των αγίων, η προσπάθεια απόδοσης της εσωτερικής πνευματικής τους ζωής. Μετά ωστόσο από προσεκτική θεώρηση των τοιχογραφιών, φαίνονται διαφορές στο σχέδιο και στο γενικότερο ύφος τους, που μάλλον οφείλεται στο ότι ο Τζώρτζης είχε έναν κύκλο μαθητών, οι οποίοι άφησαν τον προσωπικό χαρακτήρα τους στα τμήματα όπου εργάστηκαν.
Η ζωγραφική απλώνεται σε όλες τις επιφάνειες του ναού, από το ιερό βήμα ως τον νάρθηκα, και είναι χωρισμένη σε ζώνες. Η διάταξη των θεμάτων ακολουθεί το γνωστό εικονογραφικό πρόγραμμα, το οποίο συναντούμε κατά κανόνα σε βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς ναούς.
Στο κέντρο του τρούλου βρίσκεται ο Παντοκράτορας, πλαισιωμένος από τα Ουράνια Τάγματα, την Θεοτόκο και τον Πρόδρομο. Χαμηλότερα, ανάμεσα στα παράθυρα του τυμπάνου, οι προφήτες και πιο κάτω, στα σφαιρικά τρίγωνα, οι τέσσερις Ευαγγελιστές.
Πιο χαμηλά, στα εσωράχια των τόξων, στα τεταρτοσφαίρια των πλαϊνών κογχών και στις δύο επόμενες ζώνες, ιστορούνται το Δωδεκάορτο και τα θαύματα του Χριστού. Στην κατώτερη ζώνη και στις κόγχες των δύο χορών απεικονίζονται ολόσωμοι μάρτυρες και Απόστολοι, στην βόρεια πλευρά οι πέντε μάρτυρες Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης, στην νότια η οικογένεια του ηγεμόνα Πέτρου, του κτήτορα. Τις επιφάνειες του δυτικού τοίχου επανδρώνουν ολόσωμοι ασκητές και στην αμέσως επόμενη ζώνη, πάνω από το υπέρθυρο και την κτητορική επικραφή, η Κοίμηση της Θεοτόκου.
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού βήματος εικονίζεται η Πλατυτέρα, ένθρονη, κρατώντας τον Χριστό, και πιο κάτω στον ημικύλινδρο η θεία Λειτουργία, με τους αγγέλους να λειτουργούν, και η Κοινωνία των Αποστόλων. Στην κατώτερη ζώνη οι συλλειτουργούντες Ιεράρχες, πλαισιώνουν την αγία Τράπεζα, βαστώντας ανοιχτά ειλητάρια με κείμενα. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη.


e69d6038-2b28-4928-8f3c-6f840afc01f8

ΤΟ ΚΤΙΣΜΑ

ΤΟ ΚΤΙΣΜΑ

Επάνω γράφει “Δεῦρο, δείξω σοι τὸ κρῖμα τῆς πόρνης τῆς μεγάλης”, έλα να σου δείξω την κρίση της μεγάλης πόρνης. Και συνεχίζει κάτω: “Καὶ εἶδον γυναῖκα καθημένην ἐπὶ θηρίον κόκκινον γέμον ὀνόματα βλασφημίας, ἔχον κεφαλὰς ἑπτὰ καὶ κέρατα δέκα”, και είδα μια γυναίκα καθισμένη σε ένα κόκκινο θηρίο, γεμάτο με λέξεις βλασφημίας, που είχε επτά κεφάλια και δέκα κέρατα. Η μεγάλη πόρνη, που φαίνεται να ταυτίζεται με την Βαβυλώνα, υψώνει θριαμβευτικά μια κούπα γεμάτη από όλες τις βρωμιές. Κάτω, διάφοροι βασιλείς την κοιτούν με τα χέρια σε δέηση.

Άποψη της Μονής από την θάλασσα.

