Το τραπέζι του ηγουμένου και των υψηλών προσκεκλημένων.

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Η Τράπεζα στεγάζεται στον πρώτο όροφο της δυτικής πτέρυγας της Μονής, νοτίως του Πύργου, και βρίσκεται σε λειτουργική ενότητα με το Μαγειρείο, το οποίο είχε οικοδομηθεί τον 16ο αιώνα. Μεταφέρθηκε σ᾽ αυτή τη θέση από το ισόγειο της ίδιας πτέρυγας, και συγκεκριμένα από το χώρο που σήμερα χρησιμοποιείται ως Δοχειό. Αγιογραφήθηκε το 1749, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή, από τους Γιαννιώτες αγιογράφους και ιερομονάχους Σεραφείμ, Κοσμά και Ιωαννίκιο. Τα έξοδα της αγιογράφησης ανέλαβε ο μοναχός Τιμόθεος από τη Λήμνο, ο οποίος και εικονίζεται στον ανατολικό τοίχο ως δωρητής.
Το 1866 ανακατασκευάστηκε ο δυτικός τοίχος της Τράπεζας, ο οποίος είχε καταπέσει. Αγιογραφήθηκε το 1980 από τον μοναχό Κύριλλο Παντοκρατορινό, με έξοδα του ιερομονάχου Στεφάνου (Κούνιου) από τη Λήμνο.
Μετά την επανακοινοβιοποίηση της Μονής ο χώρος της Τράπεζας και του παλαιού Μαγειρείου ανακαινίσθηκε και τέθηκε και πάλι σε χρήση το 1995.

Το παρεκκλήσιο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, παλαιός κοιμητηριακός ναός.

ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Τα εκτός της Μονής παρεκκλήσια είναι τα έξης:

α) Ο παλαιός μονόχωρος, καμαροσκεπής ναός του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, έμπροσθεν της νότιας πτέρυγας της Μονής, στην απόληξη του βραχώδους εξάρματος. Πρόκειται για σημαντικότατο κτητορικό κτίσμα, το οποίο λειτούργησε ως κοιμητηριακός ναός έως το 1771. Το υπόγειό του χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως οστεοφυλάκιο. Εντός του παρεκκλησίου έχουν διασωθεί τμήματα από το αρχικό μαρμάρινο τέμπλο, καθώς και από το μαρμαροθέτημα του δαπέδου.

β. Των Οσίων Ονουφρίου και Πέτρου του Αθωνίτου, στο ομώνυμο κάθισμα, σε μικρή απόσταση βορείως της Μονής, όπου κατά την παράδοση ασκήτευσαν ο άγιος Κάλλιστος Α´, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και ο άγιος Θεωνάς, μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.

γ) Του Μεγάλου Αθανασίου, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με την επιλογή της τοποθεσίας για την ανέγερση της Μονής με θαυματουργικό τρόπο από την εικόνα της Παναγίας της Γεροντίσσης. Έχει διασωθεί μια επιγραφή, στην οποία μαρτυρείται μια ανακαίνιση του παρεκκλησίου το 1638.

δ) Τον Αγίου Τρύφωνος. Στο ομώνυμο κάθισμα στον κήπο της Μονής, το οποίο μνημονεύεται ήδη από τον 17o αιώνα.

ε) Των Αγίων Αναργύρων, στο ομώνυμο κάθισμα, που αποτελεί σήμερα τον κοιμητηριακό ναό της Μονής και φέρει ως χρονολογική ένδειξη το έτος 1771.

στ) Των Αγίων Αποστόλων, στο ομώνυμο κάθισμα.

ζ) Της Αγίας Άννης, επίσης στο ομώνυμο κάθισμα, το οποίο σήμερα βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση.


Ο Σταυρός δεσπόζει ως σκέπη αλλά και ως μαρτυρία.

ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Οκτώ παρεκκλήσια βρίσκονται εντός της Μoνής και άλλα επτά εκτός αυτής. Ειδικότερα, εντός της Moνής βρίσκονται τα παρεκκλήσια :

α) Του Aγίου Νικολάου, στη νότια πτέρυγα της Moνής, βορείως της κεντρικής πύλης. Οικοδομήθηκε τον 16ο αιώνα, ανακαινίσθηκε και αγιογραφήθηκε το 1857, ενώ το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του χρονολογείται τον 19ο αιώνα.

