Η εργασία αποτελεί σημαντική πτυχή της μοναχικής ζωής.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ
ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΒΙΩΣΑΝ
ΣΤΗ ΜΟΝΗ

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΒΙΩΣΑΝ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

Κατά την περίοδο του νεότερου ιστορικού βίου της Μονής διακρίθηκαν οι παρακάτω Παντοκρατορινοί πατέρες: α) Βενιαμίν ο Λέσβιος. Υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πνευματικά και ιστορικά δρώμενα της ταραχώδους περιόδου κατά την οποία εζησε. Γεννήθηκε στο Πλωμάρι το 1762 και πρέπει να εγκαταβίωσε στη Μονή σε πολύ νεαρή ηλικία, αφού το 1780 απεστάλη στο Μετόχι του Αγίου Νικολάου στις Κυδωνίες. Η γνωριμία του εκεί με τον λόγιο Ιωάννη Οικονόμου απετέλεσε την αφετηρία ενός μακρού κύκλου σπουδών, αρχικά στη Σχολή της Χίου, όπου δίδασκαν οι Αθανάσιος Πάριος και Δωρόθεος Πρώϊος, και στη Σχολή της Πάτμου, αργότερα δε στην Πίζα, το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου σπούδασε μαθηματικά, φυσική, μετεωρολογία και αστρονομία. Προ του 1800 είχε επιστρέψει στις Κυδωνίες, όπου διορίστηκε διδάσκαλος στην Ακαδημία της πόλεως, ενώ μετά το 1812 δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη, στη Σχολή του Βουκουρεστίου όπου διετέλεσε και διευθυντής, και στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Εκτός του διδασκαλικού του έργου, ο Βενιαμίν ύπηρξε και ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, ενώ μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος μετέσχε ως μέλος στη Β´ Εθνοσυνέλευση και ορίστηκε αρμοστής των νησιών του Αιγαίου. Απεβίωσε στο Ναύπλιο στις 26 Αυγούστου του 1824. Πιθανότατα δικό του αφιέρωμα στη Μονή είναι ένας διακοσμημένος σταυρός του 1788, όπου μάλιστα μνημονεύεται ως προηγούμενος, γεγονός που υποδηλώνει ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Βενιαμίν εξακολουθούσε να συνδέεται στενά με τη Μονή της μετανοίας του. β) Αρχιμανδρίτης Δανιήλ από τη Θάσο. Καταγόταν από την Καλλιράχη της Θάσου και είχε αποφοιτήσει από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή προ του 1850. Χρημάτισε προϊστάμενος της Μονής και επίτροπος της Ιεράς Κοινότητος στη Θεσσαλονίκη ήδη πριν από το 1860. Απεστάλη ως οικονόμος του Μετοχίου των Κυδωνιών κατά τη δεκαετία 1870-1880, όπου και προέστη των ανακαινιστικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν. Απεβίωσε στην ίδια πόλη στις 19 Φεβρουαρίου 1884 και κηδεύθηκε με μεγαλοπρέπεια, δαπάναις της Ιεράς Κοινότητος. γ) Καλλίνικος Μοναχός (1821-1884). Καταγόταν από τη Συνασσό της Καππαδοκίας και σπούδασε αρχικά στην Αθωνιάδα και εν συνεχεία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Διετέλεσε διδάσκαλος στην Αθωνιάδα μεταξύ των ετών 1864 και 1868 και μετέβη στη γενέτειρά του, όπου συνέχισε το διδασκαλικό του έργο, υπηρετώντας συγχρόνως και ως ιεροκήρυκας. Την τελευταία περίοδο του βίου του εγκαταβίωσε στο κάθισμα του οσίου Ονουφρίου, εκτός της Μονής, όπου και παρέφρασε τα Ασκητικά του αββά Ισαάκ του Σύρου, έργο το οποίο εξέδωσε στην Αθήνα το 1877. Διακρίθηκε για τον ασκητικό και ενάρετο βίο του και εκοιμήθη στις 25 Μαρτίου του 1884. δ) Δανιήλ Στεργιάδης. Καταγόταν από τον Πλάτανο Θεσσαλίας και σπούδασε θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τη δεκαετία 1840-1850. Εν συνεχεία εγκαταβίωσε στη Μονή, όπου αναδείχθηκε προϊστάμενός της περί το 1860 και έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου το 1864. Κατά τη δεκαετία 1850-1860 δίδαξε στην Αθωνιάδα και απεβίωσε από σοβαρή ασθένεια στις 13 Αυγούστου 1885. ε) Αρσένιος ιερομόναχος. Καταγόταν από τη Μικρά Ασία και εγκαταβίωσε αρχικά στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος, εν συνεχεία δε εξελέγη ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ξενοφώντος από τον Σεπτέμβριο του 1872 ως τις 23 Νοεμβρίου 1873. Επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του και από εκεί ήλθε στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος, της οποίας διετέλεσε πνευματικός ως το θάνατό του το 1894. ς) Διακο-Γρηγόριος. Καταγόταν από το Λειβάδι Χαλκιδικής και ονομαζόταν Γεώργιος Κοψαχείλης. Στη Μονή εγκαταβίωσε το 1874, σε ηλικία 20 ετών. Δύο χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος και το 1888 ιερέας, ενώ το 1891 έλαβε και