Καθολικό

ΚΑΘΟΛΙΚΟ

ΚΑΘΟΛΙΚΟ

Το καθολικό αφιερώθηκε στην Υπαπαντή του Χριστού. Το μαρμάρινο τέμπλο του κατασκευάστηκε το 1899-1900 από τον Τήνιο γλύπτη Ιωάννη Φραντζέσκου Λυρίτη. Περιλαμβάνει δύο παρεκκλήσια αφιερωμένα στους δύο αγίους που πλαισιώνουν την πύλη της Μονής: τον άγιο Παύλο τον Ξηροποταμινό, τον κτήτορα, και τον άγιο Γεώργιο. Πώς όμως ήταν το μοναστήρι πριν την μεγάλη επέκταση του 19ου αιώνα;

Αυλή

ΕΠΕΚΤΑΣΗ

ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Μετά την είσοδο, ο επισκέπτης αντικρύζει μια ευρύχωρη στοά με φυτά φροντισμένα, μια σκιερή αυλή γύρω από τον ναό. Οι ψηλοί όγκοι των κτιρίων σε κάνουν να κοιτάζεις διαρκώς προς τα πάνω. Ο ναός είναι χτισμένος κυριολεκτικά μέσα στην αγκαλιά του βράχου, αφήνοντας πίσω από το ιερό έναν στενό διάδρομο. Όλος αυτός ο χώρος αποτελεί μια εκτεταμένη επέκταση του 19ου αιώνα. Το 1816, με τη φροντίδα του αρχιμανδρίτη Ανθίμου Κομνηνού Αγιοπαυλίτη, ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενος, ξεκίνησε η κατασκευή του τείχους και της μεγάλης δυτικής πτέρυγας, η οποία περιλάμβανε νέα Τράπεζα και παρεκκλήσια, αλλά είχε τότε ξυλόπηκτους τους επάνω ορόφους. Το 1819-20 είχε κτιστεί και το κωδωνοστάσιο. Οι εργασίες όμως διακόπηκαν για λίγα χρόνια εξ’ αιτίας των δεινών που ακολούθησαν την αποτυχημένη επανάσταση του 1821 στην Χαλκιδική, κι ο ίδιος διέφυγε ως πιθανολογούμενο μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Συνεχίστηκαν αργότερα, ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, όταν αποπερατώθηκε το εντυπωσιακό καθολικό με τους έντεκα τρούλους, με δαπάνη του ηγουμένου Σωφρονίου Καλλιγά. Από το 1830 ξεκινούν να φτάνουν στο μοναστήρι Κεφαλλήνιοι, οι οποίοι, ως και τα μέσα του 20ου αιώνα, αποτελούσαν την πλειονότητα της αδελφότητας.

dndndfnfn

ΟΨΗ ΝΕΟΤΕΡΗ

ΟΨΗ ΝΕΟΤΕΡΗ

Μετά από είκοσι λεπτά περπάτημα από τον αρσανά, μιάμιση ώρα αν κανείς ξεκίνησε από την γειτονική Ιερά Μονή Διονυσίου, αντικρύζει επιβλητικά ψηλοτάβανα κτίρια του 19ου αιώνα, πετρόκτιστα, με μεγάλα συμμετρικά παράθυρα. Λιτή μεγαλοπρέπεια, ήσυχη. Δεξιά κι αριστερά στην πύλη στέκουν δύο αγένιοι: ο άγιος Παύλος ο Ξηροποταμινός και ο άγιος Γεώργιος. Επάνω, η Υπαπαντή του Χριστού, στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός. Εικόνες του 19ου αιώνα σε ύφος ρωσικό, στον απόηχο του ρομαντισμού. Ευρωπαϊκή αισθητική, νεότερη. Είναι σαφές πως το βυζαντινό μοναστήρι είχε διαφορετική όψη, πως το μοναστικό συγκρότημα γνώρισε σημαντική επέκταση κατά τον 19ο αιώνα. Μάλιστα, ό,τι βλέπουμε γύρω από την είσοδο είναι η τελευταία προσθήκη που έγινε κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, αφού μια πυρκαγιά κατέστρεψε το 1902 τη δυτική και τη νότια πτέρυγα. Ο Πλούταρχος Θεοχαρίδης επισημαίνει ότι τα κτίρια αυτά σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν με μία ακαδημαική αρχιτεκτονική προσέγγιση, επηρρεασμένα από τα εκλεκτικιστικά ρεύματα της εποχής, όπως συνέβαινε τότε σε όλες τις μονές του Αγίου Όρους.

