«Φως ιλαρόν».

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η Επανάσταση του 1821 σήμανε την απαρχή νέων μεγάλων περιπετειών για τη Μονή, όπως και για ολόκληρο το Άγιον Όρος. Οι Αγιορείτες υποστήριξαν εμφανώς την επαναστατική δράση του Εμμανουήλ Παπά στην Ανατολική Μακεδονία. Μάλιστα, σύμφωνα με προφορική παράδοση, για τους σκοπούς της Επαναστάσεως στο Άγιον Όρος παραχωρήθηκαν και τα κανόνια των πύργων της Μονής, τα οποία απεικονίζονται σε παλαιές χαλκογραφίες. Όμως, η αποτυχία των μακεδονικών δυνάμεων του Εμμανουήλ Παπά άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για το Άγιον Όρος. Τον Φεβρουάριο του 1822 εισήλθαν τουρκικά στρατεύματα, τα οποία εγκαταστάθηκαν στις Μονές, υποχρεώνοντας μάλιστα τους εναπομείναντες μοναχούς να μεριμνούν για τη συντήρησή τους. Ταυτοχρόνως επιβλήθηκαν βαρύτατοι φόροι, γεγονός που οδήγησε τις Μονές σε απόλυτη ένδεια. Αυτό επιβεβαιώνεται και από όσα αναφέρουν σε έγγραφό τους το 1827 οι επίτροποι της Μονής προηγούμενος Θεόκλητος και γέρων Αγάπιος: «Καθώς είναι γνωστόν τοις πάσιν, υστερούμεθα και τον επιούσιον άρτον». Οι περισσότεροι πατέρες της Μονής, όπως και άλλων αγιορειτικών Μονών, είχαν ήδη εγκαταλείψει το Άγιον Όρος προ της ελεύσεως των τουρκικών στρατευμάτων. Κατέφυγαν με πλοιάριο της Μονής αρχικά στη Θάσο και από εκεί στη Σκόπελο, μεταφέροντας μαζί τους όλα τα κειμήλια, τα οποία, μετά την άφιξή τους στη Σκόπελο κατέγραψαν και παρέδωσαν στους αρεοπαγίτες εκπροσώπους της Βουλής της Κορίνθου Δρόσο Μανσόλο και Κυριακό Τασίκα, με σκοπό να εκποιηθούν για τις ανάγκες του Αγώνα. Τα ιερά άμφια φυλάχθηκαν στη Μονή της Επισκοπής στη Σκόπελο. Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών της Ελλάδος Κ. Νοταρά, το ασήμι και το χρυσάφι που χωνεύθηκε από τα κειμήλια της Μονής ανερχόταν σε αξία στα 6.250 γρόσια, ποσό το οποίο, ασφαλώς, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένης της ιστορικής αξίας των σκευών και της πολύτιμης και περίτεχνης διακοσμήσεώς τους. Όσα κειμήλια δεν χρησιμοποιήθηκαν μεταφέρθηκαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο, απ᾽ όπου και επεστρά¬φη¬σαν τελικά στη Μονή το 1830, μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος, με ενέργειες του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά το τέλος αυτής της πολυετούς και επώδυνης περιπέτειας των παντοκρατορινών μοναχών, η Μονή ανασυγκροτήθηκε και αναδιοργανώθηκε. Mε δαπάνες του παντοκρατορινού αρχιμανδρίτη και οικονόμου της Μονής στο μετόχι της Βλαχίας Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως πραγματοποιήθηκαν σοβαρές ανακαινίσεις και επισκευές κυρίως στο Καθολικό, του οποίου επιζωγραφήθηκαν και οι τοιχογραφίες, όπως και σε άλλα κτίσματα. Παρά τα οικονομικά προβλήματα που εξακολουθούσαν να την ταλανίζουν, η Μονή γνώρισε σταδιακή ανάκαμψη και αριθμούσε το 1903 58 μοναχούς.

Σκίτσο του Μπάρσκι στο οποίο επικολλήθηκαν σύγχρονες φωτογραφίες της Μονής.

Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(ως την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

Β' ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

Η δήμευση των αγιορειτικών κτημάτων από τον σουλτάνο Σελίμ Β´ το 1568 ανάγκασε τις μονές να δανειστούν υπέρογκα ποσά με επαχθείς όρους, ώστε να εξαγοράσουν εκ νέου τα μετόχια τους και να καταβάλουν χαράτσι 14.000 χρυσών φιορινίων και άλλους φόρους. Το γεγονός αυτό δημιούργησε στη Μονή οικονομικά προβλήματα, τα οποία προσπάθησε να αντιμετωπίσει καταφεύγοντας σε ζητείες. Επιπλέον, η καταπάτηση του μεγάλου μετοχίου της Μονής στη Λήμνο το 1581, την ανάγκασε να πληρώσει 130.300 άσπρα για την ανάκτησή του. Σύντομα η Μονή κατόρθωσε να ανακάμψει και επιπλέον να αποκτήσει δια δωρεάς ή με εξαγορά νέα μετόχια και κτήματα, όπως το μοναστήρι Κατσόρι στη Βλαχία, το οποίο δώρισε το 1629 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Αλέξανδρος (Ilias). Συγχρόνως άρχισαν να εκτελούνται νέες εργασίες ανακαίνισης και επέκτασης σε διάφορα κτίσματα της Μονής, όπως το Καθολικό και η νοτιοανατολική πτέρυγα. Έτσι, όταν το 1629/30 επισκέφθηκε «τον Παντοκράτορα» ο Σερραίος κληρικός παπα-Συναδινός, κατά τη διάρκεια ενός προσκυνηματικού ταξιδιού του στο Άγιον Όρος, το οποίο καταγράφει στη Χρονογραφία του, τον χαρακτηρίζει «σιμαζηχτηκόν μοναστήρι», δηλ. νοικοκυρεμένο. Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα. Τότε πιθανότατα διακόπτεται και ο κοινοβιακός βίος της Μονής, με τελευταίο γνωστό ηγούμενό της τον Ιερεμία (1648-1656), χωρίς ωστόσο να αποκλείεται ότι είχαν ήδη προϋπάρξει κάποια μικρά διαστήματα ιδιορρυθμίας, φαινόμενο που ασφαλώς συνδέεται με τις οικονομικές δυσχέρειες που είχε αντιμετωπίσει κατά περιόδους η Μονή. Κατά την περίοδο αυτή η Μονή είχε να αντιμετωπίσει, όπως και οι άλλες Μονές του Αγίου Όρους, και το φαινόμενο της πειρατείας. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Μπάρσκυ, η Μονή δεχόταν συχνά πειρατικές επιδρομές, ανάγκασε τους μοναχούς να οχυρώσουν τους πύργους της με κανόνια. Με την αρωγή κάποιων παραγωγικών μετοχίων της, όπως εκείνα της Θάσου, η Μονή κατόρθωσε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα να ανακάμψει και να οδηγηθεί σε νέα περίοδο άνθησης, η οποία σηματοδοτείται από την πρόσκτηση νέων μετοχίων, την ανάπτυξη των παλαιοτέρων και την εκτέλεση οικοδομικών έργων μεγάλης κλίμακας. Ανοικοδομήθηκε η Τράπεζα, επισκευάστηκαν ο κεντρικός τρούλλος του Καθολικού και η δυτική πτέρυγα και ανακαινίστηκε η βόρεια, μαζί με το παρεκκλήσιο των Αγίων Ανδρέα και Iωαννικίου και το παρεκκλήσιο των Αρχαγγέλων. Ιδιαίτερη μέριμνα καταβλήθηκε επίσης για τον εμπλουτισμό του Σκευοφυλακίου με νέα ιερά κειμήλια, καθώς και για την κατασκευή πολύτιμων λειψανοθηκών. Παρά το γεγονός ότι όλες αυτές οι εργασίες δημιούργησαν μεγάλα χρέη στη Μονή, οι Παντοκρατορινοί κατόρθωσαν, συνεπικουρούμενοι από τον γνωστό Θεσσαλονικέα ευπατρίδη Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου, να αντιμετωπίσουν και τη νέα δυσχερή οικονομική κατάσταση. Κατά την περίοδο αυτή γνωρίζουμε ότι στη Μονή εγκαταβιούσε ένας σημαντικός αριθμός μοναχών, που κυμαινόταν από 60 έως 136 πατέρες.