το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη. Σπούδασε στην Αθωνιάδα και υπηρέτησε ως υπογραμματέας στην Ιερά Κοινότητα από το 1882 ως το 1885. Εκοιμήθη στις 12 Αυγούστου 1935. ζ) Μοναχός Αγάθων. Καταγόταν από την Περίσταση της Θράκης και εγκαταβίωσε στη Μονή σε ηλικία 18 ετών. Το 1860 ήταν ήδη προϊστάμενος της Μονής, ενώ υπήρξε και άριστος καλλιγράφος. Του ζητήθηκε από τον πατριάρχη Ιωακείμ Β´ να συμμετάσχει στην επιτροπή για την αναθεώρηση του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας υπό τον Γ. Βιολάκη το 1880. Για τη συμβολή του στο έργο αυτό ο ίδιος πατριάρχης του απένειμε, στις 13 Μαίου 1882, το οφφίκιο του Μεγάλου Εκκλησιάρχου. Την ίδια περίοδο του είχε ζητηθεί από το Πατριαρχείο να συγκεντρώσει συνδρομές από τις Μονές και Σκήτες του Αγίου Όρους για τη λειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αποστολή την οποία διεκπεραίωσε με επιτυχία. Εκοιμήθη στις 17 Σεπτεμβρίου του 1886. η) Ιωσήφ Προηγούμενος. Ονομαζόταν Ιωάννης Κουκουτός και καταγόταν από τις Κυδωνίες. Εγκαταβίωσε στη Μονή το 1894, σε ηλικία 25 ετών, και υποτάχθηκε στον Πνευματικό Παΐσιο. Εκάρη μοναχός το 1898 και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας το επόμενο έτος. Το 1909 αναδείχθηκε σε προϊστάμενο και προηγούμενο της Moνής. Το 1911 εστάλη ως οικονόμος στο Μετόχι της Moνής στη γενέτειρά του, όπου εργάσθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία, ως τον μαρτυρικό του θάνατο από τους Τούρκους το 1922. θ) Αλέξιος Προηγούμενος. Καταγόταν από το Λειβάδι Χαλκιδικής και ονομαζόταν Απόστολος Λιόλιος. Είχε φοιτήσει στο Γυμνάσιο Κυδωνιών και στη Γαλλική Σχολή Θεσσαλονίκης. Εισήλθε στη Μονή το 1904, σε ηλικία 30 ετών, και εκάρη μοναχός το 1906. Το 1920 έγινε προϊστάμενος της Moνής και το επόμενο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας. Υπηρέτησε στην Ιερά Κοινότητα ως υπογραμματεύς από το 1914 ως το 1920. Εκοιμήθη στη Μονή στις 2 Ιανουαρίου του 1939. ι) Θεοφάνης Παντοκρατορινός. Έζησε κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνος και εξήγησε, μαζί με τους συγχρόνους του Ματθαίο Βατοπαιδινό, Ιωάσαφ Διονυσιάτη και Νικόλαο Δοχειαρίτη, την παλαιά παρασημαντική της βυζαντινής μουσικής, έργο το οποίο θεωρείται πολύ σημαντικό από τους ειδικούς. Εξήγησε εκκλησιαστικά μέλη, τα οποία δεν είχαν ερμηνεύσει οι τρεις μεγάλοι εξηγητές, Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ, Γρηγόριος Πρωτοψάλτης και Χρύσανθος Μαδύτου. ια) Φώτιος ιεροδιάκονος ο Καλλιπολίτης. Γεννήθηκε στην Καβοσπύρα Καλλιπόλεως το 1875 και ονομαζόταν Γεώργιος Κωνσταντινίδης. Σε ηλικία 16 ετών εισήλθε στη Μονή και υποτάχθηκε στον Γέροντα προηγούμενο Αθανάσιο. Εκάρη μοναχός το 1893 και το 1895 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Εξελέγη προϊστάμενος της Moνής το 1904 και δίδαξε στην Αθωνιάδα από το 1903 έως το 1907, όντας απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Διετέλεσε υπογραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος από το 1902 ως το 1907 και γραμματεύς ως το 1909. Υπήρξε επί 18 έτη διαχειριστής του Μετοχίου «Αλεξόπυργος» στη Λήμνο. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου του 1933. ιβ) Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Μαδυτηνός. Γεννήθηκε το 1889 και ονομαζόταν Βασίλειος Χρυσοστόμου Καμάδος. Στη Μονή εισήλθε το 1901, σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, ενώ δύο χρόνια αργότερα εκάρη μοναχός. Τον Ιούνιο του 1910 χειροτονήθηκε διάκονος και το Φεβρουάριο του 1918 ιερέας στην Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για σπουδές στη Θεολογική Σχολή. Είχε σπουδάσει επίσης στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στις 20 Ιανουαρίου του 1920 αναδείχθηκε σε αρχιμανδρίτη και προϊστάμενο της Μονής. Κατά τα έτη 1920-1923 χρημάτισε αρχιγραμματεύς της Ιεράς Κοινότητος, ενώ από το 1923 έως το 1927 υπήρξε πληρεξούσιός της στην Αθήνα για τη σύνταξη του Καταστατικού Χάρτου του Αγίου Όρους και άλλες υποθέσεις. Διετέλεσε επίσης σχολάρχης της νέας Αθωνιάδας από το 1930 έως το 1941. Από το 1945 έως το 1954 δίδαξε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Ξάνθης, όπου διακρίθηκε για το εκκλησιαστικό του ήθος. Εκοιμήθη στις 4/17 Φεβρουαρίου 1959 πτωχότατος και ενταφιάσθηκε στα Κοιμητήρια του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Θεσσαλονίκη.