η πλαγια

Η ΠΛΑΓΙΑ

Η ΠΛΑΓΙΑ

Στην βραχώδη πλαγιά του Άθωνα, στο νοτιοδυτικό άκρο της χερσοννήσου, η Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στέκεται ανάμεσα σε μια απότομη ρεματιά και σ᾽ έναν χείμαρρο που κατεβάζει από το βουνό μεγάλες πέτρες ως την ακτή. Ο χείμαρρος ενδεχομένως συνέβαλε ώστε για κάποια περίοδο η Μονή ονομάστηκε Ξηροποτάμου, πριν αυτό το τελευταίο όνομα αυτό επιστρέψει οριστικά στο πρώτο από τα δύο μοναστήρια που ίδρυσε ο όσιος Παύλος ο Ξηροποταμινός. Δυστυχώς λείπουν πολλά στοιχεία από την πρώιμη ιστορία της Μονής, άλλα ωστόσο τα φωτίζουν η μελέτη και η επίσκεψη.

Η Μονή θα συνεχίζει τον ιστορικό της βίο όσο εγκαταβιούν σε αυτή μοναχοί.

ΜΕΤΟΧΙΑ

ΜΕΤΟΧΙΑ

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος επικύρωσε με χρυσόβουλο του 1408 προς τον ηγούμενο Θεόδουλο δωρεά προς τη Μονή ενός μεγάλου Μετοχίου στην Κασσάνδρα με πύργο και υποστατικά, συνολικής έκτασης 9500 στρεμμάτων, που έφερε το όνομα Άγιος Παύλος. Σε έγγραφο του 1419 ο δεσπότης Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος επικύρωσε τα δικαιώματα της Μονής στα μετόχια Αβραμίται και Νέον Χωρίον. Το 1405 ο Ροδοσλάβος Σάμπιας αφιέρωσε στη Μονή το Μετόχι του Αγίου Γεωργίου κοντά στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, με έκταση 9.000 στρεμμάτων. Το 1469 η πριγκίπισσα Μάρω αγόρασε από την Ιερά Μονή Εσφιγμένου το Μετόχι στον Πρόβλακα Χαλκιδικής και το προσέφερε στη Μονή. Το 1622 η Δόμνα Μπαλάση δώρησε στη Μονή το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου-Ζήτια στη Βλαχία, κοντά στην Κραϊόβα. Το 1664 ο Μύρων Κωνσταντίνος προσάρτησε στη Μονή το μοναστήρι της Αναλήψεως του Σωτήρος-Θεοδωρένι, στη Σουτσάβα της Μολδαβίας. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Μονή είχε μικρό ναό στην Αθήνα, που ο Αθηνών Βενέδικτος, σε επιστολή του της 14-3-1784, συγχώνευσε αυθαίρετα με τον Ναό των Ταξιαρχών. Ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος στις αρχές του 19ου αιώνα αγόρασε μεγάλες εκτάσεις και δημιούργησε μετόχια στην Χαλκιδική και στη Θάσο. Στα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρεται το Μετόχι «Κρομμύδιον» στην Κασσάνδρα, όπου το 1897 εκοιμήθη ο ηγούμενος Γεράσιμος Δραγώνας. Επίσης στην Χαλκιδική, ανήκουν στη Μονή πύργος και ναός των Αγίων Αποστόλων και μετοχιακός ναός της Ζωοδόχου Πηγής του 1852 στη Σάρτη. Σήμερα στη Μονή υπάγεται το Ιερόν Μετόχιον Γεννήσεως της Θεοτόκου στους Θρακομακεδόνες της Αττικής.

Το Κάθισμα Της Παναγίας.

