Ο τάφος του πατρός Βησσαρίωνος, ηγουμένου και νέου κτήτορα, στα νότια του καθολικού.

ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ

ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ

Ο αρχοντάρης μάς πληροφορεί πως ο εσπερινός είναι στις τρεις, καθότι χειμώνας, κι ύστερα Τράπεζα. Έχω λίγο χρόνο για περιδιάβαση. Στα νότια του ναού ένας τάφος που μοιάζει καινούριος επενδύει τη χαρά και την ειρήνη των δέντρων και των παρτεριών με την πατίνα του μεταφυσικού· όχι ακριβώς μελαγχολία, ίσως βάθος. Μαθαίνω πως ο τάφος φιλοξενεί τον πατέρα Βησσαρίωνα, που έγινε ο πρώτος ηγούμενος της αδελφότητας όταν αυτή ήρθε το 1992 από την Ξενοφώντος για να ξανακάνει το μοναστήρι κοινόβιο, και που κοιμήθηκε νέος. Από την σύντομη ζωή του ωστόσο, φαίνεται πως πολλοί εμπνεύστηκαν, το νιώθεις ακόμη έτσι όπως κοιμάται στο κέντρο του μοναστηριού.

Νερατζιά στην αυλή της Μονής.

ΕΙΡΗΝΗ

ΕΙΡΗΝΗ

Το φοβερό κάστρο φυλάει φροντισμένες νεραντζιές και ειρηνικά παρτέρια, ανατροπή σχεδόν περιπαικτική. Στο βάθος στη γωνία το αρχονταρίκι. Συνήθως το αρχονταρίκι ενός μοναστηριού δείχνει τον χαρακτήρα του. Εδώ, εκτός από τα ειωθότα, στους τοίχους έχει πίνακες σύχρονης ζωγραφικής που άλλοι εικονίζουν το μοναστήρι άλλοι όχι, στο τραπέζι τα έντυπα Θεόφιλος (στήριξη στην πολύτεκνη οικογένεια) και Φίλοι Φυλακισμένων, και στη γωνία μικρή βιβλιοθήκη. Ούτε αντίχριστοι, ούτε μακεδονίες, ούτε άλλα ανασφαλή. Πάλι καλά. Ο αγιορείτης Μοναχός Μωυσής είναι η παρέα μου στην επίσκεψη αυτή στο Όρος, μέσα από δύο μικρά βιβλία του: την Αγρυπνία στο Άγιον Όρος και το Αθωνικό Απόδειπνο. Τα βγάζω πάλι και τα ξεφυλλίζω μηχανικά.

Στο μονοπάτι.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
ΕΝΑ ΚΑΣΤΡΟ

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΕΝΑ ΚΑΣΤΡΟ

Περπάτησα ανατολικά και νότια ανατολικά από τις Καρυές, στον δρόμο προς την Ιβήρων, γιατί φοβήθηκα να ψάξω μονοπάτι. Μετά από ένα τέταρτο στο σταυροδρόμι έστριψα αριστερά. Είχα τον γίγαντα Άθωνα πίσω μου. Περνάει ακόμη μία ώρα και βλέπω χαμηλά μπροστά μου ένα μοναστήρι σφιχτό και οχυρό, βράχο πάνω στα βράχια της ακτής. Ένα βυζαντινό κάστρο, σκέφτομαι. Είκοσι λεπτά αργότερα περνώ κάτω από τον πύργο την σιδερένια του πύλη.

Η νέα αδελφότητα της Μονής.

ΚΟΙΝΟΒΙΟ

ΚΟΙΝΟΒΙΟ

Στις 6 Μαΐου του 1992 πραγματοποιήθηκε στη Μονή κοινή συνεδρίαση με την συμμετοχή τριμελούς Πατριαρχικής Εξαρχίας, Ιεροκοινοτικής Επιτροπής και της Γεροντικής Ιεράς Συνάξεως της Μονής. Εκεί, αποφασίσθηκε από κοινού η επαναφορά της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος –της τελευταίας αγιορειτικής Μονής που λειτουργούσε υπό το καθεστώς της ιδιορρυθμίας– στο κοινοβιακό σύστημα. Επιπλέον, αποφασίσθηκε ομοφώνως από την Γεροντική Ιερά Σύναξη η επάνδρωση της Μονής από δεκατριμελή Συνοδεία, προερχόμενη από την Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Πρώτος καθηγούμενος της κοινοβιακής Μονής του Παντοκράτορος εξελέγη ο μακαριστός ιερομόναχος Βησσαρίων(Μακρυγιάννης) ο Ξενοφωντινός, ο οποίος ενθρονίσθηκε από την Ιερά Κοινότητα στις 8 Ιουνίου 1992, Κυριακή των Αγίων Πάντων, και έλαβε κατά το έθος την ηγουμενική ράβδο από τον πρώτο τη τάξει αντιπρόσωπο της πενταμελούς Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, Γέροντα Βαρθολομαίο μοναχό Λαυρεώτη, ως διάδοχο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, κτίτορος της πρώτης κοινοβιακής Μονής στο Άγιον Όρος. Στα λίγα χρόνια της ηγουμενίας του πατρός Βησσαρίωνα (6/19 Μαΐου 1992-2/15 Ιουλίου 2001), η Μονή αναδιοργανώθηκε και ξεκίνησαν οι εργασίες για την ανακαίνιση αρκετών κτισμάτων της. Για το λόγο αυτό μάλιστα ανακηρύχθηκε νέος κτήτορας. Το έργο του όμως διέκοψε αιφνίδια ασθένεια που τον οδήγησε στην απόφαση να παραιτηθεί από την ηγουμενία στις 2 Ιουλίου 2001. Λίγους μήνες αργότερα κοιμήθηκε, στις 20 Σεπτεμβρίου.