Η Μονή έχει ολοκληρώσει τα ανακαινιστικά έργα των πτερύγων.

Η ΕΠΑΝΑΚΟΙΝΟ-
ΒΙΟΠΟΙΗΣΗ
(1992)

Η ΕΠΑΝΑΚΟΙΝΟΒΙΟΠΟΙΗΣΗ (1992)

Στις 6 Μαΐου του 1992 πραγματοποιήθηκε στη Μονή κοινή συνεδρίαση με την συμμετοχή τριμελούς Πατριαρχικής Εξαρχίας, Ιεροκοινοτικής Επιτροπής και της Γεροντικής Ιεράς Συνάξεως της Μονής. Εκεί, αποφασίσθηκε από κοινού η επαναφορά της Μονής Παντοκράτορος –της τελευταίας αγιορείτικης Μονής που λειτουργούσε υπό το καθεστώς της ιδιορρυθμίας– στο κοινοβιακό σύστημα. Επιπλέον, αποφασίσθηκε ομοφώνως από την Γεροντική Ιερά Σύναξη η επάνδρωση της Μονής από Συνοδεία 13 μελών, προερχόμενη από την Ιερά Μονή Ξενοφώντος. Πρώτος καθηγούμενος της κοινοβιακής Μονής του Παντοκράτορος εξελέγη ο μακαριστός ιερομόναχος Βησσαρίων (Μακρυγιάννης) ο Ξενοφωντινός, ο οποίος ενθρονίσθηκε από την Ιερά Κοινότητα στις 8 Ιουνίου 1992, Κυριακή των Αγίων Πάντων, και έλαβε κατά το έθος την ηγουμενική ράβδο από τον πρώτο τη τάξει αντιπρόσωπο της πενταμελούς Ιεροκοινοτικής Επιτροπής, Γέροντα Βαρθολομαίο μοναχό Λαυρεώτη, ως διάδοχο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, κτήτορα της πρώτης κοινοβιακής Μονής στο Άγιον Όρος. Επί των ημερών της ηγουμενίας του μακαριστού Γέροντος Βησσαρίωνος (6/19 Μαΐου 1992-2/15 Ιουλίου 2001), η Μονή αναδιοργανώθηκε και ανέθαλε πνευματικά, ενώ ξεκίνησαν και οι εργασίες για την ανακαίνιση αρκετών κτισμάτων της. Για το λόγο αυτό ανακηρύχθηκε και νέος κτήτορας της Μονής. Όμως, το καρποφόρο έργο του διέκοψε αιφνιδίως βαρύτατη ασθένεια που τον καθήλωσε στο κρεβάτι του πόνου και τον οδήγησε στην απόφαση να παραιτηθεί από την ηγουμενία της Μονής στις 2 Ιουλίου 2001. Λίγους μήνες αργότερα ο Κύριος τον καλούσε στην χώρα των ζώντων. Ο μακαριστός Γέρων Βησσαρίων εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Σεπτεμβρίου (π.η.) του ιδίου έτους, «καταλιπών φήμη εναρέτου ανδρός». Η εξόδιος ακολουθία τελέσθηκε την επομένη ημέρα παρουσία πλήθους κληρικών, μοναχών και λαϊκών, μέσα σε κλίμα πένθους για τον άωρο θάνατό του, αλλά και με τη χαρά και την ελπίδα της Αναστάσεως. Στη θέση του παραιτηθέντος από την ηγουμενία μακαριστού Γέροντος Βησσαρίωνος, εξελέγη από την αδελφότητα της Μονής νέος ηγούμενος ο ιερομόναχος Γαβριήλ, επί των ημερών του οποίου η αδελφότητα της Μονής Παντοκράτορος γνωρίζει νέα άνθηση, με την αύξηση των μελών της και την ολοκλήρωση των ανακαινιστικών εργασιών στις παλαιές πτέρυγες του κτηριακού συγκροτήματος της Μονής. Η αδελφότητα σήμερα αριθμεί περί τους 30 πατέρες.

Στο ιδιόρρυθμο καθεστώς κάθε μοναχός φρόντιζε για την επιβίωσή του.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΗΣ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΑΣ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΙΑΣ

Στις 2 Νοεμβρίου του 1912, μετά από 488 χρόνια υποδούλωσης, ταπεινώσεων και ποικίλων περιπετειών, το Άγιον Όρος απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό μέσα σε κλίμα γενικής ευφορίας και πανηγυρικών εκδηλώσεων των Αγιορειτών. Έκτοτε, όλες οι αγιορειτικές Μονές συνέδεσαν την ιστορική τους πορεία με αυτήν του Ελληνικού Κράτους. Το 1922, όμως, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η Μονή πλήρωσε το δικό της φόρο αίματος στην μεγάλη εθνική συμφορά. Ο μοναχός Ιωσήφ, οικονόμος του μετοχίου του Αγίου Νικολάου στις Κυδωνίες, βρήκε μαρτυρικό τέλος από τους Τούρκους. Ταυτοχρόνως, απώλεσε τα παραγωγικά μετόχια της στη Μακεδονία, τη Θάσο και τη Λήμνο, λόγω της «απαλλοτριώσεώς» τους και της παραχωρήσεώς τους στους πρόσφυγες. Στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Μονή κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν ήλθε να προστεθεί μια πυρκαγιά που αποτέφρωσε την ανατολική κόδρα την 1η Δεκεμβρίου του 1948. Η πυρκαγιά θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερης εκτάσεως καταστροφές, αν δεν σταματούσε με θαυματουργικό τρόπο μετά από λιτανεία που τέλεσαν οι μοναχοί με μικρό αργυρεπένδυτο αντίγραφο της εφεστίου εικόνος της Παναγίας της Γεροντίσσης. Το αντίγραφο αυτό, λόγω του θαύματος, ονομάστηκε πρόσφατα από τους μοναχούς «Παναγία η Πυροσώτειρα». Έκτοτε, το καθεστώς της ιδιορρυθμίας σε συνδυασμό με τη λειψανδρία, φαινόμενο γενικευμένο στο Άγιον Όρος κατά τη μεταπολεμική περίοδο, καθιστούσαν ολοένα και δυσκολότερη τη λειτουργία της Μονής. Η δυσχερής αυτή κατάσταση διήρκεσε ως τον Μάιο του 1992, όταν η Μονή μετατράπηκε ξανά σε κοινοβιακή. Τελευταίος πρωτεύων προηγούμενος της ιδιόρρυθμης Μονής διετέλεσε ο ιερομόναχος Ευθύμιος Πρέπης από τους Μαγουλάδες της Κέρκυρας.

«Φως ιλαρόν».

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η Επανάσταση του 1821 σήμανε την απαρχή νέων μεγάλων περιπετειών για τη Μονή, όπως και για ολόκληρο το Άγιον Όρος. Οι Αγιορείτες υποστήριξαν εμφανώς την επαναστατική δράση του Εμμανουήλ Παπά στην Ανατολική Μακεδονία. Μάλιστα, σύμφωνα με προφορική παράδοση, για τους σκοπούς της Επαναστάσεως στο Άγιον Όρος παραχωρήθηκαν και τα κανόνια των πύργων της Μονής, τα οποία απεικονίζονται σε παλαιές χαλκογραφίες. Όμως, η αποτυχία των μακεδονικών δυνάμεων του Εμμανουήλ Παπά άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για το Άγιον Όρος. Τον Φεβρουάριο του 1822 εισήλθαν τουρκικά στρατεύματα, τα οποία εγκαταστάθηκαν στις Μονές, υποχρεώνοντας μάλιστα τους εναπομείναντες μοναχούς να μεριμνούν για τη συντήρησή τους. Ταυτοχρόνως επιβλήθηκαν βαρύτατοι φόροι, γεγονός που οδήγησε τις Μονές σε απόλυτη ένδεια. Αυτό επιβεβαιώνεται και από όσα αναφέρουν σε έγγραφό τους το 1827 οι επίτροποι της Μονής προηγούμενος Θεόκλητος και γέρων Αγάπιος: «Καθώς είναι γνωστόν τοις πάσιν, υστερούμεθα και τον επιούσιον άρτον». Οι περισσότεροι πατέρες της Μονής, όπως και άλλων αγιορειτικών Μονών, είχαν ήδη εγκαταλείψει το Άγιον Όρος προ της ελεύσεως των τουρκικών στρατευμάτων. Κατέφυγαν με πλοιάριο της Μονής αρχικά στη Θάσο και από εκεί στη Σκόπελο, μεταφέροντας μαζί τους όλα τα κειμήλια, τα οποία, μετά την άφιξή τους στη Σκόπελο κατέγραψαν και παρέδωσαν στους αρεοπαγίτες εκπροσώπους της Βουλής της Κορίνθου Δρόσο Μανσόλο και Κυριακό Τασίκα, με σκοπό να εκποιηθούν για τις ανάγκες του Αγώνα. Τα ιερά άμφια φυλάχθηκαν στη Μονή της Επισκοπής στη Σκόπελο. Σύμφωνα με τον υπουργό οικονομικών της Ελλάδος Κ. Νοταρά, το ασήμι και το χρυσάφι που χωνεύθηκε από τα κειμήλια της Μονής ανερχόταν σε αξία στα 6.250 γρόσια, ποσό το οποίο, ασφαλώς, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένης της ιστορικής αξίας των σκευών και της πολύτιμης και περίτεχνης διακοσμήσεώς τους. Όσα κειμήλια δεν χρησιμοποιήθηκαν μεταφέρθηκαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στην Πελοπόννησο, απ᾽ όπου και επεστρά¬φη¬σαν τελικά στη Μονή το 1830, μετά την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το Άγιον Όρος, με ενέργειες του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια. Μετά το τέλος αυτής της πολυετούς και επώδυνης περιπέτειας των παντοκρατορινών μοναχών, η Μονή ανασυγκροτήθηκε και αναδιοργανώθηκε. Mε δαπάνες του παντοκρατορινού αρχιμανδρίτη και οικονόμου της Μονής στο μετόχι της Βλαχίας Μελετίου Κατσοράνου του Κυδωνιέως πραγματοποιήθηκαν σοβαρές ανακαινίσεις και επισκευές κυρίως στο Καθολικό, του οποίου επιζωγραφήθηκαν και οι τοιχογραφίες, όπως και σε άλλα κτίσματα. Παρά τα οικονομικά προβλήματα που εξακολουθούσαν να την ταλανίζουν, η Μονή γνώρισε σταδιακή ανάκαμψη και αριθμούσε το 1903 58 μοναχούς.