Η ΙΔΡΥΣΗ

Η ΙΔΡΥΣΗ

Η ίδρυση της Ιεράς Μονής Διονυσίου τοποθετείται χρονικά στο β´ μισό του 14ου αιώνα και οφείλεται στον όσιο Διονύσιο, ο οποίος καταγόταν από την Κορησσό της Καστοριάς. Αφού αρχικά μόνασε στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, όπου ηγούμενος ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, Θεοδόσιος, ο όσιος ήρθε στη νότια πλευρά της χερσονήσου και ασκήτευσε στους πρόποδες του Μικρού Άθω. Ύστερα κατέβηκε χαμηλότερα, μαζί με τους μαθητές του, λόγω των ανέμων και του ψύχους, σε έναν επίπεδο τόπο, όπου έκτισε καλύβες και ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Πρόδρομο και φύτεψε αμπέλι, το ονομαζόμενο «παλαιόστρεμμα». Καθώς ο αριθμός των μαθητών αυξανόταν διαρκώς, ο όσιος έχτισε κι άλλες καλύβες, δίπλα στον χείμαρρο «Δρουβανιστή» κι έναν δεύτερο ναό, που αφιέρωσε στην Θεοτόκο. Δημιουργήθηκε έτσι ένας ολόκληρος οικισμός από ασκητικές καλύβες, κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του οσίου που, σε έγγραφο του Πρώτου του Αγίου Όρους, αποκαλείται «ηγούμενος των καλυβών».
Ο πετρώδης και έρημος τόπος ήταν κατάλληλος για άσκηση. Η αδελφότητα ωστόσο μετακινήθηκε στον βράχο όπου βρίσκεται πια το μοναστήρι, προκειμένου οι πατέρες να επιβιώσουν αλλά και ακολουθώντας τόσο το όραμα που είδε δύο φορές ο όσιος, μια φωτειλή στήλη επάνω στον παραθαλάσσιο βράχο, όσο και στην θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου, του προστάτη τους.
Στην συνέχεια, με την μεσολάβηση του αδερφού του Θεοδοσίου, που είχε γίνει στο μεταξύ μητροπολίτης Τραπεζούντος, ο όσιος πέτυχε την έκδοση χρυσοβούλλου από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ´ τον Κομνηνό το 1375. Αυτό είναι το κτητορικό χρυσόβουλλο, που σηματοδοτεί επίσημα την ίδρυση του μοναστηριού και τού εξασφαλίζει θεσμική παρουσία, υλική υποδομή και οικονομική επιβίωση, το οποίο φυλάσσεται ακόμη με προσοχή. Στην αρχή του εικονίζονται σε μικρογραφία ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, Αλέξιος Γ´, και η σύζυγός του Θεοδώρα, κρατώντας μαζί το ίδιο το χρυσόβουλλο, τυλιγμένο, ευλογούμενοι από τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Έτσι ο όσιος Διονύσιος έχτισε την μονή, με υψηλή υποστήριξη αλλά και με πολλούς κόπους και θυσίες, ανάμεσα σε αλλεπάλληλες πειρατικές επιδρομές και φυσικές καταστροφές.
Στο χρυσόβουλλο ο αυτοκράτορας υπόσχεται να ανεγείρει ναό και κελλιά, να φέρει νερό και να χτίσει όλο το μοναστήρι, ζητώντας απλώς ως αντάλλαγμα να μνημονεύονται παντοτινά και αδιάκοπα ο ίδιος, η οικογένειά του και οι απόγονοί του σε όλες τις ακολουθίες, κάτι που τηρείται επιμελώς μέχρι σήμερα. Επίσης ζήτησε η μονή να ονομάζεται «του Μεγάλου Κομνηνού» και να δέχεται με ευχαρίστηση πολίτες της Τραπεζούντας, είτε ως επισκέπτες είτε ως μοναχούς. Χορήγησε στον όσιο για το χτίσιμο 100 σώμια (μονάδα βάρους, η οποία έγινε νόμισμα, που το 1340 αντιστοιχούσε σε 140 άσπρα), τα 50 θα τα λάμβανε αμέσως, τα υπόλοιπα εντός τριετίας, και όρισε ετήσια χορηγία από τον ίδιο και τους διαδόχους του προς το μοναστήρι 1000 κομνηνάτα, ώστε να μην διακοπούν οι οικοδομικές εργασίες.

Η Μονή έχει ολοκληρώσει τα ανακαινιστικά έργα των πτερύγων.

Η ΕΠΑΝΑΚΟΙΝΟ-
ΒΙΟΠΟΙΗΣΗ
(1992)

Η ΕΠΑΝΑΚΟΙΝΟΒΙΟΠΟΙΗΣΗ (1992)