β) Της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εντός του Καθολικού, το οποίο καταλαμβάνει, όπως προαναφέρθηκε, το βορειοανατολικό τμήμα της Λιτής και θεωρείται κτητορικό κτίσμα.

γ) Των Αγίων Ανδρέου και Ιωαννικίου στην βορειοανατολική γωνία της Μονής, το οποίο ανακαινίσθηκε το 1781. Ως κτήτορές του φέρονται, σύμφωνα με επιγραφή στον βόρειο εξωτερικό τοίχο ο σκευοφύλακας Κύριλλος και ο Γεώργιος, χορηγοί και αυτοί της ανοικοδομήσεως ολόκληρης της βόρειας πτέρυγας κατά το ίδιο έτος.

δ) Των Αγίων Αρχαγγέλων, το οποίο ανακαινίσθηκε το ίδιο έτος επάνω από το προηγούμενο παρεκκλήσιο, κοντά στο Ηγουμενείο. Ο Κύριλλος που μνημονεύεται στην κτητορική επιγραφή ταυτίζεται με τον σκευοφύλακα Κύριλλο, που χρηματοδότησε την ανέγερση και του προηγούμενου παρεκκλησίου.

ε) Του Αγίου Γεωργίου. Βρισκόταν παλαιότερα στην ανατολική πτέρυγα και κοσμούνταν από τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτο τέμπλο. Καταστράφηκε από την πυρκαγιά του 1948 και ανοικοδομήθηκε στον τρίτο όροφο της βόρειας πτέρυγας το έτος 2000.

ς) Της Αναλήψεως, στον πέμπτο όροφο του Πύργου. Το παρεκκλήσιο αυτό είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια μιας πειρατικής επιδρομής τον 16ο ή 17ο αιώνα. Κατά την παράδοση, εντός του παρεκκλησίου σφαγιάσθηκαν οι πατέρες της Μονής, που είχαν καταφύγει εκεί. Το παρεκκλήσιο αυτό ανακαινίσθηκε προσφάτως, μαζί με τον Πύργο.

ζ) Του Τιμίου Προδρόμου, στη δυτική πτέρυγα, όπου υπήρχε παλαιά πύργος. Πιθανότατα βρισκόταν στην κορυφή του πύργου κατά τη βυζαντινή περίοδο, ενώ το 1750, όταν μετριάστηκε το ύψος του πύργου, ανακατασκευάστηκε με δαπάνες του προηγουμένου Μαρκιανού, ο οποίος εικονίζεται δεόμενος στην εικόνα του αγίου Μαρκιανού στο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Αγιογραφήθηκε το 1819 από τους Γαλατσαναίους αδελφούς Μακάριο και Βενιαμίν, με χορηγό τον Χατζή Χρήστο τον εκ Μαγνησίας, ο οποίος απεικονίζεται στο νότιο τοίχο του παρεκκλησίου.

η) Του Αγίου Παντελεήμονος, στον πύργο επάνω από την πύλη της Μονής.


Ο τάφος των κτητόρων στη λιτή.