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ
ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ

ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ

Στη Μονή υπάγονται δύο Καθίσματα, της Παναγίας στα βορειοδυτικά της, σε απόσταση 20΄ με τα πόδια, όπου εγκαταβίωνε ο όσιος Δομέτιος κατά τον 14ο αιώνα και το οποίο πρόσφατα ανακαινίσθηκε, και του Αγίου Προδρόμου επίσης στα βορειοδυτικά, όμως σε πιο κοντινή απόσταση, που σήμερα βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση και έχει ερειπωθεί. Τα δύο Καθίσματα απεικονίζονται σε χαλκογραφία του 1798. Στη Μονή ανήκουν επίσης έξι Ησυχαστήρια που βρίσκονται στην διαδρομή μέχρι τη Νέα Σκήτη. Αυτά είναι της Αγίας Τριάδος, του Δανιήλ, του Δαμασκηνού, του Ιωσήφ, το Ζαρκάδι και το Ησυχαστήριο Χαΐρι.

Μικρός διάδρομος εξωτερικά.

ΚΕΛΛΙΑ

ΚΕΛΛΙΑ

Σε έγγραφο του 1409 αναφέρεται πως ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σίμων, παραχώρησε στο μοναχό Θεόδουλο, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, το Κελλί του Σωτηριώτου, που ανήκε στο Πρωτάτο. Σε έγγραφο του 1423 ο ιερομόναχος Ευθύμιος ζήτησε και πήρε από τον Πρώτο Γεννάδιο το Κελλί του Θεοδόχου Συμεών, το επονομαζόμενο του Φιλογόνου, στην περιοχή των Καρυών, που ανήκε στο Πρωτάτο. Η Μονή επέστρεψε το Κελλί στο Πρωτάτο το 1456, σύμφωνα με έγγραφο του Πρώτου Σεραπίωνος. Το έτος 1661, η Μονή αγόρασε τέσσερα Κελλιά στις Καρυές. Σήμερα υπάγονται σε αυτή τρία Κελλιά στις Καρυές: α) του Αγίου Ανδρέα, που είναι το σημερινό Αντιπροσωπείο της, με ομώνυμο παρεκκλήσιο. Το 1867 πούλησε το Κελλί στον Μητροπολίτη πρώην Μοσχονησίων Καλλίνικο ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ευθύμιος, όπου εκοιμήθη και ετάφη στις 13-9-1891. Η Μονή αγόρασε ξανά το Κελλί το 1895. Εργασίες προστασίας και ανακαίνισης έγιναν το 1992 και 1993. β) το Κελλί των Αγίων Θεοδώρων, εκατό μέτρα βορειοδυτικά του Αντιπροσωπείου, όπου επίσης έχουν γίνει σημαντικές εργασίες επισκευής και συντήρησης των εσωτερικών χώρων του. Υπάρχει μαρτυρία πως το 1824 η Μονή αναγκάστηκε να το πουλήσει λόγω δυσβάσταχτων χρεών της. γ) το Κελλί της Υπαπαντής, για το οποίο σε έγγραφο του 1456 αναφέρεται ότι ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σεραπίων το παραχώρησε στον ιερομόναχο Ιάκωβο και τους άλλους μοναχούς. Υπάρχει ωστόσο και παλαιότερη αναφορά, του 1423, σε έγγραφο του Σέρβου δεσπότη Στεφάνου, που αναφέρεται ως Κελλί του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου, το επιλεγόμενο του Φιλογόνου, που ταυτίζεται με το Κελλί της Υπαπαντής και παραχωρήθηκε από τον Πρώτο του Αγίου Όρους, ιερομόναχο Μαλαχία. Τη δεκαετία 1880-1890 το Κελλί ανακαινίσθηκε εκ βάθρων.

Θέα προς τη θάλασσα. Διακρίνεται η Σιθωνία.