Θέα των τρούλων του Καθολικού από τα δυτικά

Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως το 1568)

Α' ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως το 1568)

Το Άγιον Όρος υποτάχθηκε στους Οθωμανούς το έτος 1423/4. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, η Μονή, με ηγούμενο τον ιερομόναχο Νίκανδρο (1423), κατόρθωσε να αντιπαλαίσει τις αντίξοες συνθήκες, δεχόμενη ένα σημαντικό αριθμό δωρεών και νέων μετοχίων που την ενίσχυσαν οικονομικά και της προσέδωσαν μια σχετική οικονομική ευρωστία. Το 1471, επί ηγουμενίας Ιγνατίου, την επισκέφθηκε και ρύθμισε θέματα της Μονής ο μαθητής του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Α´, ο νέος κτήτορας της Μονής Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο, μετά την πρώτη παραίτησή του από τον οικουμενικό θρόνο. Την ίδια περίοδο, ο πρώην ηγούμενος της Μονής Ιγνάτιος Ζαγρήφας αναδείχθηκε σε Πρώτο του Αγίου Όρους (1483-1496), ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1522, στο ίδιο αξίωμα προβλήθηκε και ο Παντοκρατορινός ιερομόναχος Νήφων. Από τα τέλη του 15ου και σε ολόκληρο τον 16ο αιώνα, περίοδο πνευματικής ανάκαμψης του υπόδουλου Ελληνισμού, η Μονή ενισχύθηκε, όπως και άλλες αγιορειτικές Μονές, από ορθόδοξους ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών. Πρώτος την ευεργέτησε ο μέγας λογοθέτης της Βλαχίας Στάικος, ο οποίος χαρακτηρίζεται σε έγγραφο του 1501 νέος κτήτορας της Μονής. Ευεργέτης της υπήρξε και ο γαμπρός του, μέγας ποστέλνικος Νεαγκόε από το Περίς (1516-1529). Άλλος ένας ηγεμόνας της Βλαχίας ο οποίος προσέφερε σημαντική αρωγή κατά την περίοδο αυτή στη Μονή ήταν ο Νεαγκόε Μπασαράμπ Κραϊοβέσκου (1512-1521), πρόσωπο γνωστό κυρίως από την ιδιαίτερη σχέση του με τον όσιο Νήφωνα, στο ρουμανικό βίο του οποίου χαρακτηρίζεται και ως κτήτορας των Ιερών Μονών Παντοκράτορος και Ιβήρων. Με ανακαινιστικά έργα στη Μονή κατά την περίοδο αυτή συνδέονται και τα ονόματα δύο ακόμη αξιωματούχων της Μολδοβλαχίας: α) του Μπάρμπουλου, που χαρακτηρίζεται από τον Μπάρσκυ τρίτος κτήτορας της Μονής, αλλά δεν είναι δυνατόν με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία να τον ταυτίσουμε με κάποιον από τους ομώνυμους αξιωματούχους που μνημονεύονται κατά την περίοδο αυτή, και β) του μεγάλου βεστιαρίου και λογοθέτη (1516-1523, 1539-1541) της Μολδαβίας Γαβριήλ Τοτρουσιάν (Totrusanu), ο οποίος χρηματοδότησε την επισκευή του βυζαντινού υδραγωγείου της Μονής το 1536/7. Μεταξύ των ευεργετών αυτής της περιόδου μπορούμε να συναριθμήσουμε και τον μέγα κόμη Barcan (1560-1568) και τους τρεις γιούς του Radul, Manea και Diicul, οι οποίοι χρηματοδότησαν την κατασκευή της αργυρής επένδυσης του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Παράλληλα με αυτές τις δωρεές προς τη Μονή, οι οποίες σχετίζονται με τις σοβαρές επισκευαστικές εργασίες που εκτελέστηκαν κατά την περίοδο αυτή, το Σεπτέμβριο του 1537 ο πατριάρχης Ιερεμίας Α´ επικύρωσε με σιγίλλιό του την ανεξαρτησία της Μονής και τα δίκαιά της, όπως αυτά ορίζονταν σε παλαιότερο σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου Δ´. Η άνθηση της Μονής κατά την περίοδο αυτή πιστοποιείται και από το γεγονός ότι κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνος εγκαταβιούσε σημαντικός αριθμός μοναχών (κυμάνθηκε από 40 έως 215 μοναχούς). Το 1574, στο Τυπικό του Αγίου Όρους που συνέταξε ο πατριάρχης Ιερεμίας Β´ ο Τρανός, η Μονή καταλαμβάνει πλέον την έβδομη θέση μεταξύ των αγιορείτικων Μονών, θέση την οποία διατηρεί ως σήμερα.