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΚΤΗΤΟΡΩΝ

Ο ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΚΤΗΤΟΡΩΝ

Εκτός του αρχαίου παρεκκλησίου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, σημαντική είναι και η ύπαρξη του λεγόμενου «Τάφου των κτητόρων» στον βόρειο τοίχο, όπου μεταφέρθηκε το 1847, ευρισκόμενος πριν στο παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών.
Πρόκειται για μαρμάρινη λάρνακα, «κενοτάφιο» κατά τον Γεράσιμο Σμυρνάκη, η οποία όμως περιείχε οστά «ου μόνον μεγάλων αλλά και μικρών σωμάτων», γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για οικογενειακό τάφο των κτητόρων. Η ψευδοσαρκοφάγος που ήταν τοποθετημένη στον Τάφο, διακοσμημένη με σταυρούς, πτηνά και δένδρα, χρονολογείται στον 14ο αιώνα και βρίσκεται σήμερα στον εξώστη της εισόδου του Πύργου.
Επάνω από τον Τάφο των κτητόρων υπάρχει νεότερη απεικόνισή τους, χρονολογούμενη στην περίοδο της επιζωγραφήσεως των τοιχογραφιών του Καθολικού. Σύμφωνα με τον Πορφύριο Ουσπένσκυ, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Μονή το 1846, πριν δηλ. από τις ανακαινιστικές εργασίες του 1847, και το 1859, αφού είχε ολοκληρωθεί και η επιζωγράφηση του Καθολικού από τον γνωστό αγιογράφο Ματθαίο Ιωάννου, τρεις επιγραφές πάνω από τον Τάφο επαναλάμβαναν με κάποιες διαφορές τις επιγραφές που υπήρχαν πάνω από τον Τάφο των κτητόρων, όταν αυτός βρισκόταν στο παρεκκλήσιο. Είναι αξιοσημείωτο ότι σ᾽ αυτές σημειωνόταν η ακριβής ιδιότητα του κτήτορα Αλεξίου και δεν συγχεόταν το πρόσωπό του με τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό, ενώ, επιπλέον, δηλωνόταν και η κτητορική ιδιότητα των δύο αδελφών.

Προσκυνητές και πατέρες της Μονής.

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ
ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Τον βορειοανατολικό χώρο της Λιτής καταλαμβάνει το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο θεωρείται κτητορικό κτίσμα. Σύμφωνα με επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, κάποιο τμήμα της αγιογράφησής του χρονολογείται το 1538, περίοδο κατά την οποία εργάστηκε στη Μονή κάποιος αγιογράφος της Κρητικής Σχολής (ίσως ο ίδιος ο Θεοφάνης ο Κρης), στον οποίο είναι πιθανόν να ανήκουν και οι προ ετών αποκαλυφθείσες τοιχογραφίες στον εξωτερικό δυτικό τοίχο του.
Οι νεότερες τοιχογραφίες προέρχονται από την αγιογράφηση του έτους 1868, «δαπάνη και συνδρομή των οσιωτάτων μοναχών της σεβασμίας μονής του Παντοκράτορος Ησυχίου και Ησαΐου, δια χειρός Βενιαμίν και Γρηγορίου των ιερομονάχων και Μακαρίου μοναχού». Πρόκειται για επιζωγραφήσεις παλαιότερων τοιχογραφιών που χρονολογούνται πιθανότατα στις αρχές του 15ου αιώνος, τμήματα των οποίων διακρίνονται στα τόξα του Ιερού Βήματος.
Στο τέμπλο του παρεκκλησίου φυλάσσεται από το 1982 η θαυματουργός εικόνα του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, που έλαβε αυτήν την προσωνυμία εξαιτίας του σχετικού θαύματος με το οποίο ο άγιος Γεώργιος προστάτευσε την εν λόγω εικόνα και τους ασκητές του ομώνυμου Κελλίου στην περιοχή της Καψάλας, όπου ανήκε, από ληστές. Σύμφωνα με τη διασωθείσα παράδοση, η εικόνα φυλασσόταν από παλαιά στο μονύδριο του Αγίου Γεωργίου του Πλάκαρη. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ληστές, προσποιούμενοι τους οδοιπόρους, θέλησαν να εισέλθουν σ᾽ αυτό για να το ληστέψουν. Τότε τους υποδέχθηκε ένας νέος, ο οποίος, αφού τους συνόδευσε στο εσωτερικό του Κελλίου, εξαφανίστηκε, ενώ οι ληστές παρέμειναν καθ᾽ όλη τη διάρκεια της νύχτας παράλυτοι. Το πρωί της επόμενης ημέρας οι μοναχοί του Κελλίου αντίκρυσαν έκπληκτοι τους ληστές, οι οποίοι, τρομοκρατημένοι από την ολονύκτια παραλυσία τους, τους διηγήθηκαν το συμβάν και αναγνώρισαν στο πρόσωπο της θαυματουργού εικόνας τον νέο που τους υποδέχθηκε το προηγούμενο βράδυ. Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, οι ληστές όχι απλώς μετανόησαν, αλλά ένας εξ αυτών εγκαταβίωσε ως μοναχός στο Κελλί του Πλάκαρη ή Φανερωμένου, ενώ ένας άλλος μόνασε στη Σκήτη της Αγίας Άννης.

Τα προσκυνητάρια της Λιτής, ενώ στον κυρίως ναό τελείται η Θεία Λειτουργία.