Η ΣΚΗΤΗ
ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ονομάζεται και Σκήτη του Λάκκου ή Λακκοσκήτη, βρίσκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους και σε υψόμετρο 280 μέτρων με πυκνή βλάστηση, στο μέσον της απόστασης της Ιεράς Μονής Καρακάλου και της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, σε απόσταση μιάμισης ώρας από την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Οι καλύβες της Σκήτης απλώνονται σε ένα άγριο φαράγγι που σχηματίζει ο χείμαρρος της Μορφονούς, μεταξύ του Αντιάθωνα και του Μικρού Άθω. Η Σκήτη βρίσκεται κοντά στην Μονή των Αμαλφηνών, που καταργήθηκε τον 11ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η Σκήτη ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα. Στις αρχές του 14ου αιώνος εγκαταβιούσαν εκεί Σέρβοι μοναχοί, που λόγω οφειλών προς τη Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, αναγκάστηκαν να της παραχωρήσουν την περιοχή μαζί με την Σκήτη. Στα τέλη του 14ου αιώνα η Σκήτη παραχωρήθηκε στη Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Οι Σέρβοι μοναχοί εγκαταβιούσαν στη Σκήτη μέχρι τον 17ο αιώνα, σύμφωνα με επιγραφή του 1606 που βρέθηκε στην Καλύβα του Αγίου Νικολάου. Από τα μέσα του 18ου αιώνα και μετά μαρτυρείται η παρουσία Μολδαβών στη Σκήτη. Το 1754 η Σκήτη ερημώθηκε και ανασυστάθηκε το 1760 από το Μολδαβό μοναχό Δανιήλ. Την περίοδο της ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι μοναχοί από τη Μολδαβία μειώθηκαν και άρχισαν να επιστρέφουν μετά το 1830. Η ανέγερση του Κυριακού του Αγίου Δημητρίου ξεκίνησε το 1898 και ολοκληρώθηκε το 1899. Το 1904 είχε κτισθεί η Λητή και το Κωδωνοστάσιο. Το 1849 κτίστηκε ο ναός του Κοιμητηρίου, της Αγίας Σκέπης, από τον Μολδαβό μοναχό Ιάκωβο. Στο Κυριακό υπάρχει το αρχονταρίκι, η Τράπεζα και άλλα κτίρια, ενώ γίνονται εργασίες αποκατάστασής του. Μετά από μία μεγάλη κρίση στα μέσα του 1990, που ο αριθμός των μοναχών μειώθηκε δραματικά, σήμερα στη Σκήτη, που έχει 24 καλύβες, κατοικούνται μόνο οι 5, κυρίως από Ρουμάνους μοναχούς: της Αγίας Σκέπης, του Ευαγγελισμού, του Αγίου Νικολάου, της Υπαπαντής και των Αγίων Αρχαγγέλων.

Η Νέα Σκήτη.