Η Παναγία Γερόντισσα η Πυροσώτειρα. Φορητή εικόνα.

ΠΥΡΟΣΩΤΕΙΡΑ

ΠΥΡΟΣΩΤΕΙΡΑ

Την 1η Δεκεμβρίου του 1948 μια πυρκαγιά αποτέφρωσε την ανατολική κόδρα. Η πυρκαγιά θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές, αν δεν σταματούσε με θαυματουργικό τρόπο μετά από λιτανεία που ετέλεσαν οι μοναχοί με μικρό αντίγραφο της εφεστίου εικόνος της Παναγίας της Γεροντίσσης (βλ. Σχετική ιστορία). Το αντίγραφο αυτό, λόγω του θαύματος, ονομάστηκε πρόσφατα από τους μοναχούς «Παναγία η Πυροσώτειρα».

Πίνακας ανώνυμου Αγιορείτη μοναχού που παρουσιάζει την απελευθέρωση του Αγίου Όρους από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο.

ΤΟ ’12 ΚΑΙ ΤΟ ’22

ΤΟ ’12 ΚΑΙ ΤΟ ’22

Στις 2 Νοεμβρίου του 1912 το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας και από τότε η ιστορική του πορεία συνδέθηκε με αυτήν του Ελληνικού Κράτους. Το 1922, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η Μονή πλήρωσε το δικό της φόρο αίματος στην εθνική συμφορά. Ο μοναχός Ιωσήφ, οικονόμος του μετοχίου του Αγίου Νικολάου στις Κυδωνίες (Αϊβαλί), βρήκε μαρτυρικό τέλος από τους Τούρκους. Λίγο αργότερα τα παραγωγικά μετόχια του μοναστηριού στη Μακεδονία, τη Θάσο και τη Λήμνο «απαλλοτριώθηκαν» και παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες.

Πιστόλα, που λέγεται ότι ανήκε στον αγωνιστή Εμμ. Παππά. Βρέθηκε στο κελί του Ραβδούχου.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ‘21

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ‘21

Οι αγιορείτες υποστήριξαν με κάθε μέσο την επανάσταση του Εμμανουήλ Παππά στην Ανατολική Μακεδονία το 1821, παραχωρώντας ακόμα και τα κανόνια των πύργων. Η αποτυχία της άνοιξε για το Άγιον Όρος τον ασκό του Αιόλου. Το 1822 οθωμανικά στρατεύματα μπήκαν στον Άθωνα και εγκαταστάθηκαν στα Μοναστήρια, υποχρεώνοντας τους μοναχούς να μεριμνούν για τη συντήρησή τους. Σε έγγραφό τους το 1827 οι επίτροποι της Μονής προηγούμενος Θεόκλητος και γέρων Αγάπιος αναφέρουν: «Καθώς είναι γνωστόν τοις πάσιν, υστερούμεθα και τον επιούσιον άρτον». Οι περισσότεροι μοναχοί ωστόσο, όπως και των υπόλοιπων Μοναστηριών, είχαν ήδη εγκαταλείψει το Άγιον Όρος. Με πλοίο της Μονής πέρασαν στην Θάσο και μετά στην Σκόπελο, μεταφέροντας μαζί τους όλα τα κειμήλια, τα οποία κατέγραψαν και παρέδωσαν στους αρεοπαγίτες εκπροσώπους της Βουλής της Κορίνθου Δρόσο Μανσόλο και Κυριακό Τασίκα, ώστε να εκποιηθούν για τις ανάγκες του Αγώνα. Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών της Ελλάδος Κ. Νοταρά, το ασήμι και το χρυσάφι από τα λιωμένα κειμήλια της Μονής είχαν αξία 6.250 γρόσια. Όσα κειμήλια δεν χρησιμοποιήθηκαν μεταφέρθηκαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, απ᾽ όπου επιστράφηκαν το 1830, μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος, με ενέργειες του Ιωάννη Καποδίστρια.