Σκίτσο του Μπάρσκι στο οποίο επικολλήθηκαν σύγχρονες φωτογραφίες της Μονής.

Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(ως την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

Β' ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ)

Η δήμευση των αγιορειτικών κτημάτων από τον σουλτάνο Σελίμ Β´ το 1568 ανάγκασε τις μονές να δανειστούν υπέρογκα ποσά με επαχθείς όρους, ώστε να εξαγοράσουν εκ νέου τα μετόχια τους και να καταβάλουν χαράτσι 14.000 χρυσών φιορινίων και άλλους φόρους. Το γεγονός αυτό δημιούργησε στη Μονή οικονομικά προβλήματα, τα οποία προσπάθησε να αντιμετωπίσει καταφεύγοντας σε ζητείες. Επιπλέον, η καταπάτηση του μεγάλου μετοχίου της Μονής στη Λήμνο το 1581, την ανάγκασε να πληρώσει 130.300 άσπρα για την ανάκτησή του. Σύντομα η Μονή κατόρθωσε να ανακάμψει και επιπλέον να αποκτήσει δια δωρεάς ή με εξαγορά νέα μετόχια και κτήματα, όπως το μοναστήρι Κατσόρι στη Βλαχία, το οποίο δώρισε το 1629 ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Αλέξανδρος (Ilias). Συγχρόνως άρχισαν να εκτελούνται νέες εργασίες ανακαίνισης και επέκτασης σε διάφορα κτίσματα της Μονής, όπως το Καθολικό και η νοτιοανατολική πτέρυγα. Έτσι, όταν το 1629/30 επισκέφθηκε «τον Παντοκράτορα» ο Σερραίος κληρικός παπα-Συναδινός, κατά τη διάρκεια ενός προσκυνηματικού ταξιδιού του στο Άγιον Όρος, το οποίο καταγράφει στη Χρονογραφία του, τον χαρακτηρίζει «σιμαζηχτηκόν μοναστήρι», δηλ. νοικοκυρεμένο. Ακολούθησε μια περίοδος ύφεσης από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα. Τότε πιθανότατα διακόπτεται και ο κοινοβιακός βίος της Μονής, με τελευταίο γνωστό ηγούμενό της τον Ιερεμία (1648-1656), χωρίς ωστόσο να αποκλείεται ότι είχαν ήδη προϋπάρξει κάποια μικρά διαστήματα ιδιορρυθμίας, φαινόμενο που ασφαλώς συνδέεται με τις οικονομικές δυσχέρειες που είχε αντιμετωπίσει κατά περιόδους η Μονή. Κατά την περίοδο αυτή η Μονή είχε να αντιμετωπίσει, όπως και οι άλλες Μονές του Αγίου Όρους, και το φαινόμενο της πειρατείας. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον Μπάρσκυ, η Μονή δεχόταν συχνά πειρατικές επιδρομές, ανάγκασε τους μοναχούς να οχυρώσουν τους πύργους της με κανόνια. Με την αρωγή κάποιων παραγωγικών μετοχίων της, όπως εκείνα της Θάσου, η Μονή κατόρθωσε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα να ανακάμψει και να οδηγηθεί σε νέα περίοδο άνθησης, η οποία σηματοδοτείται από την πρόσκτηση νέων μετοχίων, την ανάπτυξη των παλαιοτέρων και την εκτέλεση οικοδομικών έργων μεγάλης κλίμακας. Ανοικοδομήθηκε η Τράπεζα, επισκευάστηκαν ο κεντρικός τρούλλος του Καθολικού και η δυτική πτέρυγα και ανακαινίστηκε η βόρεια, μαζί με το παρεκκλήσιο των Αγίων Ανδρέα και Iωαννικίου και το παρεκκλήσιο των Αρχαγγέλων. Ιδιαίτερη μέριμνα καταβλήθηκε επίσης για τον εμπλουτισμό του Σκευοφυλακίου με νέα ιερά κειμήλια, καθώς και για την κατασκευή πολύτιμων λειψανοθηκών. Παρά το γεγονός ότι όλες αυτές οι εργασίες δημιούργησαν μεγάλα χρέη στη Μονή, οι Παντοκρατορινοί κατόρθωσαν, συνεπικουρούμενοι από τον γνωστό Θεσσαλονικέα ευπατρίδη Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου, να αντιμετωπίσουν και τη νέα δυσχερή οικονομική κατάσταση. Κατά την περίοδο αυτή γνωρίζουμε ότι στη Μονή εγκαταβιούσε ένας σημαντικός αριθμός μοναχών, που κυμαινόταν από 60 έως 136 πατέρες.