Η ΛΙΤΗ

Η ΛΙΤΗ

Ο χώρος της Λιτής (ή Εσωνάρθηκας), δυτικά του κυρίως Ναού, συνδέεται με αυτόν με μια κεντρική μαρμάρινη πύλη, την βασίλειο πύλη, η οποία ακολουθεί κλασικά πρότυπα, και δύο παραπόρτια εκατέρωθεν. Σημαντικές παρεμβάσεις στον χώρο της Λιτής πραγματοποιήθηκαν κατά την ανακαίνιση του 1847, έργο που πραγματοποίησε ο Τήνιος μάστορας Χατζη-Αντώνης Λύτρας, πατέρας του μεγάλου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, με δαπάνες του Παντοκρατορινού αρχιμανδρίτη Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή στο εξωτερικό υπέρθυρο.
Τότε, οι δύο προϋπάρχοντες μικροί νάρθηκες ενώθηκαν και τοποθετήθηκε κοινή στέγη με τρεις τρούλλους, στηριζόμενη σε μαρμάρινους κίονες. Συγχρόνως κατεδαφίστηκε το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της Λιτής, όπου βρισκόταν ο Τάφος των κτητόρων, καθώς και εξαιρετικές τοιχογραφίες του Θεοφάνους του Κρητός. Η ανακαίνιση αυτή, καθώς και η επιζωγράφηση των τοιχογραφιών μαρτυρείται και από δεύτερη επιγραφή, πάνω από το υπέρθυρο της κεντρικής πύλης, που συνδέει τη Λιτή με τον Κυρίως Ναό.
Στις αρχές του 18ου αιώνος προστέθηκε, με τη μορφή ανοικτής στοάς αρχικά, εξωνάρθηκας, που περιβάλλει τη Λιτή από δυτικά και νότια. Το τετράγωνο Κωδωνοστάσιο εδράζεται στον χώρο μεταξύ του παρεκκλησίου της Κοιμήσεως και του βορείου τοίχου του εξωνάρθηκα και χρονολογείται, με βάση κεραμικό στην κορυφή του, το 1735. Η παλαιότερη καμπάνα του Κωδωνοστασίου χρονολογείται το 1610 και είναι διακοσμημένη με μορφές Αγίων, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρία του Μπάρσκυ, ο πύργος του Κωδωνοστασίου διέθετε και ρολόι, ο μηχανισμός του οποίου σώζεται μέχρι σήμερα.

Προετοιμασία της Θείας Λειτουργίας εντός του Ιερού.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΗΜΑ

ΤΟ ΙΕΡΟ ΒΗΜΑ

Το 1614 σημειώθηκαν σημαντικές ανακαινιστικές εργασίες στον χώρο του Ιερού Βήματος, το οποίο επεκτάθηκε κατά 5 μέτρα προς τα ανατολικά, ενώ στις δύο γωνίες του, τη βορειοανατολική και τη νοτιοανατολική, κατασκευάστηκαν τα Τυπικαριά, δύο πολυγωνικές κατασκευές, στεγασμένες με τρούλλους.
Ο Κυρίως Ναός διαχωρίζεται από τον χώρο του Ιερού Βήματος με το εξαιρετικής τέχνης επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, το τρίτο στην ιστορία του Καθολικού, το οποίο κατασκευάστηκε το 1640, από τον Χρύσανθο Κληέντη και είναι διακοσμημένο με φυτικά θέματα. Η ανακαίνιση του Τέμπλου μαρτυρείται από μια εξαιρετικά σημαντική επιγραφή, όχι μόνο επειδή σε αυτήν παρέχονται χρονολογικά και προσωπογραφικά στοιχεία για την κατασκευή του, αλλά και διότι, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Ι. Παπάγγελο, πρόκειται για την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ο όρος «τέμπλον» για να δηλώσει το σύνολο του φράγματος του πρεσβυτερίου και όχι μόνο το επιστύλιο.
Το τέμπλο κοσμείται κυρίως από τις δύο θαυμάσιες εικόνες του Χριστού Παντοκράτορος και της Θεοτόκου της «Πάντων Χαράς», έργα του Θεοφάνους του Κρητός (1535-1546). Η εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με σκηνές από τον βίο και τον μαρτυρικό θάνατό του περιμετρικά, δωρήθηκε το 1655 από τον ιερομόναχο Αντώνιο τον Χιλανδαρινό. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η εικόνα των Αρχαγγέλων, δεξιά της εικόνας του Παντοκράτορος, η οποία χρονολογείται τον 17ο αιώνα. Περιμετρικά ιστορούνται θαύματα των Αρχαγγέλων, με πλέον αξιοπρόσεκτη την απεικόνιση του θαύματος της Moνής Δοχειαρίου σε τέσσερις σκηνές, την παλαιότερη σωζόμενη σε φορητή εικόνα. Στη δεύτερη ζώνη του τέμπλου είναι τοποθετημένες εικόνες του δωδεκαόρτου, ενώ στην κορυφή του δεσπόζει ο εντυπωσιακός σε διαστάσεις Εσταυρωμένος, έργο Κρητικού εργαστηρίου του τέλους του 16ου αιώνος, του οποίου τα «Λυπηρά» (η θρηνούσα Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Θεολόγος) φυλάσσονται στο Σκευοφυλάκιο της Moνής.
Τα επιχρυσωμένα ξυλόγλυπτα βημόθυρα του τέμπλου είναι έργο του ιερομονάχου Ησαΐα και κοσμούνται με 31 μικρογραφίες προφητών και αποστόλων, καθώς και με τα θέματα της Σταυρώσεως και του Ευαγγελισμού. Χρονολογούνται το 1622, σύμφωνα με σχετική επιγραφή που επεκτείνεται και στα δύο βημόθυρα.
Εντός του Ιερού Βήματος δεσπόζει το ξυλόγλυπτο κιβώριο, το οποίο σκεπάζει την μαρμάρινη Αγία Τράπεζα. Στο εσωτερικό του έχει ιστορηθεί η επουράνιος Λειτουργία.

Το τέμπλο εντός του κυρίως ναού. Διακρίνεται το προσκυνητάρι της Μεταμορφώσεως και του Αγίου της ημέρας.

Ο ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ

Ο ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ

Ο αρχικός ναός εγκαινιάσθηκε περί το 1363. Με τα εγκαίνιά του σχετίζεται προφανώς η μαρμάρινη επιγραφή που σήμερα είναι εντοιχισμένη στην κλίμακα που οδηγεί από τον Εξωνάρθηκα στο Κωδωνοστάσιο:
† ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΣΩΝ ΔΟΥΛΩΝ ΑΛΕΞΙΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΩΝ ΚΤΗΤΟΡΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΑΔΕΛΦΩΝ. ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΝ ΕΤΕΙ ϛΩΟΑ (= 1363) †
Τέσσερις μαρμάρινοι κίονες βαστάζουν τον κεντρικό τρούλλο, σχηματίζοντας ταυτοχρόνως, βορείως και νοτίως, τις κόγχες των χορών, που στεγάζονται με τεταρτοσφαίρια. Στο κέντρο περίπου του Κυρίως Ναού, δεξιά και αριστερά δεσπόζουν τα δύο μαρμάρινα προσκυνητάρια, έργα του Τήνιου γλύπτη Γεωργίου Φιλιππότη και δωρεές των μοναχών Ακινδύνου του εξ Άνδρου και Θεοφίλου του Λεσβίου, τα οποία κατασκευάστηκαν το 1896. Σ᾿ αυτά είναι τοποθετημένες η νέα ψηφιδωτή εικόνα της Μεταμορφώσεως και η εφέστιος θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Γεροντίσσης αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρουσία αυτής της μεγάλων διαστάσεων (1,96 × 0,76 μ.) εικόνας στον Κυρίως Ναό είναι πράγματι επιβλητική, καθώς η Θεοτόκος απεικονίζεται ολόσωμη, σε στάση δεξιόστροφης δέησης, στον τύπο της Αγιοσορείτισσας. Σύμφωνα με την παράδοση της Μονής, την εικόνα μετέφεραν από την Κωνσταντινούπολη οι κτήτορες, όταν επρόκειτο να θεμελιώσουν το μοναστήρι. Την έθεσαν στο σημείο όπου είχαν επιλέξει και άρχισαν τις εργασίες. Το επόμενο πρωί, όμως, η εικόνα βρέθηκε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η Μονή. Την επανέφεραν στο αρχικό Μέρος και συνέχισαν τις εργασίες. Την άλλη μέρα η εικόνα βρέθηκε για δεύτερη φορά στη σημερινή τοποθεσία της Μονής. Μετά από τρίτη επανάληψη του θαύματος, οι κτήτορες οικοδόμησαν τη Μονή στο σημείο που επέλεξε η Παναγία. Η αρχική θέση που είχαν επιλέξει οι κτήτορες ταυτίζεται με το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το παρεκκλήσιο του Μεγάλου Αθανασίου, 500 περίπου μέτρα βορειοδυτικά της Μονής.
Η αργυρή επένδυση της εικόνας, η οποία κατασκευάστηκε στη Μόσχα το 1847, αποτελεί, κατά την παράδοση, δωρεά Κωνσταντινουπολίτισσας αρχόντισσας, από την οποία ζήτησε η Παναγία να της αφιερώσει την επένδυση.
Ένα ακόμη προσκυνητάριο, παραπλεύρως του δεξιού μαρμάρινου προσκυνηταρίου, όπου τίθεται η εικόνα της εορτής της ημέρας, αφιερώθηκε από τον ιερομόναχο Άνθιμο τον Σιφναίο το έτος 1716 και είναι διακοσμημένο με φυτευτό ελεφαντόδοντο, φίλντισι και ταρταρούγα, κλασικό δείγμα της διακοσμητικής τέχνης που κυριαρχεί στην ανατολική Μεσόγειο κατά την περίοδο αυτή. Παρόμοιας τέχνης είναι και τα δύο αναλόγια των χορών, κατασκευασμένα το 1637 στην Καφφά (Θεοδοσία-Θεοδοσιούπολη), όπως σημειώνεται σε σχετική επιγραφή.