Στις 6 Μαΐου του 1992 πραγματοποιήθηκε στη Μονή κοινή συνεδρίαση με την συμμετοχή τριμελούς Πατριαρχικής Εξαρχίας, Ιεροκοινοτικής Επιτροπής και της Γεροντικής Ιεράς Συνάξεως της Μονής. Εκεί, αποφασίσθηκε από κοινού η επαναφορά της Μονής Παντοκράτορος –της τελευταίας αγιορείτικης Μονής που λειτουργούσε υπό το καθεστώς της ιδιορρυθμίας– στο κοινοβιακό σύστημα. Επιπλέον, αποφασίσθηκε ομοφώνως από την Γεροντική Ιερά Σύναξη η επάνδρωση της Μονής από Συνοδεία 13 μελών, προερχόμενη από την Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Πρώτος καθηγούμενος της κοινοβιακής Μονής του Παντοκράτορος εξελέγη ο μακαριστός ιερομόναχος Βησσαρίων (Μακρυγιάννης) ο Ξενοφωντινός, ο οποίος ενθρονίσθηκε από την Ιερά Κοινότητα στις 8 Ιουνίου 1992, Κυριακή των Αγίων Πάντων, και έλαβε κατά το έθος την ηγουμενική ράβδο από τον πρώτο τη τάξει αντιπρόσωπο της πενταμελούς Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, Γέροντα Βαρθολομαίο μοναχό Λαυρεώτη, ως διάδοχο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, κτήτορα της πρώτης κοινοβιακής Μονής στο Άγιον Όρος. Επί των ημερών της ηγουμενίας του μακαριστού Γέροντος Βησσαρίωνος (6/19 Μαΐου 1992-2/15 Ιουλίου 2001), η Μονή αναδιοργανώθηκε και ανέθαλε πνευματικά, ενώ ξεκίνησαν και οι εργασίες για την ανακαίνιση αρκετών κτισμάτων της. Για το λόγο αυτό ανακηρύχθηκε και νέος κτήτορας της Μονής. Όμως, το καρποφόρο έργο του διέκοψε αιφνιδίως βαρύτατη ασθένεια που τον καθήλωσε στο κρεβάτι του πόνου και τον οδήγησε στην απόφαση να παραιτηθεί από την ηγουμενία της Μονής στις 2 Ιουλίου 2001. Λίγους μήνες αργότερα ο Κύριος τον καλούσε στην χώρα των ζώντων. Ο μακαριστός Γέρων Βησσαρίων εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Σεπτεμβρίου (π.η.) του ιδίου έτους, «καταλιπών φήμη εναρέτου ανδρός». Η εξόδιος ακολουθία τελέσθηκε την επομένη ημέρα παρουσία πλήθους κληρικών, μοναχών και λαϊκών, μέσα σε κλίμα πένθους για τον άωρο θάνατό του, αλλά και με τη χαρά και την ελπίδα της Αναστάσεως. Στη θέση του παραιτηθέντος από την ηγουμενία μακαριστού Γέροντος Βησσαρίωνος, εξελέγη από την αδελφότητα της Μονής νέος ηγούμενος ο ιερομόναχος Γαβριήλ, επί των ημερών του οποίου η αδελφότητα της Μονής Παντοκράτορος γνωρίζει νέα άνθηση, με την αύξηση των μελών της και την ολοκλήρωση των ανακαινιστικών εργασιών στις παλαιές πτέρυγες του κτηριακού συγκροτήματος της Μονής. Η αδελφότητα σήμερα αριθμεί περί τους 30 πατέρες.

Στο ιδιόρρυθμο καθεστώς κάθε μοναχός φρόντιζε για την επιβίωσή του.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΗΣ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΑΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΑΣ

Στις 2 Νοεμβρίου του 1912, μετά από 488 χρόνια υποδούλωσης, ταπεινώσεων και ποικίλων περιπετειών, το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας και πανηγυρικών εκδηλώσεων των Αγιορειτών. Έκτοτε, όλες οι αγιορειτικές Μονές συνέδεσαν την ιστορική τους πορεία με αυτήν του Ελληνικού Κράτους. Το 1922, όμως, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η Μονή πλήρωσε το δικό της φόρο αίματος στην μεγάλη εθνική συμφορά. Ο μοναχός Ιωσήφ, οικονόμος του μετοχίου του Αγίου Νικολάου στις Κυδωνίες, βρήκε μαρτυρικό τέλος από τους Τούρκους. Ταυτοχρόνως, απώλεσε τα παραγωγικά μετόχια της στη Μακεδονία, τη Θάσο και τη Λήμνο, λόγω της «απαλλοτριώσεώς» τους και της παραχωρήσεώς τους στους πρόσφυγες. Στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Μονή κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν ήλθε να προστεθεί μια πυρκαγιά που αποτέφρωσε την ανατολική κόδρα την 1η Δεκεμβρίου του 1948. Η πυρκαγιά θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερης εκτάσεως καταστροφές, αν δεν σταματούσε με θαυματουργικό τρόπο μετά από λιτανεία που τέλεσαν οι μοναχοί με μικρό αργυρεπένδυτο αντίγραφο της εφεστίου εικόνος της Παναγίας της Γεροντίσσης. Το αντίγραφο αυτό, λόγω του θαύματος, ονομάστηκε πρόσφατα από τους μοναχούς «Παναγία η Πυροσώτειρα». Έκτοτε, το καθεστώς της ιδιορρυθμίας σε συνδυασμό με τη λειψανδρία, φαινόμενο γενικευμένο στο Άγιον Όρος κατά τη μεταπολεμική περίοδο, καθιστούσαν ολοένα και δυσκολότερη τη λειτουργία της Μονής. Η δυσχερής αυτή κατάσταση διήρκεσε ως τον Μάιο του 1992, όταν η Μονή μετατράπηκε ξανά σε κοινοβιακή. Τελευταίος πρωτεύων προηγούμενος της ιδιόρρυθμης Μονής διετέλεσε ο ιερομόναχος Ευθύμιος Πρέπης από τους Μαγουλάδες της Κέρκυρας.