Θέα των τρούλων του Καθολικού από τα δυτικά

Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως το 1568)

Α' ΠΕΡΙΟΔΟΣ (ως το 1568)

Το Άγιον Όρος υποτάχθηκε στους Οθωμανούς το έτος 1423/4. Κατά την περίοδο που ακολούθησε, η Μονή, με ηγούμενο τον ιερομόναχο Νίκανδρο (1423), κατόρθωσε να αντιπαλαίσει τις αντίξοες συνθήκες, δεχόμενη ένα σημαντικό αριθμό δωρεών και νέων μετοχίων που την ενίσχυσαν οικονομικά και της προσέδωσαν μια σχετική οικονομική ευρωστία. Το 1471, επί ηγουμενίας Ιγνατίου, την επισκέφθηκε και ρύθμισε θέματα της Μονής ο μαθητής του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος Α´, ο νέος κτήτορας της Μονής Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο, μετά την πρώτη παραίτησή του από τον οικουμενικό θρόνο. Την ίδια περίοδο, ο πρώην ηγούμενος της Μονής Ιγνάτιος Ζαγρήφας αναδείχθηκε σε Πρώτο του Αγίου Όρους (1483-1496), ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1522, στο ίδιο αξίωμα προβλήθηκε και ο Παντοκρατορινός ιερομόναχος Νήφων. Από τα τέλη του 15ου και σε ολόκληρο τον 16ο αιώνα, περίοδο πνευματικής ανάκαμψης του υπόδουλου Ελληνισμού, η Μονή ενισχύθηκε, όπως και άλλες αγιορειτικές Μονές, από ορθόδοξους ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών. Πρώτος την ευεργέτησε ο μέγας λογοθέτης της Βλαχίας Στάικος, ο οποίος χαρακτηρίζεται σε έγγραφο του 1501 νέος κτήτορας της Μονής. Ευεργέτης της υπήρξε και ο γαμπρός του, μέγας ποστέλνικος Νεαγκόε από το Περίς (1516-1529). Άλλος ένας ηγεμόνας της Βλαχίας ο οποίος προσέφερε σημαντική αρωγή κατά την περίοδο αυτή στη Μονή ήταν ο Νεαγκόε Μπασαράμπ Κραϊοβέσκου (1512-1521), πρόσωπο γνωστό κυρίως από την ιδιαίτερη σχέση του με τον όσιο Νήφωνα, στο ρουμανικό βίο του οποίου χαρακτηρίζεται και ως κτήτορας των Ιερών Μονών Παντοκράτορος και Ιβήρων. Με ανακαινιστικά έργα στη Μονή κατά την περίοδο αυτή συνδέονται και τα ονόματα δύο ακόμη αξιωματούχων της Μολδοβλαχίας: α) του Μπάρμπουλου, που χαρακτηρίζεται από τον Μπάρσκυ τρίτος κτήτορας της Μονής, αλλά δεν είναι δυνατόν με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία να τον ταυτίσουμε με κάποιον από τους ομώνυμους αξιωματούχους που μνημονεύονται κατά την περίοδο αυτή, και β) του μεγάλου βεστιαρίου και λογοθέτη (1516-1523, 1539-1541) της Μολδαβίας Γαβριήλ Τοτρουσιάν (Totrusanu), ο οποίος χρηματοδότησε την επισκευή του βυζαντινού υδραγωγείου της Μονής το 1536/7. Μεταξύ των ευεργετών αυτής της περιόδου μπορούμε να συναριθμήσουμε και τον μέγα κόμη Barcan (1560-1568) και τους τρεις γιούς του Radul, Manea και Diicul, οι οποίοι χρηματοδότησαν την κατασκευή της αργυρής επένδυσης του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου. Παράλληλα με αυτές τις δωρεές προς τη Μονή, οι οποίες σχετίζονται με τις σοβαρές επισκευαστικές εργασίες που εκτελέστηκαν κατά την περίοδο αυτή, το Σεπτέμβριο του 1537 ο πατριάρχης Ιερεμίας Α´ επικύρωσε με σιγίλλιό του την ανεξαρτησία της Μονής και τα δίκαιά της, όπως αυτά ορίζονταν σε παλαιότερο σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου Δ´. Η άνθηση της Μονής κατά την περίοδο αυτή πιστοποιείται και από το γεγονός ότι κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνος εγκαταβιούσε σημαντικός αριθμός μοναχών (κυμάνθηκε από 40 έως 215 μοναχούς). Το 1574, στο Τυπικό του Αγίου Όρους που συνέταξε ο πατριάρχης Ιερεμίας Β´ ο Τρανός, η Μονή καταλαμβάνει πλέον την έβδομη θέση μεταξύ των αγιορείτικων Μονών, θέση την οποία διατηρεί ως σήμερα.

Τρούλος εντός του Καθολικού όπου εικονίζεται ο «Άναρχος Πατήρ».

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ

Μετά τον θάνατο των κτητόρων η Μονή αντιμετώπισε μια σοβαρή δοκιμασία, εξαιτίας καταστρεπτικής πυρκαγιάς που ξέσπασε το 1392 στο νεόδμητο κτηριακό της συγκρότημα, αποτεφρώνοντας ή προκαλώντας σοβαρές καταστροφές σε πολλά από τα κτητορικά κτίσματα και στο αρχείο της, με την απώλεια αρκετών σημαντικών εγγράφων. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους παντοκρατορινούς μοναχούς στην δραστηριοποίησή τους, ώστε να διασφαλιστούν οι κτήσεις της Μονής εντός και εκτός του Αγίου Όρους με την επανέκδοση των σχετικών επικυρωτικών εγγράφων, και να ανοικοδομηθούν τα κατεστραμμένα κτήρια, πράγμα το οποίο πέτυχαν τα αμέσως επόμενα χρόνια, με την έκδοση χρυσοβούλλων και πατριαρχικών εγγράφων.