Το ομοίωμα του Καθολικού των κτητόρων.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Στο βόρειο τμήμα του αύλειου χώρου της Μονής έχει ανεγερθεί το Καθολικό, αφιερωμένο στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Ως γνωστόν, η εορτή αυτή συνδέεται άμεσα με τη διδασκαλία περί του ακτίστου φωτός που είχαν διατυπώσει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι λοιποί Ησυχαστές πατέρες κατά τον 14ο αιώνα, λίγες δεκαετίες προ της ιδρύσεως της Μονής. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι αρκετά καθολικά Μονών που ιδρύθηκαν κατά την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Αρχιτεκτονικά ο ναός ανήκει στον τύπο του τρίκογχου σταυροειδούς εγεγραμμένου ναού αγιορείτικου τύπου, με μια βασική όμως διαφοροποίηση, που προκύπτει από την επιμήκυνση της ανατολικής καμάρας και την προσθήκη δύο πολυγωνικών κατασκευών στις δύο γωνίες του Ιερού Βήματος (Τυπικαριών), η οποία καθιστά την αρχιτεκτονική του Καθολικού ιδιόμορφη.
Με βάση ποικίλες μαρτυρίες και τις νεότερες αρχαιολογικές έρευνες προκύπτει ότι το μολυβδοσκέπαστο Καθολικό πήρε τη σημερινή του μορφή μετά από τρεις οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται στην περίοδο ιδρύσεως της Μονής και περιλαμβάνει τον Κυρίως Ναό, το ανατολικό τμήμα της Λιτής και το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η δεύτερη χρονολογείται το 1614 και αφορά στην προέκταση του Ιερού Βήματος προς τα ανατολικά και η τρίτη σχετίζεται με τις σοβαρές παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν το 1847, με δαπάνη του αρχιμανδρίτη Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως, στον Εξωνάρθηκα, τη Λιτή και το δάπεδο του Καθολικού.

Θέα προς τα νότια, στο βάθος ο Άθως.

ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Από την πρώτη στιγμή που η Μονή ξεπροβάλλει στα μάτια του προσκυνητή, καθώς κατηφορίζει τον αγροτικό δρόμο που οδηγεί από τις Καρυές προς αυτήν, δίνει την εικόνα ενός καλά οχυρωμένου κάστρου όπου δεσπόζει ο επιβλητικός Πύργος με τις πολεμίστρες, ενώ τα εξωτερικά κτίρια μοιάζουν να προσπαθούν να κρύψουν προστατευτικά το Καθολικό και τα άλλα εσωτερικά κτίσματα της Μονής. Η διάταξη αυτή, εμφανώς αμυντική, μας υπενθυμίζει τις ιστορικές περιπέτειες της Μονής που, ιδίως κατά την κρίσιμη περίοδο της ιδρύσεώς της, αλλά και καθ᾿ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, είχε να αντιμετωπίσει ποικίλους εχθρούς και επιδρομείς.
Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με την αρχιτεκτονική της Μονής ορίζουν το σχήμα της, σε κάτοψη, ως ακανόνιστο ή πολυγωνικό. Αυτό προέκυψε πιθανότατα ως αποτέλεσμα των οικοδομικών παρεμβάσεων και επεκτάσεων που διενεργήθηκαν κατά την πάροδο των αιώνων σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να διαπιστώνεται ότι «το κτηριακό συγκρότημα που σήμερα αντικρίζουμε, χρονολογείται βασικά στον 17ο και 18ο αιώνα». Έτσι, θεωρείται ότι τα αρχικά κτητορικά κτίσματα πρέπει να περιορίζονταν στο βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού κτηριακού συγκροτήματος και στο Καθολικό, περιστοιχισμένο από τα μοναχικά κελλιά. Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία, η επέκταση των κτισμάτων νοτιοανατολικά πρέπει να χρονολογηθεί μεταξύ των ετών 1483-1535, άποψη που έρχεται να επιβεβαιώσει τις σχετικές αναφορές των Μπάρσκυ και Κομνηνού ότι η «νέα αυλή» της Μονής υπήρξε έργο του Μπάρμπουλου.
Τα κτίρια δεν υπερβαίνουν τους τρεις ορόφους και χαρακτηρίζονται εσωτερικά από τις κτιστές, τοξωτές στοές και τον πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο, ενώ εξωτερικά από τους ξύλινους εξώστες και τα σαχνισιά (κλειστοί εξώστες με παράθυρα), που προσφέρουν υπέροχη θέα προς το πέλαγος ή την απότομη κορυφή του Άθω.
Η κύρια είσοδος της Μονής βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία, όπου υψώνεται ένας μικρός τετράγωνος πύργος, χαμηλότερος του κυρίως Πύργου. Στον τελευταίο όροφό του στεγάζεται το παρεκκλήσιο του Αγίου Παντελεήμονος. Και αυτός ο πύργος διέθετε καταχύστρες και κανόνια, που απεικονίζονται σε χαλκογραφίες της Μονής. Εφαπτόμενο με αυτόν και έμπροσθεν της εισόδου της Μονής βρίσκεται το πρόπυλο, στηριζόμενο σε δύο πεσσούς και δύο κίονες. Δεξιά του προπύλου ο επισκέπτης συναντά μια μαρμάρινη κρήνη, που κατασκευάστηκε κατά την περίοδο των ανακαινιστικών εργασιών του τέλους του 18ου αιώνος, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με δαπάνες του σκευοφύλακα Κυρίλλου και του Γεωργίου, όπως μας πληροφορεί σχετική ανάγλυφη επιγραφή.
Σε απόσταση λίγων μέτρων νοτίως του προπύλου, στην άκρη του απότομου βράχου, διατηρείται το τετράγωνο κιόσκι, το οποίο απεικονίζεται και στο σχέδιο της Μονής από τον Μπάρσκυ το 1744. Από εκεί οι επισκέπτες απολαμβάνουν μια μοναδική θέα προς το πέλαγος, τη γειτονική Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και, στο βάθος του ορίζοντα, την πετρώδη κορυφή του Άθωνος.