Σταυρός με Τίμιο Ξύλο, γνωστός ως σταυρός του Ανδρονίκου Β´.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ
ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ

Η δήμευση των αγιορειτικών κτημάτων από τον σουλτάνο Σελίμ Β´ το 1568 ανάγκασε τα Μοναστήρια να δανειστούν υπέρογκα ποσά με επαχθείς όρους, ώστε να εξαγοράσουν εκ νέου τα μετόχια τους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με εξαντλητικούς φόρους, προκάλεσε και στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία προσπάθησε να αντιμετωπίσει καταφεύγοντας σε ζητείες. Επιπλέον, η καταπάτηση του μεγάλου μετοχίου της στη Λήμνο το 1581, την ανάγκασε να πληρώσει 130.300 άσπρα (αργυρά νομίσματα) για την ανάκτησή του. Οι δωρεές χρημάτων αλλά και κτημάτων βοήθησαν στην ανάκαμψη κατά τον 17ο αιώνα. Το 1629, ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Αλέξανδρος προσέφερε ως μετόχι το μοναστήρι Κατσόρι. Έτσι εναλλάσσονταν το επόμενο διάστημα, ανάλογα με τις συγκυρίες, περίοδοι οικονομικού μαρασμού και ανάκαμψης.

Χαλκογραφία της Μονής.

ΧΟΡΗΓΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΒΛΑΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗ
ΜΟΛΔΑΒΙΑ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΛΑΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΛΔΑΒΙΑ

Ο μέγας λογοθέτης της Βλαχίας, Στάικος, σε έγγραφο του 1501 χαρακτηρίζεται ως νέος κτήτορας. Αρχίζει έτσι και για την Ιερά Μονή Παντοκράτορος η σημαντική περίοδος χορηγιών από ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, που στήριξε τα αθωνικά κοινόβια, ειδικά κατά τον 16ο αιώνα, και διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την σημερινή μορφή των κτιριακών συγκροτημάτων τους. Ένας άλλος σημαντικός ευεργέτης ήταν ο ηγεμόνας της Βλαχίας Νεαγκόε Μπασαράμπ Κραϊοβέσκου, που είναι γνωστός και από την κοντινή σχέση του με τον όσιο Νήφωνα και την δραστηριότητά του στην Ιερά Μονή Διονυσίου. Στον Ρουμάνικο βίο του χαρακτηρίζεται και ως κτήτορας των Ιερών Μονών Παντοκράτορος και Ιβήρων. Ο Βασίλι Μπάρσκι, ο ρώσος περιηγητής του 18ου αιώνα, αναφέρει ως τρίτο κτήτορα τον Μπάρμπουλου, ωστόσο δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να επιτρέπουν την ταύτισή του με κάποιον από τους ομώνυμους άρχοντες της εποχής. Ο μέγας βεστιάριος και λογοθέτης (1516-1523, 1539-1541) της Μολδαβίας, Γαβριήλ Τοτρουσιάνου, χρηματοδότησε το 1536/7 την επισκευή του βυζαντινού υδραγωγείου.

Θέα προς τα νότια, στο βάθος ο Άθως.

ΠΥΡΚΑΓΙΑ

ΠΥΡΚΑΓΙΑ

Το 1392, μια πυρκαγιά κατέστρεψε σημαντικό μέρος των κτιρίων, ανάμεσά τους και το αρχείο του Μοναστηριού. Εκτός από την απαραίτητη ανοικοδόμηση, οι πατέρες χρειάστηκε να καταπιαστούν και με την επανέκδοση των σημαντικότερων εγγράφων που διασφάλιζαν τα δίκαια του Μοναστηριού. Μεταξύ αυτών σώζονται σήμερα τρία χρυσόβουλλα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου, του 1393, 1394 και 1396, που επικυρώνουν τις κτήσεις του Μοναστηριού στην Λήμνο και την Ανατολική Μακεδονία. Ακολούθησαν τέσσερα σιγίλλια του οικουμενικού πατριάρχη Αντωνίου Δ: τα δύο επικυρώνουν την κυριότητα των μετοχίων στην Ανατολική Μακεδονία και την Λήμνο και τα άλλα δύο ρυθμίζουν ζητήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της Μονής από τον Πρώτο του Αγίου Όρους και τις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές, αλλά και με την ζωή της μοναστικής κοινότητας (π.χ. σχέσεις ηγουμένου-μοναχών).