Η είσοδος της Μονής. Οι βαριές πόρτες φυλάσσουν την πλούσια ιστορία...

ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ
ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

Η Μονή ιδρύθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνος, σε μια περίοδο πνευματικής ακμής του Βυζαντίου, αλλά και ποικίλων αναταραχών στο πολιτικό και εκκλησιαστικό προσκήνιο της Βασιλεύουσας. Την ίδια περίοδο οι Σέρβοι με τον Στέφανο Δουσάν κατελάμβαναν σημαντικά εδάφη της Μακεδονίας, ενώ οι Τούρκοι περνούσαν για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ήπειρο και κατελάμβαναν ευρωπαϊκά εδάφη με την κατάληψη της Καλλίπολης στη Θράκη. Ωστόσο, η αρχαία παράδοση της Μονής συνδέει την ίδρυσή της με το όνομα του αυτοκράτορος Αλεξίου Α´ του Κομνηνού (1081-1117). Σε μικρή απόσταση από τη θέση όπου κτίστηκε η Μονή προϋπήρχε, ήδη από τον 11ο αιώνα, το μονύδριο του Σωτήρος Χριστού. Σύμφωνα με τις πηγές, και πρωτίστως τα αρχαιότερα έγγραφα του αρχείου της Μονής, κτήτορές της υπήρξαν δύο επιφανείς Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι που έδρασαν στρατιωτικά κατά την περίοδο αυτή στη Μακεδονία, οι αδελφοί Αλέξιος και Ιωάννης, οι οποίοι κατά την περίοδο ιδρύσεως της Μονής έφεραν τους στρατιωτικούς τίτλους του μεγάλου στρατοπεδάρχου και μεγάλου πριμικηρίου αντιστοίχως. Οι στρατιωτικές τους επιτυχίες και η εξ αγχιστείας συγγενική τους σχέση με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε´ Παλαιολόγο, τους κατέστησαν κατόχους μεγάλων εκτάσεων γης στην Ανατολική Μακεδονία (Χρυσούπολη, Ανακτορόπολη, Θάσο, Χριστούπολη), αρκετές από τις οποίες αργότερα δώρισαν στη Μονή. Ο ακριβής χρόνος ιδρύσεως της Μονής δεν μας είναι γνωστός. Εικάζεται, ωστόσο, ότι η ανέγερσή της πρέπει να άρχισε προ του έτους 1357 και πως πρέπει να ιδρύθηκε μεταξύ των μηνών Απριλίου και Αυγούστου αυτού του έτους. Την ίδια χρονική περίοδο (Απρίλιος 1357) ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος και ο πατριάρχης Κάλλιστος Α´ επικύρωσαν με χρυσόβουλλο λόγο και σιγιλλιώδες γράμμα αντιστοίχως την παραχώρηση του Κελλιού του Ραβδούχου στις Καρυές προς τους δύο αδελφούς, από τον Πρώτο Δωρόθεο. Το Κελλί αυτό προσαρτήθηκε λίγο αργότερα στη Μονή, μετά την ίδρυσή της. Η Μονή εμφανίζεται και σε αγιορειτικά έγγραφα των αμέσως επομένων ετών, ενώ το Καθολικό της εγκαινιάσθηκε, σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή, το 1362/3 από τον πατριάρχη Κάλλιστο Α´, ο οποίος και την ανεκήρυξε πατριαρχική, ενώ από το 1367 χαρακτηρίζεται και ως βασιλική. Ο ίδιος πατριάρχης εξέδωσε και τυπικό για τη Μονή, που δυστυχώς χάθηκε, με το οποίο μεριμνούσε για την ανεξαρτησία και την κοινοβιακή τάξη της Μονής, καθώς και για την πνευματική κατάσταση των μοναχών της. Λίγα χρόνια αργότερα, μεταξύ Μαρτίου του 1368 και Φεβρουαρίου του 1369, ο Αλέξιος απεβίωσε, πιθανότατα υπερασπιζόμενος το νησί της Θάσου από τους Τούρκους. Το κτητορικό έργο συνέχισε ο Ιωάννης μαζί με τη σύζυγό του Άννα Ασανίνα Κοντοστεφανίνα, όπως μαρτυρείται σε έγγραφα αυτής της περιόδου και κυρίως στη μερική Διαθήκη του Ιωάννου τον Αύγουστο του 1384. Η ασταθής πολιτική κατάσταση και οι στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων οδήγησαν τον Ιωάννη στην απόφαση να ζητήσει από τον Βενετό δόγη Ανδρέα Κονταρίνι το δικαίωμα του Βενετού πολίτη, το οποίο και έλαβε τον Ιανουάριο του 1374, χωρίς όμως να καταφύγει ποτέ στη Βενετία. Παρέμεινε στη Μακεδονία, συνεχίζοντας την προάσπιση των βυζαντινών κτήσεων που του ανήκαν, όπως του Μαρμαρολιμένα της Θάσου, όπου ανήγειρε πύργο και τείχος, αλλά και των δωρεών προς τη Μονή του. Παρέμεινε ενεργός τουλάχιστον ως τα τέλη του έτους 1384, οπότε και αποσύρθηκε στη Μονή, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Σύμφωνα με την παράδοση της Μονής, ο Ιωάννης εκάρη μοναχός, λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Ιωαννίκιος. Μνημείο της παρουσίας του και του θανάτου του στη Μονή περί το 1386/7 παραμένει ο «τάφος των κτητόρων», που βρίσκεται σήμερα στη βόρεια πλευρά της Λιτής, εντός του Καθολικού. Ο τάφος καλυπτόταν με ψευδοσαρκοφάγο, χρονολογούμενη τον 14ο αιώνα, τμήμα της οποίας έχει διασωθεί.