«Φως ιλαρόν».

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η Επανάσταση του 1821 σήμανε την απαρχή νέων μεγάλων περιπετειών για τη Μονή, όπως και για ολόκληρο το Άγιον Όρος. Οι Αγιορείτες υποστήριξαν εμφανώς την επαναστατική δράση του Εμμανουήλ Παπά στην Ανατολική Μακεδονία. Μάλιστα, σύμφωνα με προφορική παράδοση, για τους σκοπούς της Επαναστάσεως στο Άγιον Όρος παραχωρήθηκαν και τα κανόνια των πύργων της Μονής, τα οποία απεικονίζονται σε παλαιές χαλκογραφίες. Όμως, η αποτυχία των μακεδονικών δυνάμεων του Εμμανουήλ Παπά άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για το Άγιον Όρος. Τον Φεβρουάριο του 1822 εισήλθαν τουρκικά στρατεύματα, τα οποία εγκαταστάθηκαν στις Μονές, υποχρεώνοντας μάλιστα τους εναπομείναντες μοναχούς να μεριμνούν για τη συντήρησή τους. Ταυτοχρόνως επιβλήθηκαν βαρύτατοι φόροι, γεγονός που οδήγησε τις Μονές σε απόλυτη ένδεια. Αυτό επιβεβαιώνεται και από όσα αναφέρουν σε έγγραφό τους το 1827 οι επίτροποι της Μονής προηγούμενος Θεόκλητος και γέρων Αγάπιος: «Καθώς είναι γνωστόν τοις πάσιν, υστερούμεθα και τον επιούσιον άρτον». Οι περισσότεροι πατέρες της Μονής, όπως και άλλων αγιορειτικών Μονών, είχαν ήδη εγκαταλείψει το Άγιον Όρος προ της ελεύσεως των τουρκικών στρατευμάτων. Κατέφυγαν με πλοιάριο της Μονής αρχικά στη Θάσο και από εκεί στη Σκόπελο, μεταφέροντας μαζί τους όλα τα κειμήλια, τα οποία, μετά την άφιξή τους στη Σκόπελο κατέγραψαν και παρέδωσαν στους αρεοπαγίτες εκπροσώπους της Βουλής της Κορίνθου Δρόσο Μανσόλο και Κυριακό Τασίκα, με σκοπό να εκποιηθούν για τις ανάγκες του Αγώνα. Τα ιερά άμφια φυλάχθηκαν στη Μονή της Επισκοπής στη Σκόπελο. Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών της Ελλάδος Κ. Νοταρά, το ασήμι και το χρυσάφι που χωνεύθηκε από τα κειμήλια της Μονής ανερχόταν σε αξία στα 6.250 γρόσια, ποσό το οποίο, ασφαλώς, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένης της ιστορικής αξίας των σκευών και της πολύτιμης και περίτεχνης διακοσμήσεώς τους. Όσα κειμήλια δεν χρησιμοποιήθηκαν μεταφέρθηκαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο, απ᾽ όπου και επεστρά¬φη¬σαν τελικά στη Μονή το 1830, μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος, με ενέργειες του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά το τέλος αυτής της πολυετούς και επώδυνης περιπέτειας των παντοκρατορινών μοναχών, η Μονή ανασυγκροτήθηκε και αναδιοργανώθηκε. Mε δαπάνες του παντοκρατορινού αρχιμανδρίτη και οικονόμου της Μονής στο μετόχι της Βλαχίας Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως πραγματοποιήθηκαν σοβαρές ανακαινίσεις και επισκευές κυρίως στο Καθολικό, του οποίου επιζωγραφήθηκαν και οι τοιχογραφίες, όπως και σε άλλα κτίσματα. Παρά τα οικονομικά προβλήματα που εξακολουθούσαν να την ταλανίζουν, η Μονή γνώρισε σταδιακή ανάκαμψη και αριθμούσε το 1903 58 μοναχούς.