Η ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

Η ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ

Τιμώμενη στο Γενέσιον της Θεοτόκου, βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, σε επικλινή τοποθεσία στην νοτιανατολική πλευρά του Άθω. Η απόστασή της από την Μονή δεν ξεπερνά τα 30 λεπτά πεζή. Υπάρχουν συγκεχυμένες μαρτυρίες πως τον 10ο αιώνα ήταν κτισμένη ψηλότερα, έφερε την ονομασία του Βενεδίκτου ή του Σταυρού και το Κυριακό της ήταν στη θέση της σημερινής Καλύβης των Αγίων Αναργύρων. Το 2ο μισό του 11ου αιώνα η Σκήτη μεταφέρθηκε προς τη θάλασσα και το Κυριακό της οικοδομήθηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται η Καλύβη της Υπαπαντής. Εκείνη την περίοδο, επί Κομνηνών, κτίστηκε και ο οχυρωματικός Πύργος, όπου υπήρχε παρεκκλήσιο της Αγίας Άννης, το οποίο λειτουργούσε μέχρι το 1950. Η Σκήτη ονομαζόταν και Σκήτη του Πύργου, όπως τη συναντούμε σε χειρόγραφο του 1756 και σε αντίγραφο χειρογράφου του 1814, και εκτιμάται πως είχε αυτό το όνομα μέχρι το 1819, οπότε και έλαβε την ονομασία Νέα Σκήτη ή Σκήτη της Θεοτόκου. Ωστόσο, σε χειρόγραφα της Σκήτης αναφέρεται σε σιγγίλιο του Πατριάρχη Κυπριανού, του 1709, ως Νέα Σκήτη, παρόλο που ιδρύθηκε το 1753, με άδεια από τη Μονή. Η παραπάνω πληροφορία προέρχεται από χειρόγραφα του Κυριακού. Το 1819 η Νέα Σκήτη με σιγγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ κατοχυρώθηκε στη Ιερά Μονή Αγίου Παύλου. Η σημερινή μορφή της Σκήτης ιστορείται από το 1850 και μετά.
Το Κυριακό της Σκήτης είναι αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου και η ανέγερση του ξεκίνησε το 1730 και ολοκληρώθηκε το 1757 με δωρεά κατοίκων των Ιωαννίνων. Φέρει νάρθηκα και εξωνάρθηκα και είναι ιστορημένος με τοιχογραφίες. Φέρει ξυλόγλυπτη Αγία Τράπεζα. Το 1901 κτίστηκε στο Κυριακό το Παρεκκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου ετάφησαν οι αρχιερείς Θεοφάνης Λακεδαιμονίας, Βησσαρίων Ραψάνης και Γεράσιμος Χαλεπίου. Στο προαύλιο του Κυριακού βρίσκεται ο κοιμητηριακός ναός των Αγίων Πάντων και λίγο πιο πέρα το οστεοφυλάκιο.
Στη Βιβλιοθήκη του Κυριακού φυλάσσονται χειρόγραφα, αντίγραφα του 19ου αιώνα του γνωστού αντιγραφέα και λόγιου μοναχού Ιακώβου και έντυπα βιβλία. Στο Σκευφυλάκιο φυλάσσονται εικόνες, άμφια, σταυροί, εγκόλπια, ράβδοι και ιερά λείψανα αγίων.
Η Νέα Σκήτη έχει περίπου 30 Καλύβες, με μικρό ναό στις περισσότερες από αυτές και μικρή έκταση γης. Εκεί εγκαταβιούν περί τους 60 μοναχούς. Τα εργόχειρα των μοναχών είναι η αγιογραφία, με σπουδαίους τους Κυριλλαίους, του Αβραμαίους, τους Σπυριδωναίους, η ξυλογλυπτική, η χρυσοχοΐα και οι αγροτικές εργασίες, κυρίως η καλλιέργεια εσπεριδοειδών.
Σημαντικοί άγιοι και ασκητές που εγκαταβίωσαν στην Σκήτη ήταν ο οσιομάρτυς Παχώμιος από τη Βόρειο Ήπειρο, ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο άγιος Ιλαρίων ο Νέος ο Ιβηρίτης, και από τον κύκλο των Κολλυβάδων ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Κύριλλος ο Φιλόσοφος, ο Αθανάσιος από το Μεσολόγγι κ.ά.


Άγγελος Κυρίου συνομιλεί με τον όσιο Παχώμιο. Τοιχογραφία εντός του παρεκκλησίου Αγίου Γεωργίου.

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου διαθέτει δύο παρεκκλήσια: το βόρειο, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο και το νότιο, στον κτήτορα της μονής όσιο Παύλο και στον άγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας. Στον ευρύτερο χώρο εντός της μονής υπάρχουν άλλα επτά παρεκκλήσια: του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ανθίμου Νικομηδείας, του Αγίου Γερασίμου, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.Πέραν των ανωτέρω, η μονή διαθέτει και παρεκκλήσια έξω από τον περίβολό της: των Αγίων Πάντων στο κοιμητήριο, του Αγίου Δημητρίου στο παλαιό κοιμητήριο, του Αγίου Τρύφωνος στους κήπους, του Αγίου Σπυρίδωνος στον ελαιώνα, του Αγίου Δημητρίου στον ταρσανά, του Αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου στο κονάκι των Καρυών, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο δασονομείο του βουνού και του Αγίου Νικολάου στο κτήμα του Μονοξυλίτη.
Νοτιοδυτικά της μονής, στο κοιμητήριο, βρίσκεται το παρεκκλήσιο των Αγίων Πάντων, κτισμένο το 1795, στον τύπο του συνεπτυγμένου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο χωρίς τύμπανο και νάρθηκα. Αντίστοιχα, στη νοτιοανατολική πλευρά της σώζεται ο παλαιός κοιμητηριακός ναός του Αγίου Δημητρίου, ο οποίος έπαψε να λειτουργεί όταν κτίστηκε το νεότερο παρεκκλήσι.