Η Μονή πάνω στην προεξοχή του βράχου, στέκει αγέρωχη εδώ και αιώνες.

ΣΤΟ ΒΡΑΧΩΔΕΣ ΕΞΑΡΜΑ

ΣΤΟ ΒΡΑΧΩΔΕΣ ΕΞΑΡΜΑ

Η «βασιλική και πατριαρχική μονή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος» είναι χτισμένη επάνω σε βραχώδη εδαφική προεξοχή (έξαρμα), στην απόληξη δασωμένης πλαγιάς και σε ύψος 30 περίπου μέτρων από τη θάλασσα, στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Αγίου Όρους. Η θέση αυτή της παρέχει το προνόμιο μιας εξαιρετικής θέας τόσο προς το βόρειο Αιγαίο, με άμεσα ορατή τη Θάσο, αλλά και τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη και, σπανιότερα, την Ίμβρο (όταν ο καιρός είναι καθαρός), όσο και προς τις νοτιοανατολικές ακτές του Αγίου Όρους και τον επιβλητικό Άθωνα, με την απότομη κορυφή του. Η θέση της Μονής εξαίρεται από Έλληνες και ξένους συγγραφείς και περιηγητές. Ο Ιωάννης Κομνηνός (λόγιος και Επίσκοπος που έζησε τον 17ο αιώνα) σημειώνει στο «Προσκυνητάριόν» του το 1701 ότι «το ιερόν και σεβάσμιον μοναστήριον του Παντοκράτορος είναι πολλά εύμορφον, διότι ευρίσκεται εις τοποθεσίαν καλήν σιμά εις την θάλασσαν, περιτριγυρισμένον με κάστρον στερεόν», ενώ ο Κοσμάς Βλάχος (αγιορείτης διάκονος που έζησε τον 18ο αιώνα) σημειώνει με γλαφυρό ύφος ότι η Μονή «κείται επί της ανατολικής παραλίας του Όρους στηρίζουσα την βορειοανατολικήν αυτής πλευράν επί κυματοπλήγος βράχου· ο ορίζων αυτής είναι ευρύτατος και η θραυομένη προ των βάσεων αυτής τρικυμιώσα θάλασσα παρέχει άγριον και απολαυστικόν θέαμα». Στη νότια πλευρά της βραχώδους προεξοχής επί της οποίας δεσπόζει η Μονή, κατασκευάστηκε μικρό λιμάνι, το ένα από τα δύο «μανδράκια» του Αγίου Όρους, που ασφάλιζε κατά το παρελθόν τα μικρά πλοιάρια σε περιπτώσεις τρικυμιών. Εκτός της θαλάσσιας πρόσβασης, στη Μονή οδηγεί σήμερα δασικός δρόμος που διανοίχθηκε από τις Καρυές, διακλαδιζόμενος από τον δρόμο που κατευθύνεται προς την Ιερά Μονή Ιβήρων. Συνδέεται επίσης με μονοπάτια, τόσο με την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου προς τα βορειοανατολικά, όσο και με τις Ιερές Μονές Σταυρονικήτα και Ιβήρων, ενώ σε καλή κατάσταση διατηρείται το λιθόστρωτο που συνδέει, μέσα από μια εντυπωσιακή διαδρομή, τη Μονή με την υποκείμενη σ᾿ αυτήν Σκήτη του Προφήτου Ηλιού. Η Μονή ονομάζεται στα αρχαιότερα βυζαντινά έγγραφα «θείον φροντιστήριον του παντοκράτορος σωτήρος Χριστού», και αργότερα «βασιλική και πατριαρχική μονή του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος», ονομασία που μας παραπέμπει στην, αρχαιότερη, ομώνυμή της βυζαντινή μονή που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, την περιώνυμη μονή Παντοκράτορος, στην οποία μόνασαν μεγάλες μοναστικές μορφές της βυζαντινής περιόδου. Κατέχει την έβδομη θέση στην ιεραρχία των είκοσι κυρίαρχων αθωνικών Μονών.

Το τυπικό της Μονής Αγίου Σάββα, κωδ. 272, fº15r.

ΤΥΠΙΚΟ

ΤΥΠΙΚΟ

Από την εποχή της ίδρυσής του το Μοναστήρι φυλάσσει ένα αντίγραφο του τυπικού της Μονής Αγίου Σάββα. Είναι σαφές ότι το κείμενο αυτό χρησίμευε ως πρότυπο για την πρακτική οργάνωση της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, όπως άλλωστε είναι γνωστό για πολλά άλλα Μοναστήρια. Αναφέρεται με κάθε λεπτομέρεια η τάξη των ακολουθιών κάθε μέρα του χρόνου και σε διάφορες περιστάσεις. Η καλή διατήρησή του μαρτυρεί την τακτική χρήση του, όλους αυτούς τους αιώνες.