Εισερχόμενος ο επισκέπτης στον αύλειο χώρο της Μονής, ο οποίος είναι σχετικά ανωφερής, αντικρύζει στη βόρεια πλευρά του το Καθολικό. Ο χώρος αυτός δεν είχε πάντα την σημερινή του μορφή. Όπως μας πληροφορεί ο Μπάρσκυ, υπήρχαν δύο αυλές, διαχωριζόμενες με τείχος που αποσκοπούσε στην απομόνωση των αδελφών της Μονής από τους τεχνίτες και τους εργάτες, οι οποίοι διέμεναν στους χώρους που περιστοίχιζαν την πρώτη μικρή αυλή. Οι δύο αυτές αυλές ενοποιήθηκαν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα.
Αριστερά, στο κέντρο περίπου της δυτικής πτέρυγας, θα συναντήσει ο επισκέπτης τη δεύτερη μαρμάρινη κρήνη, που κατασκευάστηκε και αυτή με δαπάνη του σκευοφύλακα Κυρίλλου και φέρει εγχάρακτη τη γνωστή καρκινική επιγραφή ΝΙΨΟΝ ΑNOMHMΑTΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ.
Σήμερα το σύνολο των πτερύγων που περιστοιχίζουν το καθολικό της Μονής έχει πλήρως ανακαινισθεί από τη νέα αδελφότητα της Μονής. H βόρεια πτέρυγα στεγάζει τα κελλιά των μοναχών, τα γραφεία, το Ηγουμενείο, καθώς και τα παρεκκλήσια των αγίων Ιωαννικίου και Ανδρέου, των Αρχαγγέλων και του Αγίου Γεωργίου. Πρόκειται για τμήμα που ανήκε στο αρχικό κτηριακό συγκρότημα και είχε υποστεί καταστροφή από την πυρκαγιά του 1392. Γνώρισε αλλεπάλληλες ανακαινίσεις, αρχικά από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγο και τον πατριάρχη Αντώνιο Δ´, αργότερα δέ, το 1781, από τον σκευοφύλακα Κύριλλο και τον Γεώργιο, όπως πληροφορούμαστε από σωζόμενη επιγραφή του ιδίου έτους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο ισόγειο αυτής της πτέρυγας σώζεται και το πιθάρι, το οποίο συνδέεται με το θαύμα της ελαιοβρυσίας που πραγματοποίησε η εφέστιος εικόνα της Παναγίας της Γεροντίσσης. Στη δυτική πτέρυγα στεγάζονται το μαγειρείο, κτίσμα του 16ου αιώνος, η Τράπεζα, το Δοχειό, το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου και κελλιά των μοναχών. Προγενέστερες ανακαινίσεις τμημάτων της δυτικής πτέρυγας κατά τα έτη 1637 και 1776 μαρτυρούνται από τις σωζόμενες επιγραφές στους εξωτερικούς της τοίχους.
Η νότια πτέρυγα στεγάζει χώρους φιλοξενίας, το Συνοδικό και το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου, ενώ κατά το παρελθόν σε αυτή την πτέρυγα στεγαζόταν το Ηγουμενείο, η Τράπεζα, το Αρχονταρίκι και κελλιά μοναχών.
Εκτός της Μονής, προς τα βόρεια και δυτικά, έχουν οικοδομηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους διάφορα βοηθητικά κτίσματα και καθίσματα, καθώς και δύο υδραγωγεία, ένα στα βόρεια της Μονής και ένα προς τα δυτικά. Το πρώτο μάλιστα, ένα βυζαντινό υδραγωγείο με τοξωτές καμάρες, κατασκευάστηκε κατά την περίοδο ιδρύσεως της Moνής. Σε μια επισκευή του το έτος 1537 από τον μεγάλο λογοθέτη της Μολδαβίας Γαβριήλ Totrusanu, αναφέρεται μια μαρμάρινη επιγραφή που βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένη στον πεσσό της κλίμακας που οδηγεί στην Τράπεζα. Η κατασκευή του δεύτερου υδραγωγείου χρονολογείται το 1780, όπως μαρτυρεί μαρμάρινη επιγραφή που φυλάσσεται σήμερα στο Σκευοφυλάκιο της Μονής.
Δυτικά της Μονής και σε μικρή απόσταση από αυτήν βρίσκεται ο κήπος, όπου και το παρεκκλήσιο του Αγίου Τρύφωνος, περιστοιχιζόμενος από ελαιόδενδρα, καθώς και το κοιμητήριο με το κάθισμα των Αγίων Αναργύρων.
Σε μικρή απόσταση βορείως του μικρού λιμένος της Μονής σώζεται το πηγάδι, εντός του οποίου είχε παραμείνει η εφέστιος εικόνα της Γεροντίσσης επί σχεδόν ογδόντα έτη.